-->
28.03.2024

Σε διαβούλευση ο νέος Ποινικός Κώδικας – Οι σημαντικές αλλαγές σε διατάξεις

Σημαντικές αλλαγές σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που είχαν προκαλέσει έντονο κοινωνικό αντίκτυπο επιφέρει το νομοσχέδιο του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνταντίνου Τσιάρα, που δόθηκε ήδη για διαβούλευση.

Με τις νέες διατάξεις η χώρα μας εναρμονίζεται σε πολλές ρυθμίσεις με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και παράλληλα προβλέπεται αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για την υπό όρους αποφυλάκιση σε πολυϊσοβίτες.

Ζητήματα που αφορούν σε υποθέσεις τρομοκρατίας αντιμετωπίζονται, επίσης, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία και αναβαθμίζεται σε κακούργημα το αδίκημα της δωροδοκίας που είχε προκαλέσει ενστάσεις από τον ΟΟΣΑ.

Διαβάστε όλη την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης με τις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικά και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Άρθρο 1

Στο άρθρο 57 παρ. 2 προστίθεται ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ποινής όταν αυτή απειλείται διαζευκτικά με την ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας και ορίζεται ότι αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις ενενήντα ημερήσιες μονάδες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

Στην παράγραφο 5 του άρθρου 80 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, ώστε να αποσαφηνιστεί ότι το αίτημα αλλαγής του τρόπου έκτισης της χρηματικής ποινής δεν υποβάλλεται άπαξ. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία φορά, που σημαίνει ότι ο καταδικασθείς θα μπορούσε να υποβάλει τρία αιτήματα διαφορετικού περιεχομένου, σύμφωνα με όσα ορίζει ειδικότερα η συγκεκριμένη παράγραφος.

Στο άρθρο 94 προστίθεται τέταρτη παράγραφος, που συνιστά εξαίρεση στον κανόνα των άρθρων 94 παρ. 1 και 97, βάσει της οποίας, ποινές στερητικές της ελευθερίας ανώτερες του ενός έτους που επιβάλλονται για κακούργημα ή πλημμέλημα με δόλο, το οποίο τέλεσε κρατούμενος κατά τη διάρκεια της αδείας του, εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος.

Στο άρθρο 99 τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της πρώτης του παραγράφου και διευκρινίζεται ότι ο χρόνος της αναστολής αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή, εάν ο καταδικασθείς είναι παρών, ενώ σε περίπτωση που είναι απών, η έναρξη της αναστολής τοποθετείται στον χρόνο επίδοσης της απόφασης.

Στο άρθρο 104Α προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην πρώτη παράγραφο προκειμένου να περιοριστεί η παροχή κοινωφελούς εργασίας σε στοιχειωδώς εφαρμόσιμο πλαίσιο. Ορίζεται ειδικότερα ότι ενώ κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας, σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ώρες.

Στο άρθρο 110Α αυξάνεται ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στη φυλακή προκειμένου να απολυθεί ο καταδικασθείς υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση. Αντί των αρχικά προβλεπόμενων δεκαεπτά ετών, το όριο αυτό αυξάνεται στα είκοσι δύο έτη στην παράγραφο 2 εδ β’, ενώ σε περίπτωση ευεργετικού υπολογισμού το όριο αυξάνεται από τα δεκαέξι στα είκοσι έτη στην παράγραφο 4 εδ. τελευταίο.

Άρθρο 2

Στο άρθρο 137Α προστίθεται δεύτερη παράγραφος, ώστε η χώρα μας να υιοθετήσει πλήρως τον ορισμό της Διεθνούς Σύμβασης για τα βασανιστήρια. Με βάση τη Σύμβαση, για την τέλεση της πράξης δεν είναι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση να αποβλέπει ο δράστης σε κάποιους σκοπούς. Το έγκλημα τελείται ακόμα και όταν, ανεξαρτήτως σκοπών, η επιλογή του παθόντος έχει γίνει λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, όπως του φύλου, της θρησκείας κλπ.

Λόγω της προσθήκης της παραγράφου αυτής, τροποποιείται η αρίθμηση των επόμενων παραγράφων και εν μέρει το περιεχόμενό τους, ώστε πλέον να καλύπτεται η αναφορά στις αναριθμημένες παραγράφους του άρθρου.

Τέλος, σε ό,τι αφορά την έννοια των βασανιστηρίων, χρησιμοποιείται ο όρος «εσκεμμένη» αντί του παλαιοτέρου «μεθοδευμένη», ο οποίος είχε δημιουργήσει σύγχυση στη νομολογία. Με τον όρο «εσκεμμένη» αποδίδεται ο όρος «intentionally» του αγγλικού κειμένου. Ειδικότερα, με τη χρήση του όρου αυτού επιχειρείται να αποσαφηνιστεί ότι από την έννοια των βασανιστηρίων αποκλείεται μόνο η «απαράσκευη» πρόκληση πόνου, εξάντλησης κλπ – η οποία έχει εξαιρεθεί και από το ΕΔΔΑ από την έννοια των βασανιστηρίων.

Άρθρο 3

Στο άρθρο 142 απλώς διορθώνεται η σειρά των απειλούμενων ποινών και η χρηματική ποινή, ως βαρύτερη, προηγείται της κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με τις επιλογές του νομοθέτη που ισχύουν και στα υπόλοιπα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα.

Στο άρθρο 142Α, αντί για τα αρχικά ΕΕ, αναφέρεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στα άρθρα 159 και 159Α (παράγραφος 1) η διατύπωση εναρμονίζεται, προκειμένου οι διατάξεις περί δωροληψίας και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων να εφαρμόζονται κατ’αντίστοιχο τρόπο και στους βουλευτές, στο σύνολο των καθηκόντων τους και όχι μόνο κατά το μέτρο που αυτά συνδέονται με τη συμμετοχή σε εκλογή ή ψηφοφορία. Περαιτέρω, καλύπτεται το κενό ως προς τους Υφυπουργούς που δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από την προϋφιστάμενη διατύπωση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο επαρκής δικαιολογητική βάση.

Στο άρθρο 159Α τροποποιείται η τρίτη παράγραφος, προκειμένου να διευκρινιστεί αφενός ότι η ευθύνη του διευθυντή επιχείρησης ή άλλου προσώπου που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση θεμελιώνεται μόνο όταν το πρόσωπο αυτό παραβιάζει συγκεκριμένο καθήκον επιμέλειας και αφετέρου ότι η ευθύνη θεμελιώνεται μόνο όταν η παραβίαση του καθήκοντος καλύπτεται από δόλο.

Στο άρθρο 169Α προστίθεται δεύτερη παράγραφος, με την οποία ανάγεται σε πλημμέλημα η παραβίαση των περιοριστικών όρων σχετικά με την ελευθερία κίνησης και διαμονής που έχουν επιβληθεί με δικαστική απόφαση ή με βούλευμα, μετά τη συμπλήρωση του εκάστοτε ανώτατου ορίου της διάρκειας της προσωρινής κράτησης. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αναριθμείται σε τρίτη.

Τροποποιείται το εδάφιο β’ της 2ης παράγραφος του άρθρου 173, ώστε να είναι απολύτως σαφές ότι η συμμετοχή υπαλλήλου επιφορτισμένου με τη φύλαξη των φυλακισμένων ατόμων αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα βαρύ πλημμέλημα, που συνεπάγεται έκτιση της ποινής στη φυλακή.

Στο άρθρο 187 προστίθεται παράγραφος που φέρει τον αριθμό 4 και η υφιστάμενη παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5, με την οποία ανάγονται σε αυτοτελές έγκλημα, πράξεις συμβολής στις δραστηριότητες της εγκληματικής οργάνωσης της παρ. 1, ακόμα και αν δεν αποδεικνύεται η σύνδεσή τους με την τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, ώστε η Χώρα μας να εναρμονιστεί με την απόφαση πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρώπης και ειδικότερα με τις επιταγές του άρθρου 2 της απόφασης αυτής.

Στο άρθρο 187Α πραγματοποιούνται ουσιώδεις αλλαγές, προκειμένου να εναρμονιστεί το ελληνικό δίκαιο με την Οδηγία 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 η αναφορά στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα αντικαθίσταται από την αναφορά στα εγκλήματα γενικής διακινδύνευσης, ώστε να είναι απολύτως σαφές ότι περιλαμβάνονται και όχι μόνο τα εγκλήματα του 13ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, αλλά όλα τα εγκλήματα που δημιουργούν κίνδυνο για αόριστο αριθμό προσώπων. Προστίθεται ακόμα η αναφορά στα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης, προκειμένου να συμπεριληφθούν όλες οι πράξεις που σχετίζονται με αγορά ή κατοχή όπλων.

Στην παράγραφο 5, το έγκλημα της παροχής εκπαίδευσης στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών, όπλων κλπ. μετατρέπεται σε έγκλημα σκοπού, όπως απαιτεί η Οδηγία. Διευκρινίζεται ειδικότερα ότι για την τέλεση του εγκλήματος απαιτείται αυτό να τελείται με σκοπό την τέλεση ή τη συμβολή στην τέλεση ενός από τα εγκλήματα της παραγράφου 1 και με επίγνωση του γεγονότος ότι η παρασχεθείσα τεχνογνωσία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτόν. Στην ίδια παράγραφο εντάσσεται και το έγκλημα της παρακολούθησης εκπαίδευσης, όταν τελείται με τον ίδιο σκοπό.

Στην παράγραφο 6 αυξάνεται η ποινή της δημόσιας απειλής τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων ή της δημόσιας διέγερσης σε τέλεση τέτοιας πράξης, ώστε αυτή να αντιστοιχεί απολύτως προς τη βαρύτητα της πράξης αυτής. Κατά τα λοιπά το έγκλημα παραμένει δυνητικής διακινδύνευσης.

Στην παράγραφο 7 εντάσσεται ως αξιόποινη πράξη η πραγματοποίηση ταξιδιού με σκοπό την τέλεση, τη συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος ή τη συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, με επίγνωση του γεγονότος ότι η εν λόγω συμμετοχή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες αυτής της ομάδας ή με σκοπό προσφοράς ή παρακολούθησης εκπαίδευσης για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, εφόσον το ταξίδι διευκολύνει την πραγμάτωση των σκοπών αυτών.

Στο άρθρο 187Β γίνεται μια αναγκαία διόρθωση στο τελευταίο εδάφιο της 1ης παραγράφου. Πιο συγκεκριμένα, το «σκοπείται» αντικαθίσταται από το «σκοπεί».

Προστίθεται επίσης 4η παράγραφος στο ίδιο άρθρο, ώστε η Ελλάδα να είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από την κύρωση της Σύμβασης Νο. 198 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Βάσει του άρθρου 11 της Σύμβασης αυτής, οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων κρατών μερών στη συγκεκριμένη Σύμβαση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση της ποινής της υποστήριξης τρομοκρατικών πράξεων.

Στο άρθρο 213, παράγραφοι 2 και 3 διαγράφεται ο όρος «κιβδηλεία», που από παραδρομή είχε παραμείνει μετά την κατάργηση του ομώνυμου εγκλήματος.

Τροποποιείται η 4η παράγραφος του άρθρου 235 ώστε να είναι απολύτως σαφές ότι τα διευθυντικά στελέχη θα πρέπει να καλύπτουν με δόλο την παραβίαση συγκεκριμένων καθηκόντων τους, λόγω της οποίας, από αμέλειά τους καθίσταται δυνατή μια πράξη δωροληψίας.

Στην 2η παράγραφο του άρθρου 236 αυξάνεται η προβλεπόμενη ποινή για την ενεργητική δωροδοκία χάριν πράξεων αντιτιθέμενων στα καθήκοντα του υπαλλήλου, η οποία από πλημμέλημα μετατρέπεται σε κακούργημα, με απειλούμενη ποινή κάθειρξης έως οκτώ έτη.

Η 3η παράγραφος του άρθρου τροποποιείται, ώστε να είναι σαφές πως τα διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων θα πρέπει να καλύπτουν με δόλο την παραβίαση συγκεκριμένων καθηκόντων τους, λόγω της οποίας, από αμέλειά τους καθίσταται δυνατή μια πράξη δωροδοκίας.

Τέλος, στην 4η παράγραφο διευκρινίζεται ότι και η πλημμεληματική πράξη ενεργητικής δωροδοκίας που τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό διώκεται αυτεπαγγέλτως, και δεν απαιτούνται οι όροι του άρθρου 6 παράγραφος 3.

Η 3η παράγραφος του άρθρου 237 τροποποιείται, ώστε να είναι σαφές πως τα διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων θα πρέπει να καλύπτουν με δόλο την παραβίαση συγκεκριμένων καθηκόντων τους, λόγω της οποίας, από αμέλειά τους καθίσταται δυνατή μια πράξη δωροδοκίας.

Άρθρο 4

Προστίθεται παράγραφος 2 στο άρθρο 272 ΠΚ, στην οποία προβλέπεται κακουργηματική μορφή του αδικήματος όταν αυτό τελείται από δράστη ο οποίος συμμετέχει σε πλήθος που διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια ή άλλα ακίνητα (άρθρο 189 παρ. 1-3 ΠΚ). Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή λόγω της αμεσότητας του κινδύνου που ενέχει η κατοχή εκρηκτικών υπό αυτές τις περιστάσεις.

Στο ίδιο άρθρο αναριθμείται η παράγραφος 2 σε 3.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 290, προκειμένου οι προβλεπόμενες σε αυτό αυξημένες ποινές για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα να ισχύουν σε όλες τις μορφές των βασικών εγκλημάτων. Η τροποποίηση αυτή κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 290Α, προκειμένου οι προβλεπόμενες σε αυτό αυξημένες ποινές για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα να ισχύουν σε όλες τις μορφές των βασικών εγκλημάτων, όπως και στο προηγούμενο άρθρο.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 291, προκειμένου οι προβλεπόμενες σε αυτό αυξημένες ποινές για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα να ισχύουν σε όλες τις μορφές των βασικών εγκλημάτων, όπως και στα προηγούμενα δύο άρθρα.

Άρθρο 5

Προστίθεται κακουργηματική μορφή κλοπής ως περίπτωση δ’ στο άρθρο 374 παρ. 1 ΠΚ, όταν αυτή τελείται με διάρρηξη από δύο ή περισσότερα μέλη συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) που έχουν οργανωθεί για την διάπραξη κλοπών αυτού του είδους. Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται από τον συνδυασμό των χαρακτηριστικών της πράξης με την επικινδυνότητα της συμμορίας. Η εν λόγω διακεκριμένη μορφή κλοπής θα συρρέει φαινομενικώς με την πράξη της παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ, όπως και με εκείνη του άρθρου 334 ΠΚ.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 405, διότι, κατά την άποψη που επικράτησε, όλες οι μορφές απιστίας, εκτός εκείνων που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πρέπει να διώκονται κατ’ έγκληση. H ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία, δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Κατά την μειοψηφήσασα άποψη, η κατ’ έγκληση δίωξη δεν αρμόζει σε πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα και εμφανίζεται κατ’ εξοχήν προβληματική όταν εγκλήματα όπως η απάτη, η υπεξαίρεση ή η απιστία στρέφονται κατά νομικών προσώπων.

Άρθρο 6

Σε εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες για απιστία κατ’ άρθρ. 390 παρ. 1 εδάφ. β’ εφαρμόζεται το άρθρο 464 ΠΚ. Η προθεσμία των τεσσάρων μηνών αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος όπως και για τα λοιπά κατ’ έγκληση περιουσιακά εγκλήματα που διώκονταν αυτεπαγγέλτως από το προηγούμενο καθεστώς.

Στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 προστίθεται εδάφιο δεύτερο, βάσει του οποίου, σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του άρθρου 80 του ισχύοντος ΠΚ με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του προϊσχύσαντος ΠΚ ή ειδικών ποινικών νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν, αυτές εκτίονται αθροιστικά. Η αθροιστική έκτιση των υπό συζήτηση χρηματικών ποινών επιβάλλεται από τη διαφορετική φύση τους και τον διαφορετικό τρόπο εκτέλεσής τους που οδηγούν σε αδυναμία ενσωμάτωσής τους σε ενιαία συνολική τιμή.

Ειδική διάταξη

Μετά την κατάργηση των πταισμάτων με την διάταξη του άρθρου 468 παρ.1 ΠΚ, επιβάλλεται για την άμεση και αδιάκοπη προστασία του ευαίσθητου ζητήματος της κοινής ησυχίας, η αναγωγή τους σε ελαφρά πλημμελήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η βεβαίωση αυτών των ποινικών παραβάσεων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 7

Με την με αριθμ. 61574/φ.333/13.8.2019 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτήθηκε η ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή με αντικείμενο την κατάρτιση σχεδίου νόμου για την τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τη σύνταξη της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης και της έκθεσης αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων. Ως μέλη της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ορίστηκαν οι: 1. Θεοχάρης Δαλακούρας του Ιωάννη, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ως Πρόεδρος. 2. Γεώργιος Γεράκης του Κωνσταντίνου, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. 3. Νικόλαος Νικολάου του Ανδρέα, Αντεισαγγελέας Εφετών Πειραιά, αποσπασμένος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. 4. Ευστάθιος Βεργώνης του Κωνσταντίνου, Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών, Β’ Αντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. 5. Χαράλαμπος Σεβαστίδης του Θεμιστοκλή, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. 6. Ευάγγελος Ιωαννιδης του Βασιλείου, Εισαγγελέας και Διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος. 7. Ιωάννης Γιαννίδης του Κωνσταντίνου, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 8. Αθανάσιος Ζαχαριάδης του Κωνσταντίνου, Επίκουρος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με αναπληρωτή τον Δημήτριο Συμεωνίδη του Γεωργίου, Επίκουρο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. 9. Αριστομένης Τζαννετής του Βασιλείου, Επίκουρος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 10. Σταύρος Σπυρόπουλος του Αθανασίου, Νομικός Σύμβουλος του Κράτους και 11. Βασίλειος Δημακόπουλος του Διονυσίου, Δικηγόρος Αθηνών, ως μέλη. Χρέη γραμματέα ορίστηκε να εκτελέσει η Μαρία Κατσίγιαννη του Κωνσταντίνου, υπάλληλος, με αναπληρώτρια αυτής την Ευγενία-Μαρία Στάππα του Παναγιώτη, υπάλληλο.

Η εν λόγω Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της και δια του Προέδρου της συνέταξε την απαραίτητη αιτιολογική έκθεση η οποία έχει ως εξής:

Ι. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

1. Τροποποίηση άρθρου 4 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ιδιαίτερη σοβαρότητα των εγκλημάτων για τα οποία αποφαίνεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών, ύστερα από τη μεταφορά αρμοδιότητας σ’ αυτό με τον νέο ΚΠΔ φαίνεται εκ πρώτης όψεως ασύμβατη με τη δυνατότητα αναπλήρωσης των πρωτοδικών στα συμβούλια πλημμελειοδικών από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη. Υπό εγγύτερο πρίσμα, ωστόσο, και λαμβάνοντας υπόψη αφενός την πρόβλεψη της ανάλογης δυνατότητας στο τριμελές πλημμελειοδικείο και αφετέρου την υποστελέχωση των δικαστηρίων αλλά και την επικείμενη αναβάθμιση των πταισματοδικών – ειρηνοδικών, η δυνατότητα αυτή εμφανίζεται ως δικονομικά πρόσφορη λύση που καθίσταται αναγκαία για λόγους εύρυθμης λειτουργίας των συμβουλίων πλημμελειοδικών.

2. Προσθήκη στο άρθρο 14 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ρύθμιση συμπερίληψης στις περιπτώσεις αποκλειόμενων προσώπων του δικαστή και του εισαγγελέα που συνέπραξαν στην έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή στην παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας ενιαίας λύσης σε όλες τις όμοιες περιπτώσεις παραπομπής. Η ρύθμιση ενσαρκώνει την αξίωση αμεροληψίας όλων των προσώπων που έχουν προηγούμενη ενασχόληση με την υπόθεση, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία υπονοιών αντικειμενικής μεροληψίας κατά τις διακρίσεις του ΕΔΔΑ. Ενδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία κατά την εφαρμογή όμοιας λειτουργικής αρμοδιότητας θα ήταν ασύμβατη, άλλωστε, τόσο υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας όσο και υπό συστηματικό πρίσμα γενικότερα.
Αυτονόητο είναι, ωστόσο, ότι η κρίση για το ανέφικτο της συγκρότησης του δικαστηρίου λειτουργεί και εν προκειμένω ως μηχανισμός αποσυμπίεσης στις περιπτώσεις πραγματικής αδυναμίας συγκρότησης του δικαστηρίου. Εφικτή οφείλει να θεωρείται, εξάλλου, η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα, όταν ο δικαστής ή ο εισαγγελέας μπορεί να αναπληρωθεί από τον τυχόν ορισθέντα για τη συγκεκριμένη δικάσιμο αναπληρωτή του. Αν ούτως ή άλλως δεν είναι δυνατός ο ορισμός αναπληρωτή λόγω του μικρού αριθμού υπηρετούντων δικαστών ή εισαγγελέων, τότε η συγκρότηση του δικαστηρίου οφείλει να θεωρείται ανέφικτη.

3. Προσθήκη στο άρθρο 29 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προτεινόμενη ρητή εξαίρεση στο δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης να αναβάλει ή να αναστείλει την ποινική δίωξη συνδέεται με τις συστάσεις της GRECO και την πληρότητα του νομικού μας πλαισίου σε σχέση με την καταπολέμηση της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα και ιδίως την καταπολέμηση της δωροληψίας. Η υποχρέωση συμμόρφωσής μας συστοιχείται με τη διαβάθμιση της Χώρας στη διεθνή σχετική κλίμακα καταπολέμησης της Διαφθοράς και αποσκοπεί στην αποτροπή εντυπώσεων μέσω του νομικού πλαισίου ως προς την αποφασιστικότητα και ετοιμότητα της Χώρας μας να αποτρέψει συμπεριφορές διαφθοράς.

4. Προσθήκες στα άρθρα 33 και 35 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η υπό στοιχείο α) προσθήκη κατατείνει στην ρύθμιση της λειτουργικής σχέσης των δύο ειδικών εισαγγελέων. Στην κατεύθυνση αυτή αφαιρείται η φράση «εξαιρουμένων των περιπτώσεων του άρθρου 33» από το τέλος της παρ. 3 του άρθρου 35 και προστίθεται στο τέλος του εδαφίου α’ της παρ. 3 του άρθρου 33. Τούτο γιατί πριν την τροποποίηση αυτή φαίνονταν ότι οι περιπτώσεις που υπάγονται στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Διαφθοράς. Επειδή όμως η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς ρυθμίζεται με κριτήριο την ιδιότητα του φερομένου ως δράστη, πρέπει να διατηρείται ακόμα και στις περιπτώσεις που τα διερευνώμενα αδικήματα υπάγονται στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, του οποίου η αρμοδιότητα εκτείνεται επί όλων των οικονομικών εγκλημάτων, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του δράστη.
Η υπό στοιχείο β) προσθήκη ορισμού ενός νεότερου στην επετηρίδα αντεισαγγελέα εφετών, ως νόμιμου αναπληρωτή του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς κρίθηκε αναγκαία για την προώθηση λειτουργικών αναγκών των προσώπων αυτών.
Η τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 35 κατέστη αναγκαία για να διασαφηνιστεί ότι στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν υπουργοί ή υφυπουργοί μόνον όταν αυτά δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος. Συνάμα για να καταστεί εναργέστερη η ρύθμιση σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία προσώπων που διαπράττουν κακουργήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, δηλαδή την κατηγορία που αποτελούν οι βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

5. Προσθήκες στο άρθρο 43 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις:
Στις τρείς πρώτες περιπτώσεις η συμπλήρωση των διατάξεων του άρθρου 43 είναι αναγκαία, καθόσον με αυτήν διασαφηνίζεται η λειτουργική πορεία της εισαγγελικής δράσης στις επιμέρους περιπτώσεις της δικαστηριακής πρακτικής. Η ρητή χορήγηση στον εισαγγελέα εφετών της δυνατότητας να διατάξει, πριν την υποβολή της πρότασής του στο συμβούλιο εφετών, προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού καλύπτει το κενό που υπήρχε στις περιπτώσεις μερικής ανεπάρκειας του αποδεικτικού υλικού. Εξάλλου, η συμπλήρωση του γράμματος των παρ. 3 και 4 με την αξίωση σαφούς προσδιορισμού του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης εντάσσεται στον λειτουργικό ρόλο των εισαγγελέων και συνάμα οριοθετεί το πλαίσιο των λειτουργικών καθηκόντων τους, ώστε να αποτρέπονται παραγγελίες αφηρημένου χαρακτήρα ή γενικού περιεχομένου που μεταβιβάζουν απλώς τη διαχείριση μιας υπόθεσης, οδηγώντας την είτε σε επικίνδυνες δικαιοκρατικά συμπληρώσεις είτε σε αδράνεια.
Στην τέταρτη περίπτωση η αντικατάσταση του «διατάσσει» με τη λέξη «διατάσσεται» είναι απαραίτητη, καθόσον δεν αναφέρονταν στο γράμμα της διάταξης υποκείμενο που να διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.

6. Προσθήκες στα άρθρα 48, 49 και 50 για την αποχή

Αιτιολογικές σκέψεις: Α) Η προσθήκη και των πλημμελημάτων που προβλέπουν τα άρθρα 386 παρ.1 εδ. α’, 386Α παρ. 1 και 386Β παρ. 1 περ. α’ στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 2 για την αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους γίνεται για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου που επέβαλλε την εφαρμογή της διάταξης για τα αδικήματα των άρθρων 375 και 390 ΠΚ. Η διαφοροποίηση σε σχέση με τα τελευταία δεν δικαιολογείται μετά την μετάταξη της απάτης στα κατ’ έγκληση διωκόμενα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 405 ΠΚ.
Β) Η κατάργηση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 48 δικαιολογείται με το σκεπτικό ότι τα μεν αναφερόμενα στην παρ. 2 αφορούν ξεχωριστή κατηγορία περιπτώσεων αποχής υπό όρους, η οποία αντιδιαστέλλεται από την κατηγορία των περιπτώσεων αποχής από τη δίωξη λόγω μειωμένου δημοσίου συμφέροντος, τα δε αναφερόμενα στις παρ. 3 έως 5 αφορούν διαφορετική διαδικαστική φάση που αρμόζει στον εισαγγελέα. Έτσι, στο πλαίσιο της παρ. 7, ύστερα από την άσκηση ποινικής δίωξης το ποινικό δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 για το μειωμένο δημόσιο συμφέρον, μπορεί να προβεί στην προσωρινή παύση της δίωξης, επιβάλλοντας τους αναγκαίους και ανάλογους προς την πράξη του κατηγορουμένου όρους. Στις λοιπές περιπτώσεις αποχής υπό όρους στα πλημμελήματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 48 ΚΠΔ, δηλαδή στα πλημμελήματα των άρθρων 216, 242 παρ. 1 και 2, 375 παρ. 1, 386 παρ.1 εδ. α’, 386Α παρ. 1, 386Β παρ. 1 περ. α’, 390 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ κ.λ.π., η εφαρμογή του θεσμού της αποχής εξαντλείται χρονικά στο πριν την άσκηση της δίωξης στάδιο. Ύστερα από την άσκηση δίωξης στα εν λόγω εγκλήματα, η αντιμετώπιση του κατηγορουμένου οφείλει να ενταχθεί στις ρυθμίσεις της ποινικής συνδιαλλαγής επί πλημμελημάτων, με την οποία συνάδει διαδικαστικά η περίπτωση της ασκηθείσας δίωξης.
Γ) Για τον ίδιο λόγο που αναφέρεται στο Α) γίνεται, αντιστοίχως, η προσθήκη των κακουργημάτων που προβλέπουν τα άρθρα 386 παρ.1 εδ. β’, 386Α παρ. 1 εδ. β’ και 386Β παρ. 1 περ. β’ στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 49 για την αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους, δηλαδή για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου που επέβαλλε την εφαρμογή της διάταξης για τα αδικήματα των άρθρων 375 και 390 ΠΚ.
Δ) Ως συνακόλουθη προκύπτει, εξάλλου, και η προσθήκη στο πεδίο της διάταξης του άρθρου 50 για αποχή μετά από εντελή ικανοποίηση των εγκλημάτων που προβλέπονται στον Ν. 2803/2000 (ευρωαπάτη). Η οριστική αποχή από την ποινική δίωξη μετά από εντελή ικανοποίηση και για τα αδικήματα αυτά δικαιολογείται για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου που επέβαλε τη ρύθμιση αυτή και για την κοινή απάτη (άρθρ. 386 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρ. 405 παρ. 2 ΠΚ). Άλλωστε, για τα αδικήματα του Ν. 2803/2000 προβλέπεται ήδη η υπό όρους αποχή από την ποινική δίωξη κατά τα άρθρα 48 και 49 του ΚΠΔ, οπότε αποτελεί αξιολογική αδυναμία να μην ισχύσει και γι’ αυτά η διάταξη του άρθρ. 50.

7. Προσθήκες στα άρθρα 51 και 53 για την έγκληση

Αιτιολογικές σκέψεις: Η συμπλήρωση των διατάξεων των άρθρων 51 και 53 για την έγκληση του παθόντος, ώστε αυτή αφενός να υποβάλλεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4 και αφετέρου επί απόρριψής της να επιδίδεται στον εγκαλούντα διαρθρώνει ένα σαφέστερο πλαίσιο για την ορθή εφαρμογή τους. Εξάλλου, η εξαίρεση από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου των δικαιούχων νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του Ν. 3226/2004 προωθεί την πληρέστερη προστασία τους και συνάμα αποτρέπει τη διαφορετική αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων.

8. Προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 57

Αιτιολογικές σκέψεις: Η διάταξη αυτή διασφαλίζει την τήρηση του δεδικασμένου και την αρχή ne bis in idem κατά το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και αποτρέπει τη διενέργεια άσκοπων παράλληλων διαδικασιών που θα οδηγούσαν σε απαράδεκτο της δίωξης. Επιπλέον, είναι σύμφωνη με την απόφαση-πλαίσιο 2000/948/ΔΕΥ της 30ης Νοεμβρίου 2009 που προβλέπει τη διενέργεια διαδικασίας στην Eurojust με την οποία αποφασίζεται κατόπιν κοινής συμφωνίας των εισαγγελικών αρχών των κρατών μελών, η άσκηση δίωξης σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

9. Προσθήκες στα άρθρα 64, 65 και 83 για την υποστήριξη της κατηγορίας

Αιτιολογικές σκέψεις: Με τις δύο πρώτες προσθήκες διασαφηνίζεται αφενός μεν ότι οι κληρονόμοι του δικαιούμενου σε παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας συνεχίζουν τη δηλωθείσα πριν τον θάνατό του παράσταση και αφετέρου ότι το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση οιονεί καθολικής διαδοχής νομικού προσώπου.
Η τρίτη προσθήκη είναι αναγκαία για να διευκρινιστεί ότι τυχόν απόσβεση της αστικής αξίωσης μετά τη δήλωση στην προδικασία και πριν την «επανάληψή» της στο ακροατήριο δεν επιφέρει κατάργηση του δικαιώματος παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας. Αντιστοίχως αναγκαία είναι και η τελευταία προσθήκη, για να καταστεί σαφές ότι ο παριστάμενος για υποστήριξη της κατηγορίας πρέπει υποχρεωτικά να διορίσει συνήγορο στο ακροατήριο. Η ρύθμιση αυτή απηχεί τις ίδιες κατά κανόνα αντιλήψεις για τη θέση του πολιτικώς ενάγοντος στο προγενέστερο καθεστώς, αφού και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ γινόταν δεκτή η υποχρέωση διορισμού συνηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος ακόμα και στις περιπτώσεις παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας. Επίσης, η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τον κανόνα του άρθρου 36 παρ. 1 τελ. εδ. Ν. 4194/2013, που επιβάλλει την υποχρεωτική παράσταση των διαδίκων με δικηγόρο για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες.

10. Προσθήκη στο άρθρο 99 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η διευκρίνιση στο τέλος του άρθρου 99 ΚΠΔ ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να δηλώσει ρητά και ανέκκλητα ότι παραιτείται από το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη και υπό την αρχική μορφή της διάταξης αυτής, αλλά τέθηκε για να τονιστεί η δυνατότητα αυτή και να αποφευχθεί τυχόν παρερμηνεία και κυρίως για να διευκρινιστεί ότι η δήλωση αυτή είναι ανέκκλητη με την έννοια ότι δεν μπορεί να ανακληθεί ούτε με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 90 ΚΠΔ, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται ο διορισμός συνηγόρου από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.

11. Τροποποίηση άρθρου 110 για μονομελές Εφετείο

Αιτιολογικές σκέψεις: Η επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου ως δικαστηρίου εκδίκασης ορισμένων κακουργημάτων απηχεί την πολιτική βούληση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και προωθείται αυτοτελώς με σκοπό την κάλυψη άμεσων αναγκών αποσυμφόρησης της κακουργηματικής ύλης μέχρις ότου αποδώσουν οι εναλλακτικοί θεσμοί απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Παρά την επί της αρχής αντίθεση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του ΚΠΔ (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4620/2019) στην ανάθεση αρμοδιότητας στο Μονομελές Εφετείο σε υποθέσεις, που δεν εξαντλούνται σε επιμετρητική διαδικασία, αλλά προϋποθέτουν ουσιαστική διάγνωση της κατηγορίας στο πλαίσιο της κλασσικής κατ’ αντιδικίαν δίκης, η επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου προωθείται αυτοτελώς από το Υπουργείο ως «ανεκτή και σκόπιμη» ώστε να αποσυμφορηθεί η ύλη του Τριμελούς και του Πενταμελούς Εφετείου. Άλλωστε, για την επιλογή αυτή συνεκτιμήθηκαν τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε σχέση με την λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα του Μονομελούς Εφετείου. Καθώς, λοιπόν, η άμεση αποσυμφόρηση της κακουργηματικής ύλης συνιστά πρόταγμα για τις λειτουργικές ανάγκες του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και καθώς επί του παρόντος δεν είναι προβλέψιμο το χρονικό διάστημα που θα χρειασθεί για την εμπέδωση των νέων εναλλακτικών θεσμών αποσυμφόρησης (αποχή, ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση), η νομοθετική παρέμβαση για την επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου ως Δικαστηρίου ουσίας κρίθηκε ως επιβεβλημένη τουλάχιστον για το μεταβατικό στάδιο της αποδοχής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νέων εναλλακτικών θεσμών. Έτσι, παρά τον προβληματισμό που διατηρήθηκε στην πλειοψηφία των μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΚΠΔ, η εν λόγω νομοθετική επιλογή είναι εκτάκτως αναγκαία για την ευόδωση του σκοπού άμεσης αποσυμφόρησης ύλης στις συγκεκριμένες περιπτώσεις κακουργημάτων που καταλάμβαναν τον μεγαλύτερο όγκο στα πινάκια του Μονομελούς Εφετείου κατά τα χρόνια λειτουργίας του ως δικαστηρίου ουσίας. Μετά ταύτα, η επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου θεωρείται υπό το φως των παραμέτρων αυτών ότι μπορεί να γίνει «ανεκτή και σκόπιμη» στις περιπτώσεις των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων που καλύπτουν τα κριτήρια της «μαζικότητας» και της «αποδεικτικής ευκολίας» και ειδικότερα στις περιπτώσεις των κακουργημάτων της κλοπής, της ληστείας, των ναρκωτικών και των παράτυπων μεταναστών. Εξυπακούεται, άλλωστε, ότι αν βραχυπρόσθεσμα εμπεδωθούν ευρέως και αποτελεσματικά οι εναλλακτικοί θεσμοί αποσυμφόρησης της κακουργηματικής ύλης η «επιστράτευση» του Μονομελούς Εφετείου για την εκδίκαση των ανωτέρω εγκλημάτων θα μπορεί να θεωρηθεί λήξασα, έτσι ώστε η εκδίκασή τους να επανακάμψει στη φυσική αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου.

12. Συμπλήρωση του άρθρου 111 για την υλική αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων

Αιτιολογικές σκέψεις: Η συμπλήρωση της συγκεκριμένης ρύθμισης ήταν επιτακτική ύστερα από τις νέες ρυθμίσεις του ΠΚ σε σχέση με την κακουργιοποίηση συγκεκριμένων πράξεων. Το ίδιο ισχύει για την πρόβλεψη της παρ. 7 του άρθρου 111 σε σχέση με τις εφέσεις κατά των αποφάσεων όχι μόνον του τριμελούς πλημμελειοδικείου αλλά και του μονομελούς εφετείου.

13. Τροποποίηση του άρθρου 120 για την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα

Αιτιολογικές σκέψεις: Α) Η πρόβλεψη του εδαφίου β’ της παρ. 2 του άρθρου 120 που παρέχει στο δικαστήριο, το οποίο λόγω αναρμοδιότητας παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, τις εξουσίες του άρθρου 315 για τη συνέχιση ή μη της προσωρινής κράτησης, την κατάργηση ή μη του εντάλματος σύλληψης, την επιβολή ή μη κατ’ οίκον περιορισμού ή περιοριστικών όρων, καθώς και τη διατήρηση ή μη της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων απηχεί τις δικαιοκρατικές αξιώσεις άμεσης εκ νέου αντιμετώπισης των ζητημάτων που συνδέονται με την παραπομπή του κατηγορουμένου. Προς αποφυγή καταχρήσεων οφείλει να διασαφηνιστεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει ως πεδίο αναφοράς τις περιπτώσεις αναρμοδιότητας δικαστηρίων κακουργημάτων, όπως λ.χ. της αναρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου που παραπέμπει στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων ή της αναρμοδιότητας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων που παραπέμπει στο ΜΟΔ. Στις περιπτώσεις αναρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου που παραπέμπει σε μονομελές πλημμελειοδικείο ή αντιστρόφως, η εφαρμογή των εξουσιών του άρθρου 315 είναι κατά κανόνα νοητή στις περιπτώσεις άρσης των τυχόν τεθέντων περιοριστικών όρων ή το πρώτον επιβολής τους σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Β) Η κατάργηση του εδαφίου γ’ της παρ. 2 του άρθρου 120 που διαλάμβανε ότι «Το μονομελές πλημμελειοδικείο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα» κρίθηκε αναγκαία αφενός για λόγους οικονομίας της δίκης και αφετέρου γιατί η επί μονομελούς πλημμελειοδικείου διάσπαση του κανόνα παραπομπής της υπόθεσης από το αναρμόδιο δικαστήριο κατευθείαν στο αντίστοιχο αρμόδιο δεν είχε επαρκή δικαιολόγηση, αφού δεν συνδεόταν με ζητήματα περικοπής υπερασπιστικών δικαιωμάτων, όπως επί κακουργημάτων όπου η διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα για να ακολουθήσει κυρία ανάκριση είναι ενόψει της δίκαιης δίκης επιβεβλημένη.
Γ) Η κατάργηση του εδαφίου γ’ της παρ. 3 του άρθρου 120 που διαλάμβανε ότι «Αν η παραπομπή είχε διαταχθεί με βούλευμα, γίνεται κανονισμός αρμοδιότητας σύμφωνα με τα άρθρα 132 κ.ε.» κρίθηκε ως επιβεβλημένη, καθόσον η διαδικασία του κανονισμού αρμοδιότητας επί βουλευμάτων θεωρήθηκε ως πολυτελής διαδικασία για την επίλυση αντίστοιχων ζητημάτων.

14. Συμπλήρωση του άρθρου 124 για την τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων Πειραιά.

Αιτιολογικές σκέψεις: Πρόκειται για τη ρύθμιση του εδαφίου β’ της παρ. 6 του άρθρου 111 του Ν. 4055/2012 που καταργήθηκε με τις μεταβατικές διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρο 586 στοιχ. στ’ ΚΠΔ). Η επαναφορά της ισχύος της για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον Νομό Αττικής και σχετίζονται με ναυτικές διαφορές κρίνεται απαραίτητη, καθόσον παραδοσιακά οι εν λόγω ναυτικές διαφορές υπάγονταν στα δικαστήρια Πειραιά.
Ταυτόχρονα προωθείται η ορθότερη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου επί ζητημάτων ναυτικών διαφορών από τους πιο εξειδικευμένους στο εν λόγω αντικείμενο δικαστές του Πειραιά.

15. Συμπλήρωση του άρθρου 126 για την ένσταση αναρμοδιότητας

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προσθήκη επιβάλλεται καθόσον διαφορετικά δεν θα είχε ο εισαγγελέας αρμοδιότητα για κήρυξη της τοπικής αναρμοδιότητας στην περίπτωση διενέργειας προανάκρισης.

16. Συμπλήρωση του άρθρου 127 για τη γενική διάταξη

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ρητή αναφορά στο εδ. γ’ και της περίπτωσης επιβολής του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση είναι επιβεβλημένη, ενόψει και του ότι κατά τον νέο ΚΠΔ γίνεται σαφής διάκριση των περιοριστικών όρων και του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και το ένα μέτρο δεν εμπεριέχει ούτε επικαλύπτει το άλλο. Η διατήρηση του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων μέχρι να αποφανθεί το συμβούλιο αποτελεί, άλλωστε, τη μοναδική δυνατή επιλογή, καθόσον η τυχόν δικονομική ταύτιση του κατ’ οίκον περιορισμού με την προσωρινή κράτηση θα οδηγούσε στην αυτόματη μετατροπή του κατ’ οίκον περιορισμού σε ένταλμα σύλληψης, όπερ είναι δικονομικά και συνταγματικά ανεπίτρεπτο. Συνεπώς, η δικονομική αντιμετώπιση του κατ’ οίκον περιορισμού οφείλει να είναι στο πλαίσιο του άρθρου 127 ανάλογη με αυτήν των περιοριστικών όρων.

17. Τροποποίηση άρθρου 132 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ανάγκη απάλειψης από την παρ. 1 του άρθρου 132 των λέξεων «ή του επιτρόπου» είναι αυτονόητη, αφού οι επίτροποι δεν έχουν πεδίο αναφοράς στη σύγχρονη δίκη. Περαιτέρω, για λόγους οικονομίας της δίκης και κυρίως για λόγους ορθολογικής λειτουργίας του θεσμού του κανονισμού αρμοδιότητας απαλείφτηκε η παρ. 2 του άρθρου 132 που προέβλεπε την ανάλογη εφαρμογή του κανονισμού στην περίπτωση του άρθρου 120 παρ. 3 εδ. τελευταίο.

18. Τροποποίηση άρθρου 138 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προσθήκη της παρ. 3 στο άρθρο 138 αντανακλά την ανάγκη μιας ισόρροπης προώθησης των στοχεύσεων της ποινικής δίκης αφενός για ενημέρωση των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου που συνδέεται με τα υπερασπιστικά δικαιώματά του και αφετέρου για προώθηση της εκδίκασης της υπόθεσης σε εύλογο χρόνο.

19. Τροποποίηση άρθρου 142 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η επιλογή του νέου ΚΠΔ να καθαρογράφονται όλες οι ποινικές αποφάσεις και τα πρακτικά τους είναι απόλυτα δικαιολογημένη μόνο όσον αφορά τις αποφάσεις εκείνες, στις οποίες προηγήθηκε ουσιαστική αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων, η οποία μπορεί να επηρεάσει επόμενα διαδικαστικά στάδια της ίδιας υπόθεσης ή ακόμα και άλλες συναφείς (πολιτικές ή ποινικές) δίκες. Αντίθετα, αναβλητικές αποφάσεις που είτε δεν σχετίζονται με την ουσία της υπόθεσης είτε προβλέπονται ως υποχρεωτικές από ειδικές διατάξεις και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς, μπορούν να εξαιρεθούν από τον πιο πάνω κανόνα, ενόψει και της υποστελέχωσης της γραμματείας των δικαστηρίων.
Ωστόσο, η καθαρογραφή των ερήμην καταδικαστικών αποφάσεων καθώς και εκείνων στις οποίες έχει δηλωθεί παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας είναι αναγκαία, καθόσον αποτελεί ασφαλή αφετηρία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης ή και για τη διατύπωση αιτήματος προς άσκηση αναίρεσης από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία.
Ως εξίσου αναγκαία κρίνεται, περαιτέρω, και η πρόβλεψη καθαρογραφής των προπαρασκευαστικών αποφάσεων με τις οποίες λύεται ένα ζήτημα, ακόμα και αν στη συνέχεια η υπόθεση αναβάλλεται για οποιονδήποτε λόγο, ακόμα και χωρίς ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, διότι στη μετ’ απόδειξη συζήτηση το δικαστήριο θα δεσμεύεται από μία απόφαση που δεν έχει καθαρογραφεί και άρα δεν θα είναι σαφής και σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι αιτιολογημένη και θα μπορεί να αναιρεθεί μαζί με την τελειωτική απόφαση.

20. Τροποποίηση του άρθρου 143 για την τήρηση πρακτικών με φωνοληψία ή εικονοληψία

Αιτιολογικές σκέψεις: Η απάλειψη της δυνατότητας φωνοληψίας με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του εισαγγελέα κρίθηκε σκόπιμη, καθόσον η ρύθμισή της κατέτεινε στην κάλυψη των αναγκών τήρησης πρακτικών με φωνοληψία κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα.
Η τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 143 προωθεί την ανάγκη παροχής σαφέστερης εξουσιοδότησης στον Υπουργό Δικαιοσύνης για άμεση έκδοση Προεδρικού διατάγματος που να καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής ιδίως της εικονοτηλεδιάσκεψης στην ποινική δίκη. Η εφαρμογή αυτή ανήκει, άλλωστε, στον Πυλώνα ανάπτυξης Ψηφιακών Υποδομών που εισφέρουν στην ποιοτική αναβάθμιση του έργου της Δικαιοσύνης.
Ενόψει της επικείμενης ενίσχυσης της υλικοτεχνικής υποδομής των Δικαστηρίων στην κατεύθυνση αυτή είναι φανερό ότι η μη τήρηση των πρακτικών με φωνοληψία, ακόμα και εκεί που αυτή ορίζεται ως υποχρεωτική, δεν προκαλεί καμία ακυρότητα, αν το δικαστήριο δεν διαθέτει τον απαιτούμενο τεχνικό εξοπλισμό και τούτο βεβαιώνεται στην απόφαση. Άλλωστε, το εδ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 143 που προβλέπει την υποχρεωτικότητα της τήρησης πρακτικών με φωνοληψία σε δίκες κακουργημάτων συναρτάται ευθέως και λογικώς με το εδ. α’ της ίδιας παραγράφου. Συνεπώς, αν δεν υφίσταται δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος φωνοληψίας λόγω ελλείψεων υποδομής, είναι αυτονόητο ότι δεν τίθεται ζήτημα υποχρεωτικότητας και στις δίκες κακουργημάτων.

21. Τροποποίηση του άρθρου 175 για την κάλυψη της ακυρότητας.

Αιτιολογικές σκέψεις: Η δυνητική αναβολή της συζήτησης από το δικαστήριο, που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, ενσαρκώνει την αξίωση της αρχής δικαστικής βοήθειας. Λόγω της ισότητας των διαδίκων αλλά και του αντικειμενικού χαρακτήρα των κρίσεων του δικαστηρίου η ευχέρεια αυτή δεν πρέπει συναρτάται με τη δυνατότητα «να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου», όπως στο προηγούμενο νομικό καθεστώς, αλλά με τα δικαιώματα τόσο του κατηγορουμένου όσο και του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας.

22. Τροποποίηση του άρθρου 178 για τα αποδεικτικά μέσα

Αιτιολογικές σκέψεις: Η θέση του εισαγγελέα επιβάλλει την αντιστοίχισή του ως προς τη δέσμευσή του για την έρευνα και των μέσων υπεράσπισης του κατηγορουμένου με σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας.

23. Προσθήκη στο άρθρο 188 ΚΠΔ.

Αιτιολογικές σκέψεις: Παρά την κατάργηση της παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων η διατήρησή της στο πλαίσιο του άρθρου 188 είναι αναγκαία, καθόσον η απαγόρευση εν προκειμένω αφορά την αναξιοπιστία του πραγματογνώμονα λόγω της τέλεσης εγκλήματος που επέσυρε την ποινή αυτή και όχι καθ’ εαυτήν την ποινή. Άλλωστε, η κατάργηση της παρεπόμενης αυτής ποινής και η αντικατάστασή της δεν αναιρεί την απαγόρευση και τον σκοπό της σε σχέση με την προώθηση της αντικειμενικότητας των πραγματογνωμόνων.

24. Προσθήκη εδαφίου στο άρθρο 243 για την προκαταρκτική εξέταση

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προσθήκη στο εδάφιο α’ του άρθρου 243 για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης σύμφωνα και με τη ρύθμιση του άρθρου 245 παρ. 1 εδ. δ – ζ είναι απαραίτητη, ώστε να ρυθμίζεται ευθέως το σχετικό ζήτημα. Η δεύτερη προσθήκη του εδ. γ’ αποτελεί υποχρέωση που προκύπτει από την επικείμενη κύρωση της «Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομοκρατίας και του Πρωτοκόλλου του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τροποποίηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας, και συναφείς διατάξεις». Κατά την εναρμόνιση, ωστόσο, λήφθηκε μέριμνα, ώστε η προσθήκη να μην αποκλίνει από τις γενικές προϋποθέσεις και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 254 που ρυθμίζει τη λήψη των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Διαφορετικά θα είχαμε για την ίδια στόχευση (δηλ. την καταπολέμηση της τρομοκρατίας) δύο διαφορετικές ρυθμίσεις με διαφορετικές προϋποθέσεις που θα δημιουργούσαν διαφορετικές ταχύτητες και εν τέλει σύγχυση.

25. Τροποποίηση του άρθρου 245 για την προανάκριση

Αιτιολογικές σκέψεις: Παρά την αρχική βούληση πλήρους κατάργησης της τακτικής προανάκρισης, η έστω συρρικνωμένη μορφή τακτικής προανάκρισης που παρέμεινε στον νέο κώδικα επιτάσσει την πρόβλεψη ρύθμισης της διενέργειας αλλά και της περάτωσής της. Εύλογα, άλλωστε, αφού – ακόμα και στις ελάχιστες περιπτώσεις του πεδίου εφαρμογής της – οι ρυθμίσεις των νέων εδαφίων είναι απαραίτητες, καθόσον εξειδικεύουν τη διενέργεια όλων των προανακριτικών πράξεων που αφορούν την υπόθεση, τη συνεργασία των ανακριτικών υπαλλήλων διαφορετικών εφετειακών περιφερειών καθώς και τους τρόπους περάτωσης της προανάκρισης.

26. Διόρθωση του άρθρου 253 για τις έρευνες

Αιτιολογικές σκέψεις: Η αντικατάσταση της λέξης «ανάκρισης» με τις λέξεις «ανακριτική διαδικασία» έγινε ενόψει της κύρωσης της «Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομοκρατίας και του Πρωτοκόλλου του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τροποποίηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας, και συναφείς διατάξεις», μολονότι και υπό την προηγούμενη διατύπωση ήταν ερμηνευτικά σαφές ότι οι έρευνες του άρθρου 253 αφορούσαν κάθε ανακριτική διαδικασία.
Η προσθήκη της φράσης «κι αν αυτή αφορά κατοικία» αποκαθιστά τη διάταξη κατά το περιεχόμενό της, αφού η φράση αυτή αφαιρέθηκε εκ προφανούς παραδρομής και δεν απηχούσε βούληση της Επιτροπής για διενέργεια όλων των ερευνών με παρουσία δικαστικού προσώπου. Για αυτόν τον λόγο και κρίθηκε αναγκαία η μεταβατική διάταξη, ώστε να μην αφήνεται πεδίο δυσλειτουργίας.

27. Συμπλήρωση του άρθρου 274 για την έρευνα των μέσων υπεράσπισης

Αιτιολογικές σκέψεις: Με την εν λόγω ρύθμιση καθίσταται σαφές ότι κατά την δικαστική αντιμετώπιση των αποδεικτικών αιτημάτων του άρθρου 102 δεν απαιτείται η υποβολή αιτιολογημένης πρότασης του εισαγγελέα, αλλά η διατύπωση της γνώμης του. Η επιλογή αυτή είναι εύλογη, αφού η τυχόν αξίωση υποβολής αιτιολογημένης πρότασης του εισαγγελέα θα μπορούσε να καθυστερήσει τη διαδικασία ολοκλήρωσης της ανάκρισης, καθόσον θα επέτρεπε επί απόρριψης σχετικού αιτήματος υποβαλλόμενου πριν την περάτωσή της την προσφυγή στο συμβούλιο και συνακόλουθα την επιβράδυνση της έναρξης της ενδιάμεσης διαδικασίας. Το πρόβλημα αυτό θα είχε μάλιστα πολλαπλασιαστική ένταση στην περίπτωση πολυπρόσωπων υποθέσεων, όπου με την υποβολή διαδοχικών αιτημάτων η περάτωση της ανάκρισης θα μπορούσε να καταστεί απρόβλεπτο μέγεθος.

28. Συμπλήρωση των άρθρων 288, 291, 294 και 382 για τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση

Αιτιολογικές σκέψεις: Οι προσθήκες αυτές είναι αναγκαίες, καθόσον στο πλαίσιο του νέου ΚΠΔ ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση αντιμετωπίζεται ως ένα μέτρο δικονομικού καταναγκασμού διακριτό από την προσωρινή κράτηση και τους περιοριστικούς όρους, κείμενο ανάμεσα στα παραπάνω μέτρα. Επομένως, πρέπει να γίνεται ρητή μνεία για τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση και δεν αρκούν οι ρυθμίσεις που αφορούν τους περιοριστικούς όρους.

29. Τροποποίηση άρθρων 301, 302 για ποινική συνδιαλλαγή

Αιτιολογικές σκέψεις: Η αντικατάσταση της φράσης «….στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη    » με τη φράση «    στους διαδίκους για τη σύνταξη.» στην παράγραφο 3 του άρθρου 301 ΚΠΔ έγινε για λόγους νομοτεχνικής συνέπειας, διότι φορείς των εννόμων συμφερόντων που αποτελούν αντικείμενο του πρακτικού ποινικής συνδιαλλαγής είναι οι διάδικοι, δηλαδή ο κατηγορούμενος και ο παθών από το ποινικό αδίκημα. Περαιτέρω, η διάταξη της ίδιας παραγράφου συμπληρώθηκε με την πρόβλεψη δυνατότητας παράτασης της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών, που τάσσει ο εισαγγελέας στους διαδίκους για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, μέχρι δεκαπέντε ημέρες ακόμα, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η επιτυχής περάτωση της διαδικασίας της ποινικής συνδιαλλαγής και να μην εγκλωβίζεται αυτή σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια.
Για λόγους ορθής εφαρμογής του θεσμού οφείλει να διασαφηνιστεί ότι το πρακτικό ποινικής συνδιαλλαγής των διαδίκων αφορά μόνο την υλική ζημία του παθόντα, που περιλαμβάνεται στη ποινική κατηγορία και, ως εκ τούτου, όπως και στη περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, ο παθών – και ασφαλώς και το Δημόσιο ως ζημιωθέν – έχει δικαίωμα να διατυπώνει επιφύλαξη στο πρακτικό αυτό για τη νόμιμη απαίτηση αποζημίωσης για κάθε τυχόν περαιτέρω ζημία του από το αδίκημα, χωρίς η επιφύλαξη αυτή να εμποδίζει τη συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας της ποινικής συνδιαλλαγής.
Η διόρθωση του παροράματος που υπήρξε στον τίτλο του άρθρου 302 εξαλείφει τη διάσταση που παρουσιάστηκε στον μεν τίτλο να αναφέρεται «μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας» στο δε γράμμα του άρθρου 302 «μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας».
Η προσθήκη στην παρ. 3 του άρθρου 302 των περιπτώσεων ποινικής συνδιαλλαγής επί πλημμελημάτων καθίσταται απολύτως αναγκαία, αφού διαφορετικά ο δράστης μιας πλημμεληματικής ψευδούς βεβαίωσης που θα αποκαθιστούσε τη ζημία δεν θα μπορούσε να υπαχθεί σε ποινική συνδιαλλαγή, με αποτέλεσμα η κακουργηματική ψευδής βεβαίωση λόγω συνδιαλλαγής να επέσυρε ποινή ενός έτους, μικρότερη δηλαδή από την πιθανολογούμενη πλημμεληματική ποινή. Εξάλλου, στο πεδίο εφαρμογής της ποινικής συνδιαλλαγής εντάχθηκαν στη διαδικαστική αυτή φάση και τα «κακουργήματα που χωρίς βία ή απειλή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας», καθώς αν η ικανοποίηση του ζημιωθέντα επί κακουργήματος έλαβε χώρα μετά την αμετάκλητη παραπομπή δεν υφίσταται δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 381. Πάντως, όπως διαπιστώνεται, οι θεσμοί της έμπρακτης μετάνοιας και της ποινικής συνδιαλλαγής έχουν μεν ως κοινό παρονομαστή την αποκατάσταση της ζημίας, η οποία όμως επέρχεται με διαφορετική μέθοδο, δηλαδή στην μεν έμπρακτη μετάνοια με μονομερή δήλωση του υπαιτίου ανεξάρτητα από τη βούληση του παθόντος, στη δε ποινική συνδιαλλαγή με τη σύνταξη σχετικού πρακτικού, στο οποίο συμβάλλεται και ο παθών. Αυτό σημαίνει ότι στην ποινική συνδιαλλαγή με βάση την αρχή της διάθεσης είναι δυνατόν η ζημία να μην έχει πράγματι αποκατασταθεί στο σύνολό της, παρά τη σχετική δήλωση των μερών στο πρακτικό συνδιαλλαγής. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο κατηγορούμενος που αποκαθιστά αποδεδεδειγμένα, μονομερώς και πλήρως τη ζημία είναι άξιος επιεικέστερης αντιμετώπισης από εκείνον που συμφωνεί με τον παθόντα να αποκαταστήσει μέρος αυτής, λαμβανομένου υπόψη και του κακουργηματικού χαρακτήρα των πράξεων.
Τέλος, η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 302 για τις ποινές υπακούει στην αξίωση της αρχής της αναλογικότητας.

30. Τροποποίηση άρθρου 303 για την ποινική διαπραγμάτευση

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προσθήκη στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 303 για την ανάλογη εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 302 κρίθηκε αναγκαία για να καλυφθεί η εφαρμογή της ποινικής διαπραγμάτευσης και στην αντίστοιχη διαδικαστική φάση.

31/32/33. Τροποποιήσεις των άρθρων 308, 321 και 323 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Στο σύνολό τους οι τροποποιήσεις αυτές κατατείνουν στην ισόρροπη και λειτουργική προώθηση των διαδικαστικών αναγκών.

34. Προσθήκη στο άρθρο 340 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ενόψει της δίκαιης δίκης αξίωση ενημέρωσης του κατηγορουμένου για τις συνέπειες της ερημοδικίας του και τα αποτελέσματα τυχόν παράλειψης αυτής επιτάσσει τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Με τη ρύθμιση αυτή επιλύεται το ερμηνευτικό ζήτημα της υποχρεωτικής ή μη επανάληψης της ενημέρωσης σε κάθε επόμενο διαδικαστικό στάδιο, όπως π.χ. στη μετ’ αναβολή δικάσιμο ή στην κατ’ έφεση δίκη.

35. Προσθήκες στα άρθρα 410, 414, 415 και 416 για την ποινική διαταγή.

Αιτιολογικές σκέψεις: Στο σύνολό τους οι ως άνω παρεμβάσεις κατατείνουν στη διασαφήνιση πτυχών του νομικού πλαισίου της ποινικής διαταγής, ώστε να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του.

36. Προσθήκη στο άρθρο 432 για την αναστολή της εκδίκασης

Αιτιολογικές σκέψεις: Η αιτιολογική σκέψη που διατυπώθηκε σε σχέση με την όμοια προσθήκη στο άρθρο 340 ισχύει και εν προκειμένω, καθόσον η αξίωση ενημέρωσης του κατηγορουμένου για τις συνέπειες της ερημοδικίας του και τα αποτελέσματα της τυχόν παράλειψης αυτής παραμένει αναλλοίωτη.

37. Συμπλήρωση στο άρθρο 465 για την άπαξ κρίση περί άσκησης ενδίκου μέσου

Αιτιολογικές σκέψεις: Η πρόβλεψη που για πρώτη φορά προστέθηκε στη σχετική διάταξη του άρθρου 465 του νέου ΚΠΔ για την άπαξ κρίση του εισαγγελέα εφετών και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ως προς την αναγκαιότητα ή μη άσκησης ενδίκου μέσου και τη μη δυνατότητα επανάκρισης της ίδιας υπόθεσης από άλλο εισαγγελικό λειτουργό, όφειλε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να επεκταθεί και στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Έτσι, εάν ο τελευταίος αποφάνθηκε αρνητικά επί σχετικής αίτησης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας, δεν θα υφίσταται πλέον δυνατότητα σε άλλον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ανατρέψει την παραπάνω απορριπτική κρίση του.

38. Συμπλήρωση στο άρθρο 471.

Αιτιολογικές σκέψεις: Για την ταυτότητα του νομικού λόγου οφείλει να μην αναστέλλεται η απόλυση του κατηγορουμένου από τις φυλακές, όταν ασκείται ένδικο μέσο εναντίον του σχετικού βουλεύματος, και στις περιπτώσεις που το συμβούλιο πλημμελειοδικών παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, αφού και σ’ αυτές τις περιπτώσεις το βούλευμα έχει απαλλακτικό περιεχόμενο, όπως και όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου.

39. Συμπλήρωση στο άρθρο 476.

Αιτιολογικές σκέψεις: Στο σύνολο των επιμέρους παρεμβάσεων στο άρθρο 476 επιδιώχθηκε η ισόρροπη προώθηση τόσο των συμφερόντων του διαδίκου που άσκησε το ένδικο μέσο όσο και του συμφέροντος εύρυθμης λειτουργίας της γραμματείας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου.

40. Συμπλήρωση του άρθρου 483 για την αναίρεση βουλεύματος

Αιτιολογικές σκέψεις: Η εν λόγω προσθήκη αποσκοπεί στην εξασφάλιση της γνώσης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την άσκηση ή μη έφεσης εκ μέρους του εισαγγελέα εφετών, έτσι ώστε να ασκήσει ο ίδιος παραδεκτά αναίρεση, εφόσον οι δύο προθεσμίες προβλέφθηκε να «τρέχουν» παράλληλα και με το ίδιο ακριβώς απώτατο χρονικό σημείο λήξης. Με τη νέα ρύθμιση προβλέπεται ρητά πλέον ότι η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης εκ μέρους του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης του εισαγγελέα εφετών.

41. Συμπλήρωση των άρθρων 486 και 500 για την έφεση κατά αθωωτικής απόφασης που επιβάλλει μέτρο θεραπείας

Αιτιολογικές σκέψεις: Αμφότερες οι προσθήκες, που είχαν τεθεί στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 8 παρ. 2 Ν. 4509/2017, είχαν διαγραφεί στο Σχέδιο διότι κατά τον ΠΚ (άρθρο 70) προβλέπεται συχνός έλεγχος του μέτρου από το συμβούλιο πλημμελειοδικών, που καθιστά υπερβολική την άσκηση έφεσης κατά των σχετικών βουλευμάτων. Γι’ αυτό και στον νέο ΚΠΔ ενσωματώθηκαν μόνον οι διατάξεις των άρθρων 4, 5, 6 και 8 παρ. 2 Ν. 4509/2017 στα άρθρα 283 παρ. 1 τελ. εδ., 313 εδ. β’, 315 παρ. 6 και 555 παρ. 1 ΚΠΔ. Καθώς, ωστόσο, παραμένει στο άρθρο 70 παρ. 3 ΠΚ η πρόβλεψη για αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου στη διαδικασία «του Εφετείου σε περίπτωση άσκησης έφεσης» η επαναφορά αμφότερων των προσθηκών είναι απαραίτητη για νομοτεχνικούς λόγους εναρμόνισης των δύο κωδίκων.

42. Τροποποιήσεις στο άρθρο 489 για την έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης

Αιτιολογικές σκέψεις: Ήδη από την πρώτη εφαρμογή του του νέου τρόπου υπολογισμού της χρηματικής ποινής διαφάνηκε ότι τα μετά την επιβολή της χρηματικής ποινής ζητήματα αντιμετωπίζονται με αναγωγή όχι στις ημερήσιες μονάδες, αλλά στο γινόμενο ημερήσιων μονάδων και ύψους αυτών. Επιπρόσθετα, ενόψει του ότι σε μεγάλο αριθμό ειδικών ποινικών νόμων εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλεψη για επιβολή χρηματικής ποινής σε απόλυτο αριθμό, κρίθηκε σκόπιμη η αντιμετώπιση των σχετικών με το εκκλητό των αποφάσεων ζητημάτων με βάση το γινόμενο αυτό και όχι με τις ημερήσιες μονάδες.

43. Τροποποιήσεις στα άρθρα 490 και 491 για την έφεση

Αιτιολογικές σκέψεις: Η παρ. 2 του άρθρου 490 ΚΠΔ μεταφέρεται ως παρ. 2 στο άρθρο 491 ΚΠΔ για νομοτεχνικούς λόγους. Άλλωστε, από προφανή παραδρομή και μόνον είχε παραλειφθεί η συνδυαστική αναφορά των άρθρων 489 και 491 που αφορούν τις ασκούμενες από τον εισαγγελέα εφέσεις, καθώς προδήλως σε αμφότερες τις περιπτώσεις υφίσταται ανάγκη για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

44. Τροποποιήσεις στο άρθρο 495 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η συμπλήρωση της διάταξης με τη φράση «ή των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν» έγινε για λόγους πληρότητας, ώστε να παρέχεται και σε αυτές τις περιπτώσεις το δικαίωμα άσκησης έφεσης στον κατηγορούμενο, τον παρασταθέντα για την υποστήριξη της κατηγορίας, καθώς και στον τρίτο.

45. Τροποποιήσεις στο άρθρο 497 για την ανασταλτική δύναμη της έφεσης

Αιτιολογικές σκέψεις: Η πρώτη προσθήκη για τη δυνατότητα υποβολής αίτησης αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της κατατείνει στην εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης του κατηγορουμένου στη Δικαιοσύνη σε εύλογο χρόνο, πρόσβαση που δοκιμάζεται ενόψει του παρατηρούμενου φαινομένου υπερβολικής καθυστέρησης της καθαρογραφής των πρωτόδικων αποφάσεων. Συνάμα, κατατείνει στην αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτουν από την καθυστέρηση εκδίκασης των εφέσεων, όπως της ανάγκης υποβολής της σχετικής αίτησης αναστολής σε περιπτώσεις έκτακτων περιπτώσεων που δεν εξυπηρετούνται αν απαιτηθεί η προηγούμενη καθαρογραφή της απόφασης. Οι ανάγκες αυτές υπερισχύουν, άλλωστε, της ανάγκης επισκόπησης των στοιχείων της πρωτοβάθμιας απόφασης, καθώς η τελευταία μπορεί να καλυφθεί με σχετική επάρκεια από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο (κλητήριο θέσπισμα ή κλήση) που θα συνοδεύει το απόσπασμα και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και από την επισκόπηση των πρόχειρων πρακτικών της υπόθεσης.
Η δεύτερη προσθήκη έχει διορθωτικό χαρακτήρα, καθόσον μετά την αναδιατύπωση των άρθρων 284 και 285 ΚΠΔ, όπου ρυθμίζονται τα σχετικά με τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, η ορθή παραπομπή από τη διάταξη του άρθρου 497 παρ. 7 είναι στα άρθρα 284 και 285 ΚΠΔ (και όχι «στο άρθρο 284 με την εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 285», που περιείχε η προηγούμενη πρόβλεψη του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ). Άλλωστε, το περιεχόμενο εκείνης της εξαίρεσης είναι πλέον το περιεχόμενο της παρ. 1 του άρθρου 285 ΚΠΔ, όπου τίθενται τα χρονικά όρια ισχύος του συγκεκριμένου μέτρου και τα περί εξακολούθησης ή παράτασής του, τα οποία δεν βρίσκουν έδαφος εφαρμογής όταν ο κατ’ οίκον περιορισμός επιβάλλεται ως όρος για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτοβάθμιας απόφασης.

46. Τροποποίηση του άρθρου 498 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η διαγραφή του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 498 που οδηγούσε άνευ ετέρου στην άμεση εκτέλεση της απόφασης σε περίπτωση παράλειψης διορισμού αντικλήτου ή μη δήλωσης της κατοικίας κρίθηκε σκόπιμη, καθόσον θεωρήθηκε ως δυσανάλογη.

47. Προσθήκη εδαφίου στο άρθρο 500 ΚΠΔ για την προπαρασκευαστική διαδικασία

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ενόψει της δίκαιης δίκης αξίωση ενημέρωσης του κατηγορουμένου για τις συνέπειες της ερημοδικίας του και τα αποτελέσματα τυχόν παράλειψης αυτής επιτάσσει τη συγκεκριμένη ρύθμιση, με την οποία εξασφαλίζεται συνάμα η μη επανάληψη της ενημέρωσης σε κάθε επόμενο διαδικαστικό στάδιο, όπως π.χ. στη μετ’ αναβολή δικάσιμο.

48. Τροποποίηση του άρθρου 502

Αιτιολογικές σκέψεις: Η τροποποίηση είναι αναγκαία για να εναρμονιστεί η συγκεκριμένη ρύθμιση με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 121 και 126 παρ. 2 ΚΠΔ.

49. Προσθήκη εδαφίου στο άρθρο 512 ΚΠΔ για τη διαδικασία

Αιτιολογικές σκέψεις: Ισχύουν όσα αναφέρονται και για το άρθρο 500.

50. Τροποποίηση του άρθρου 513 ΚΠΔ

Η αντικατάσταση της λέξης «πρόταση» από τη λέξη «σημείωμα» έγινε για λόγους ακριβέστερου προσδιορισμού της υποχρέωσης του εισαγγελέα, αφού το σημείωμα είναι εξ ορισμού γραπτό. Πάντως, η ρητή αναφορά στην υποχρέωση κατάθεσης του σημειώματος στον γραμματέα της έδρας μέχρι την έναρξη της συζήτησης δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ερμηνείες που θα δικαιολογούσαν την κατάθεση μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδίκασης των υποθέσεων.

51. Προσθήκη στο άρθρο 553 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προσθήκη αυτή είναι αναγκαία για να εξακολουθούν να εκτελούνται με παραγγελία σύλληψης και προσωπικής κράτησης (κατ’ ανώτατο όριο τις 365 ημέρες, ως ίσχυε και εννοείται για ποσά που υπερβαίνουν τις 3.000 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 Ν. 3904/2010 και την Εγκύκλιο ΕισΑΠ 13/2011) μέχρι τη βεβαίωσή τους χρηματικές ποινές που δεν υπολογίζονται σε ημερήσιες μονάδες.

52. Προσθήκη στο άρθρο 590 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η εν λόγω προσθήκη στις μεταβατικές διατάξεις κρίθηκε αναγκαία για εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη πρόσβαση στο δικαστήριο των εγκαλούντων σε περιπτώσεις που υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο θα θεωρούνταν δικονομικά ορθές. Η επέμβαση αυτή αντανακλά εύλογα και τη σταθμιστική νομοθετική επιλογή μη διατήρησης της καταβολής παραβόλου ως συστατικού στοιχείου του παραδεκτού της έγκλησης.

Άρθρο 8

Διόρθωση παροραμάτων και παραδρομών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με τον ν. 4620/2019.

Άρθρο 9

ΙΙ. ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Τροποποίηση του άρθρου 214 Ν. 2287/1995

Αιτιολογικές σκέψεις: Με τη ρύθμιση αυτή καλύπτεται το κενό σε σχέση με την αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων επί υποθέσεων εκτέλεσης περισσότερων αποφάσεων αλλά και επί υποθέσεων ποινικής συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης. Συνάμα εξασφαλίζεται η αποτροπή αρρυθμιών κατά την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τις ειδικότερες αρμοδιότητες των στρατιωτικών δικαστηρίων.

2. Τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 42 του Ν. 4557/2018.

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ανάγκη εναρμόνισης των ρυθμίσεων των διατάξεων αφενός του άρθρου 34 παρ. 2 ΚΠΔ και αφετέρου του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 επιβάλλεται τόσο για λόγους νομοθετικής συνέπειας (αφού δεν νοείται διαφορετική νομική αντιμετώπιση απολύτως όμοιων μέτρων) όσο όμως και για λόγους σύμπλευσης με την ευρωπαϊκή δικαιοταξία. Διότι πέραν των ζητημάτων συνταγματικότητας και δικαιοκρατικότητας που θέτει η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων για αόριστο χρονικό διάστημα (βλ. ad hoc ΣτΕ σχετικά με ν. 3316/2014, 1260/2015 καθώς και ΟΟΣΑ, 2018, Αξιολόγηση του Νομικού και Κανονιστικού Πλαισίου για την Ανάκτηση Περιουσιακών Στοιχείων στην Ελλάδα) η ανυπαρξία σαφών και ανάλογων χρονικών ορίων δέσμευσης στη ρύθμιση του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 που αφορά την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες διαφοροποιεί αναίτια σε δικαιοκρατικό επίπεδο τη Χώρα μας από την αντίστοιχη νομοθεσία των λοιπών Χωρών της ΕΕ και την ίδια την ευρωπαϊκή δικαιοταξία που αξιώνει «η έκδοση της διάταξης περί δέσμευσης να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, να επικυρώνεται από δικαστήριο ή δικαστή και να έχει περιορισμένη χρονική της διάρκεια» (βλ. http://knjiznica.sabor.hr/pdf/E_publikacije/Comparative_law_study_of_    the_implementation _of_mutual_recognition.pdf).
Εξάλλου, η διατήρηση της αόριστης δέσμευσης για τις διατάξεις που εκδίδει ο Πρόεδρος της Αρχής, ενόψει του χρονικού περιορισμού που θέτει η διάταξη του άρθρου 34 ΚΠΔ για τις δεσμεύσεις των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος, εμφανίζεται ως προδήλως προβληματική και για αμιγώς δικονομικούς λόγους, δεδομένου ότι η μεν διάταξη του Προέδρου της Αρχής εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 5 Ν. 4557/2018 με μόνη την προϋπόθεση ότι διεξάγεται έρευνα, δηλαδή σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο της υπόθεσης και χωρίς γνώση οποιουδήποτε στοιχείου της δικογραφίας, ενώ η δέσμευση εκ μέρους των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος εκδίδεται κατά κανόνα ύστερα από σχετική έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας με τη μορφή αιτιολογημένης εισαγγελικής Διάταξης.
Τούτων δοθέντων, η εναρμόνιση της ρύθμισης του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 με τη ρύθμιση του άρθρου 34 παρ. 2 ΚΠΔ σε σχέση με το τεθειμένο ανώτατο χρονικό όριο δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων εμφανίζεται ως επιτακτική και εντάσσεται στις ελάχιστες εγγυήσεις που αξιώνει κάθε κράτος δικαίου κατά τη διαχείριση των επαχθών δικονομικών μέτρων. Το ανώτατο όριο των δεκαοκτώ μηνών συμβαδίζει, άλλωστε, με το συνταγματικά ορισμένο ανώτατο όριο διάρκειας της προσωρινής κράτησης, διαμορφώνοντας ένα κοινό δικονομικό χρονικό πλαίσιο ανεκτής από άποψη τεκμηρίου αθωότητας επιβάρυνσης, η τυχόν διαστολή του οποίου θα το καθιστούσε εκ προοιμίου ουσιαστικά άδικο ως προδήλως δυσανάλογο.

3. Τροποποίηση των άρθρων 97, 98 και 100 Ν. 4622/2019.

Αιτιολογικές σκέψεις: Ενόψει της επαναφοράς σε ισχύ των άρθρων 35 και 36 ΚΠΔ επιβάλλεται η μερική τροποποίηση των άρθρων 97, 98 και 100 του Ν. 4622/2019, ώστε να εναρμονιστούν με τις ρυθμίσεις του νέου ΚΠΔ. Ειδικότερα:
Α) Η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 97 του Ν. 4622/2019 είναι απαραίτητη καθώς το πεδίο εφαρμογής της προανάκρισης έχει περιοριστεί δεσμευτικά στον ΚΠΔ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να ενταχθεί αυτή της παρ. 1 του άρθρου 97 Ν. 4622/2019. Άλλωστε, στην πρακτική αρκεί πλήρως η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης που έχει διευρυνθεί και παρέχει περισσότερες ανακριτικές δυνατότητες.
Β) Η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 97 Ν. 4622/2019 κατατείνει στην αποτροπή περιπτώσεων παράλληλης αρμοδιότητας μεταξύ του εποπτεύοντος Εισαγγελέα Εφετών και των ειδικών Εισαγγελέων των άρθρων 33 έως 36 ΚΠΔ που οδηγούν σε καθυστέρηση αλλά και σε υπονόμευση του κύρους του κρατικού μηχανισμού.
Γ) Η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 97 Ν. 4622/2019 που καθορίζει στενά όρια στη διάρκεια της προανάκρισης και ανάκρισης στα συγκεκριμένα εγκλήματα βαρύνεται με τη μομφή ότι εισάγει την εικόνα μιας παραδικονομίας. Άλλωστε, αυτό που θέλει πράγματι ο νομοθέτης είναι να δείξει την ανάγκη γρήγορης διεκπεραίωσης των υποθέσεων αυτών και τούτο μπορεί να επιτευχθεί με την προτροπή στο στοιχείο α της παρ. 4 ότι τα εγκλήματα αυτά «ανακρίνονται και εκδικάζονται κατά προτίμηση», αλλά κυρίως με την εφαρμογή της παρ. 5 που προβλέπει τη διεξαγωγή της ανάκρισης από ανακριτές στους οποίους ανατίθεται αποκλειστικά η ανάκριση αυτών των εγκλημάτων.
Δ) Η τροποποίηση της παρ. 4 του άρθρου 97 Ν. 4622/2019 είναι απολύτως αναγκαία, διότι η επανασύσταση της αρμοδιότητας του Συμβουλίου Εφετών σε αυτά τα εγκλήματα, όπως και η διεύρυνση των περιπτώσεων απευθείας κλήσης, διασπά τη λειτουργική κατανομή του νέου ΚΠΔ, χωρίς απαραίτητα να προσφέρει ουσιαστικά κάτι περισσότερο. Στο προηγούμενο καθεστώς η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών είχε συνδεθεί κυρίως με την παραπομπή στα εγκλήματα κατά της διαφθοράς και στα εγκλήματα κατά καταχραστών του Δημοσίου (Ν. 1608/1950) που έχει καταργηθεί. Τέτοιος λόγος ανακατανομής δεν συντρέχει στις σημερινές καταστάσεις υπό την ισχύ του νέου κώδικα και επομένως πρέπει να αφεθεί να λειτουργήσει το μοντέλο του νέου κώδικα, στις διατάξεις του οποίου να παραπέμπει ο Ν. 4622/2019.
Ε) Η τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 97 Ν. 4622/2019 είναι προδήλως αναγκαία για να εναρμονισθεί το γράμμα της με την ορολογία του νέου ΚΠΔ και τις ρυθμίσεις του για την υποστήριξη της κατηγορίας, αντί για παράσταση πολιτικής αγωγής.
ΣΤ) Η προσθήκη στην παρ. 1 του άρθρο 98 Ν. 4622/2019 είναι αναγκαία, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος επικαλύψεων ως προς τις αρμοδιότητες που δημιουργούν περιττές καθυστερήσεις και τορπιλίζουν την αξιοπιστία του κρατικού μηχανισμού.
Ζ) Η προσθήκη άρθρο 100 Ν. 4622/2019 είναι αναγκαία, καθόσον πολλές από τις δικονομικές αυτές ενέργειες διέπονται από ειδικές προϋποθέσεις του ΚΠΔ, όπως αυτή του άρθρου 265 για την κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων (Οδηγία 2016/680/ΕΕ, Σύμβαση Βουδαπέστης – .ν. 4411/2016), με συνέπεια η μη τήρησή τους να επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, πλήττοντας την αποτελεσματικότητα της σχετικής δράσης και θέτοντας το σχετικό υλικό σε αμφισβήτηση.

Η) Και αυτή η τροποποίηση του άρθρου 100 Ν. 4622/2019 είναι απαραίτητη, ώστε να μην αποκλείεται η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων στο νόμο αυτό για τα αδικήματα που ούτως ή άλλως εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ΚΠΔ.
Θ) Τέλος, η προσθήκη στο άρθρο 100 Ν. 4622/2019 επιβάλλεται, καθόσον δεν νομιμοποιείται οποιαδήποτε διαφοροποίηση στις περιπτώσεις αυτές από τις ανάλογες περιπτώσεις αντιμετώπισης των εμπειρογνωμόνων και των εν γένει ειδικών επιστημόνων που συνεπικουρούν το έργο του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς.

Άρθρο 10
Ειδική διάταξη

Μετά την κατάργηση των πταισμάτων με την διάταξη του άρθρου 468 παρ.1 ΠΚ, επιβάλλεται για την άμεση και αδιάκοπη προστασία του ευαίσθητου ζητήματος της κοινής ησυχίας, η αναγωγή τους σε ελαφρά πλημμελήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η βεβαίωση αυτών των ποινικών παραβάσεων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Άρθρο 1
Διορθωτικές τροποποιήσεις στα άρθρα 57, 80, 94, 99, 104A και 110Α του Ποινικού Κώδικα

1. Η διάταξη του άρθρου 57 παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη: α) από ενενήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή ή διαζευκτικά με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, β) από εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας και γ) από τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας».

2. H διάταξη του άρθρου 80 παράγραφος 5 εδάφιο δεύτερο αντικαθίσταται ως εξής:
«Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά».

3. Στη διάταξη του άρθρου 94 προστίθεται η εξής νέα παράγραφος 4:
«4. Ποινές στερητικές της ελευθερίας ανώτερες του ενός έτους που επιβάλλονται για κακούργημα ή πλημμέλημα με δόλο το οποίο τέλεσε κρατούμενος κατά τη διάρκεια της αδείας του εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος».

4. H διάταξη του άρθρου 99 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή, εάν ο καταδικασθείς είναι παρών, άλλως από την επίδοση της απόφασης».

5. Στη διάταξη του άρθρου 104Α παράγραφος 1 το εδάφιο β’ αντικαθίσταται ως εξής:
«Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας».

6. Στη διάταξη του άρθρου 104Α παράγραφος 1 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής :
«Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών».

7. Η διάταξη του άρθρου 110Α παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει είκοσι δύο έτη, ακόμη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό».

8. H διάταξη του άρθρου 110Α παράγραφος 4 εδάφιο τελευταίο αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα δεκατέσσερα έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι έτη».

Άρθρο 2
Διορθωτικές τροποποιήσεις στο άρθρο 137Α του Ποινικού Κώδικα

Η διάταξη του άρθρου 137Α αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Υπάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη, η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του με σκοπό: α) να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας, β) να το τιμωρήσει ή γ) να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός, που με εντολή των προϊσταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί τις πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρούνται τα βασανιστήρια τα οποία τελούνται από τα πρόσωπα και υπό τις περιστάσεις που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος ακόμη και χωρίς τον αναφερόμενο σε αυτή σκοπό, εφόσον η επιλογή του παθόντος γίνεται λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 82 Α.
3. Επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων: α) τελούνται με μέσα ή τρόπους συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα του θύματος (φάλαγγα), ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες ή β) έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος. Η ποινή αυτή επιβάλλεται και όταν ο υπαίτιος, ως προϊστάμενος, έδωσε την εντολή τέλεσής τους.
4. Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα και υπό τις περιστάσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια των βασανιστηρίων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη αν συντρέχει η περίπτωση β’ της προηγούμενης παραγράφου. Ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως: α) η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας, β) η παρατεταμένη απομόνωση, γ) η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
5. Αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων επέφεραν τον θάνατο του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
6. Βασανιστήρια συνιστούν, κατά το άρθρο αυτό, κάθε εσκεμμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του παθόντος. Δεν υπάγονται στην έννοια των βασανιστηρίων πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού.
7. Η καταδίκη για τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 5 συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση αξιωμάτων και θέσεων, που επέρχεται μόλις η καταδικαστική απόφαση γίνεται αμετάκλητη.
8. Σε περίπτωση που οι πράξεις των παραγράφων 1 έως 5 τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.
9. Η συνδρομή των όρων των άρθρων 20 έως 25 ουδέποτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων αυτού του άρθρου.
10. Ο παθών των πράξεων του άρθρου αυτού δικαιούται να απαιτήσει από τον αμετακλήτως καταδικασθέντα και από το δημόσιο, που ευθύνονται σε ολόκληρο, αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή περιουσιακή βλάβη.».

Άρθρο 3
Διορθωτικές τροποποιήσεις στα άρθρα 142, 142Α, 159,159Α, 169Α, 173, 187,187Α, 187Β, 213, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα

1. Η διάταξη του άρθρου 142 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε από αμέλεια επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας και, αν εξαιτίας αυτής επήλθαν αντίποινα, φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».

2. Στη διάταξη του άρθρου 142Α στον τίτλο η συντομογραφία «Ε.Ε.» και στο κείμενό της η συντομογραφία «ΕΕ» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Ευρωπαϊκής Ένωσης».

3. Η διάταξη του άρθρου 159 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες τιμωρείται ο Πρωθυπουργός, τα μέλη της Κυβέρνησης, οι Υφυπουργοί, οι βουλευτές, οι περιφερειάρχες, οι δήμαρχοι ή τα μέλη των κατά το άρθρο 157 παρ. 2 συμβουλίων ή των επιτροπών τους, οι οποίοι ζητούν ή λαμβάνουν άμεσα ή μέσω τρίτου, για τους εαυτούς τους ή άλλους, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή απαιτούν τέτοια ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή τους, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά.

4. Η διάταξη του άρθρου 159Α παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος υπόσχεται ή παρέχει στον Πρωθυπουργό ή μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργό, βουλευτή, τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο, άμεσα ή μέσω άλλου, οποιαδήποτε ωφελήματα που δεν δικαιούται για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες».

5. H διάταξη του άρθρου 159Α παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης των προηγουμένων παραγράφων».

6. Στη διάταξη του άρθρου 169Α προστίθεται νέα παράγραφος 2 και η παράγραφος 2 αναριθμείται σε 3.
Η νέα παράγραφος 2 έχει ως εξής:
«2. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο κατηγορούμενος, ο οποίος παραβιάζει τους περιοριστικούς όρους σχετικά με την ελευθερία κίνησης και διαμονής που του έχουν επιβληθεί με δικαστική απόφαση ή με βούλευμα, μετά τη συμπλήρωση του εκάστοτε ανώτατου ορίου της διάρκειας της προσωρινής κράτησης».

7. Η διάταξη του άρθρου 173 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ο δράστης είναι υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη του πιο πάνω προσώπου ή άλλο πρόσωπο επιφορτισμένο με την υποχρέωση αυτή επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών».

8. Στη διάταξη του άρθρου 187 προστίθεται νέα παράγραφος 4 και η επόμενη αναριθμείται από 4 σε 5. Η νέα παράγραφος 4 έχει ως εξής: «4. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με οποιοδήποτε τρόπο παρέχει σε άλλον κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή οδηγίες, πληροφορίες ή κατευθύνσεις, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνει ή υποβοηθά την τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης της παραγράφου 1».

9. H διάταξη του άρθρου 187 παράγραφος 4, η οποία αναριθμείται σε 5, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή ή κατά του Ελληνικού κράτους, ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν».

10. H διάταξη του άρθρου 187Α παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος τελεί κακούργημα ή οποιοδήποτε έγκλημα γενικής διακινδύνευσης ή έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης υπό συνθήκες ή με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το τελούμενο έγκλημα αυξημένη ως εξής: α) Αν πρόκειται για ποινή ισόβιας κάθειρξης, προβλεπόμενης διαζευκτικά με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δώδεκα ετών. β) Αν πρόκειται για ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δώδεκα ετών. γ) Αν πρόκειται για ποινή κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον επτά ετών. δ) Αν πρόκειται για ποινή φυλάκισης, το κατώτατο όριο επαυξάνεται κατά ένα έτος».

11. H διάταξη του άρθρου 187Α παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως
«5. Με τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, εκπαιδεύει άλλον στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών, πυροβόλων ή άλλων όπλων, επιβλαβών ή επικίνδυνων ουσιών ή άλλων ειδικών μεθόδων ή τεχνικών, με σκοπό την τέλεση ή τη συμβολή στην τέλεση ενός από τα εγκλήματα της παραγράφου 1 και με επίγνωση του γεγονότος ότι η παρασχεθείσα τεχνογνωσία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτόν. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος με τον ίδιο σκοπό λαμβάνει την εκπαίδευση, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».

12. H διάταξη του άρθρου 187Α παράγραφος 6 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξή της και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση».

13. Στη διάταξη του άρθρου 187Α προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και όποιος με σκοπό να τελέσει ή να συμβάλει στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, να συμμετάσχει στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, με επίγνωση του γεγονότος ότι η εν λόγω συμμετοχή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες αυτής της ομάδας ή με σκοπό να προσφέρει ή να παρακολουθήσει εκπαίδευση για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, πραγματοποιεί ταξίδι το οποίο διευκολύνει την πραγμάτωση του σκοπού του».

14. H διάταξη του άρθρου 187Β παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο αντικαθίσταται ως εξής:
«Το ίδιο ισχύει όταν ο μεμονωμένος τρομοκράτης τελεί ή σκοπεί να τελέσει μόνο πλημμελήματα».

15. Στη διάταξη του άρθρου 187Β προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Κατά την επιμέτρηση της ποινής των εγκλημάτων της παραγράφου 1 λαμβάνονται υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών μερών της Σύμβασης της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

16. Οι διατάξεις του άρθρου 213 παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Αν όμως ο κύριος των νομισμάτων ή του υλικού από το οποίο κατασκευάστηκαν είναι αποδεδειγμένα αμέτοχος στην παραχάραξη, τα νομίσματα αχρηστεύονται ως νομίσματα και αποδίδονται ύστερα από αυτό στον κύριο».
«3. Τα νομίσματα που κατάσχονται ως ύποπτα προϊόντα παραχάραξης, αποστέλλονται στο αντίστοιχο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης ή Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων Ευρώ για ανάλυση, ανίχνευση και εντοπισμό περαιτέρω προϊόντων παραχάραξης, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά την ποινική διαδικασία».

17. H διάταξη του άρθρου 235 παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως
«4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος, δεν απέτρεψαν από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχο τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων».

18. Στην διάταξη του άρθρου 236 οι παράγραφοι 2, 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή».
«3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης πράξης των προηγούμενων παραγράφων».
Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 αντικαθίσταται ως εξής: «Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε και για τη δίωξη του πλημμελήματος της παραγράφου 1 δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 έγκληση ή αίτηση».

19. H διάταξη του άρθρου 237 παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης της προηγούμενης παραγράφου».

Άρθρο 4
Διορθωτικές τροποποιήσεις στα άρθρα 272, 290, 290Α και 291 του Ποινικού Κώδικα

1. Στη διάταξη του άρθρου 272 η παράγραφος 2 αναριθμείται σε 3 και προστίθεται νέα παράγραφος 2 που έχει ως εξής:
«2. Η πράξη της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη αν ο υπαίτιος την τελεί ενώ διαπράττει διατάραξη κοινής ειρήνης (άρθρο 189 παρ. 1-3)».

2. H διάταξη του άρθρου 290 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους: α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχημάτων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, ή δ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις, τιμωρείται: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη άλλου ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη».

3. H διάταξη του άρθρου 290Α παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη».

4. H διάταξη του άρθρου 291 παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών
α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων,
β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων,
γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, ή
δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων,
ε) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις
τιμωρείται: αα) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη».

Άρθρο 5
Διορθωτικές τροποποιήσεις στα άρθρα 374 και 405 του Ποινικού Κώδικα

1. H διάταξη του άρθρου 374 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή αν: α) ο υπαίτιος αφαιρεί από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία, πράγμα αφιερωμένο σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, β) ο υπαίτιος αφαιρεί πράγμα επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο, γ) η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ή δ) τελέστηκε με διάρρηξη από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών με διάρρηξη».

2. H διάταξη του άρθρου 405 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 386 παρ. 1, 386Α παρ. 1 και 2, 387, 389, 390 παρ. 1, 394, 397 και 404 απαιτείται έγκληση».

Άρθρο 6
Διορθωτικές τροποποιήσεις στα άρθρα 464 και 465 του Ποινικού Κώδικα

1. Στη διάταξη του άρθρου 464 προστίθεται εδάφιο δεύτερο ως εξής:
«Το ίδιο ισχύει σε εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες για απιστία κατ’ άρθρο 390 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο. Η προθεσμία των τεσσάρων μηνών αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου».

2. Στη διάταξη του άρθρου 465 προστίθεται εδάφιο δεύτερο ως
«Σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του άρθρου 80 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του προϊσχύσαντος ΠΚ ή ειδικών ποινικών νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν, αυτές εκτίονται αθροιστικά».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 7
Διορθωτικές τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με τον ν. 4620/2019.

1.α) Η παρ. 1 του άρθρου 4 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες.».
β) Η παρ. 3 του άρθρου 4 ΚΠΔ καταργείται.

2. Η περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 14 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) ο δικαστής και ο εισαγγελέας που έχουν συμπράξει στην έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή στην παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα.».

3. Το άρθρο 29 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 29. – Δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης για την αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης.
Στα πολιτικά εγκλήματα, καθώς και στα εγκλήματα μεταξύ ευρύτερου Ελληνικού και αλλοδαπού Δημοσίου από τα οποία μπορούν να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις του κράτους, με την εξαίρεση της δωροδοκίας και της δωροληψίας κάθε είδους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα με προηγούμενη σύμφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αναβάλει την έναρξη της ποινικής δίωξης ή να αναστείλει την ποινική δίωξη επ’ αόριστον.».

4.α) Στο τέλος του εδαφίου α’ της παρ. 3 του άρθρου 33 ΚΠΔ μετά από τις λέξεις «βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία» προστίθενται οι λέξεις «εξαιρουμένων των περιπτώσεων του άρθρου 35 παρ. 3».
β) Στην παρ. 1 του άρθρου 35 ΚΠΔ μετά το β’ εδάφιο προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Με τον ίδιο τρόπο σε καθεμιά από τις ανωτέρω εισαγγελίες ορίζεται και ένας νεότερος στην επετηρίδα αντεισαγγελέας εφετών, ως νόμιμος αναπληρωτής του.».
γ) Η παρ. 3 του άρθρου 35 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν υπουργοί ή υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.».

5.α) Στο εδάφιο β’ της παρ. 2 του άρθρου 43 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών» προστίθενται οι λέξεις «διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού».
β) Στο τέλος εδαφίου β’ της παρ. 3 του άρθρου 43 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις» προστίθενται οι λέξεις «προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης».
γ) Το εδάφιο β’ της παρ. 4 του άρθρου 43 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Ο τελευταίος, αν δεν συμφωνεί, έχει δικαίωμα να παραγγείλει είτε τη συμπλήρωση προκαταρκτικής εξέτασης είτε την άσκηση ποινικής δίωξης, εκθέτοντας στην παραγγελία του συνοπτικά τους λόγους που την δικαιολογούν, προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης.».
δ) Στο β’ εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 43 ΚΠΔ οι λέξεις «διατάσσει τη» αντικαθίστανται με τις λέξεις «διατάσσεται η».

6.α) Στην παρ. 2 του άρθρου 48 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «375 παρ. 1» τίθεται κόμμα (,) και προστίθενται οι λέξεις «386 παρ. 1 εδάφιο α’, 386Α παρ. 1, 386Β παρ. 1 περ. α’».
β) Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 48 ΚΠΔ καταργείται.
γ) Στην παρ. 1 του άρθρου 49 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «375 παρ. 2 και 3» τίθεται κόμμα (,) και προστίθενται οι λέξεις «386 παρ. 1 εδάφιο β’ και παρ. 2, 386Α παρ. 1 εδάφιο β’ και παρ. 3, 386Β παρ. 1 περ. β’».
δ) Στην παρ. 1 του άρθρου 50 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «405 παρ. 2 ΠΚ» και πριν το κόμμα προστίθενται οι λέξεις «καθώς και στα προβλεπόμενα στο ν. 2803/2000».

7.α) Η παρ. 1 του άρθρου 51 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4.».
β) Η παρ. 3 του άρθρου 51 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξή του που επιδίδεται στον εγκαλούντα.».
γ) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 52 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
«Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.».

8. Στο άρθρο 57 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 4 που έχει ως εξής:
«4. Ο εισαγγελέας μπορεί επίσης να απόσχει από τη δίωξη συγκεκριμένου προσώπου, εάν ύστερα από τη διενέργεια ευρωπαϊκής δικαστικής συνδρομής προκύψει ότι έχει ήδη ασκηθεί δίωξη σε βάρος του για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

9.α) Το άρθρο 64 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 64. – Νομιμοποίηση κληρονόμων.
Αν αποβιώσει ο κατά το προηγούμενο άρθρο δικαιούμενος, οι κληρονόμοι του συνεχίζουν τη δηλωθείσα πριν τον θάνατό του παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση οιονεί καθολικής διαδοχής νομικού προσώπου.».
β) Στο τέλος του άρθρου 65 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο β’ που έχει ως εξής:
«Η δήλωση παράστασης στο ακροατήριο θεωρείται ως συνέχεια της δήλωσης που έγινε στην προδικασία.».
γ) Η παρ. 2 του άρθρου 83 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στο ακροατήριο η σχετική δήλωση που γίνεται από συνήγορο που έχει διοριστεί σύμφωνα με τον κώδικα από τον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας καταχωρίζεται στα πρακτικά.».
δ) Στην παρ. 2 του άρθρου 86 ΚΠΔ οι λέξεις «της ανάκρισης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «της ανακριτικής διαδικασίας».

10. Στο τέλος του εδαφίου α’ της παρ. 3 του άρθρου 99 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «για κακούργημα» και πριν την τελεία προστίθεται η φράση «, εκτός αν ο τελευταίος δηλώσει ρητά και ανέκκλητα ότι παραιτείται από το δικαίωμά του αυτό».

11. Το άρθρο 110 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 110. – Μονομελές εφετείο.
Στη δικαιοδοσία του μονομελούς εφετείου ανήκουν:
α) Η εκδίκαση των κακουργημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 301 και 303, εφόσον για αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης.
β) Η εκδίκαση των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων της διακεκριμένης κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ), της ληστείας (άρθρο 380 ΠΚ), της παράτυπης μετανάστευσης (ν. 4251/2014) και του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά (ν. 4139/2013), εκτός αν στο νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
γ) Η εκδίκαση των υποθέσεων συγχώνευσης των ποινών με τον καθορισμό συνολικής ποινής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 551.».

12.α) Στην παρ. 2 του άρθρου 111 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «άρθρα 159, 235» τίθεται κόμμα (,) και προστίθεται ο αριθμός «236».
β) Η παρ. 7 του άρθρου 111 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «7. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς πλημμελειοδικείου.».

13.α) Το εδάφιο β’ της παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε αυτή την περίπτωση έχει δυνητικά τις εξουσίες του άρθρου 315.».
β) Το εδάφιο γ’ της παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ καταργείται.
γ) Το εδάφιο γ’ της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ καταργείται.

14. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 124 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον Νομό Αττικής και σχετίζονται με ναυτικές διαφορές αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά.».

15. Στο εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 126 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης» προστίθενται οι λέξεις «ή της προανάκρισης».

16. Το εδάφιο γ’ του άρθρου 127 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή οι περιοριστικοί όροι που έχουν επιβληθεί διατηρούνται μέχρι να αποφανθεί το αρμόδιο δικαστικό όργανο.».

17.α) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 132 ΚΠΔ, αμέσως μετά τη λέξη «εισαγγελέα» απαλείφονται οι λέξεις «ή του επιτρόπου».
β) Η παρ. 2 του άρθρου 132 ΚΠΔ καταργείται.
γ) Η παρ. 3 του άρθρου 132 ΚΠΔ αναριθμείται σε παρ. 2.

18.α) Το εδάφιο γ’ της παρ. 1 του άρθρου 138 ΚΠΔ καταργείται.
β) Στο άρθρο 138 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Αντίγραφο της πρότασης επί παρεμπιπτόντων ζητημάτων μπορούν να λάβουν οι διάδικοι μετά από αίτησή τους, αφού ειδοποιηθούν έστω και τηλεφωνικά, μόνον όταν αυτή αφορά τα δικονομικά μέτρα του άρθρου 282 ή διαφωνία κατ’ άρθρο 307 ή αίτημα διαδίκου, οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον ανακριτή ή στο συμβούλιο, μετά παρέλευση 24 ωρών.».

19. Η παρ. 4 του άρθρου 142 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι αποφάσεις που αναβάλλουν τη δίκη κατά τα άρθρα 59, 61, 349 ή 352, χωρίς να έχει προηγηθεί έρευνα αποδεικτικών μέσων, δεν είναι αναγκαίο να καθαρογράφονται κατά τις προηγούμενες παραγράφους. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου, μπορεί να καθορίζεται για ποιες επιπλέον αποφάσεις δεν είναι αναγκαία η καθαρογραφή. Σε κάθε περίπτωση καθαρογράφονται οι ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις, οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις με τις οποίες λύεται οριστικά ένα ζήτημα, καθώς και εκείνες στις οποίες έχει δηλωθεί παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας.».

20.α) Η παρ. 4 του άρθρου 143 ΚΠΔ καταργείται.
β) Το εδάφιο β’ της παρ. 5 του άρθρου 143 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Η εφαρμογή της τήρησης των πρακτικών με φωνοληψία καθώς και η εφαρμογή της εικονοτηλεδιάσκεψης στην ποινική δίκη γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της.».
γ) Η παρ. 5 του άρθρου 143 ΚΠΔ αναριθμείται σε παρ. 4.

21. Το εδάφιο β’ της παρ. 2 του άρθρου 175 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να παραβιαστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας.».

22. Στο εδάφιο γ’ της παρ. 2 του άρθρου 178 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «Οι δικαστές» προστίθενται οι λέξεις «και οι εισαγγελείς».

23. Στην παρ. 1 του άρθρου 188 ΚΠΔ το στοιχείο «γ» αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα ή πλημμέλημα που συνεπαγόταν υπό την ισχύ του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα τη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ή συνεπάγεται την αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων (άρθρο 60 ΠΚ) ή παραπέμφθηκαν αμετάκλητα για εγκλήματα που συνεπάγονται τέτοιες στερήσεις, καθώς και εκείνοι από τους οποίους έχει αφαιρεθεί η άδεια να ασκούν το επάγγελμά τους, όσο χρόνο διαρκούν οι στερήσεις αυτές·».

24.α) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 243 ΚΠΔ οι λέξεις «με τα άρθρα 240 και 241» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με τα άρθρα 240, 241 και 245 παρ. 1 εδάφιο δ’ έως ζ’».
β) Στην παρ. 1 του άρθρου 243 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: «Κατ’ εξαίρεση, αν ενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τις πράξεις των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ, είναι δυνατόν να διαταχθούν με την αιτιολογία του εδάφιο β’ της παρ. 3 του άρθρου 254 και οι αναφερόμενες στην παρ. 1 του άρθρου αυτού ειδικές ανακριτικές πράξεις, μετά από έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα που ενεργεί κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 εδάφιο γ’ έως στ’ του άρθρου 254.».

25.α) Στο εδάφιο γ’ της παρ. 1 του άρθρου 245 ΚΠΔ, όπως η ανωτέρω παράγραφος τροποποιήθηκε με το άρθρο 96 περ. ια’ του ν. 4623/2019, οι λέξεις «των άρθρων 322 παρ.3 εδάφιο α’ περίπτ. γ’ και 323 εδάφιο γ’ περίπτ. γ’ » αντικαθίστανται με τις λέξεις «των άρθρων 43 παρ.2 εδάφιο β ‘, 322 παρ.3 εδάφιο α’ περίπτ. γ’ και 323 εδάφιο γ’ περίπτ. γ’».
β) Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 245 ΚΠΔ, όπως η ανωτέρω παράγραφος τροποποιήθηκε με το άρθρο 96 περ. ια’ του ν. 4623/2019, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο α’ είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιον του τους μάρτυρες για εξέταση και τους κατηγορούμενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του εφετείου της έδρας του. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος ζητεί την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα σε μία εφετειακή περιφέρεια.
Η προανάκριση περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο ή γ) με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση, η προανάκριση μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να χωρίσει την υπόθεση και να την εισαγάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο.».
γ) Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 245 ΚΠΔ απαλείφεται η λέξη «αυτεπάγγελτη».

26. Το άρθρο 253 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 253. – Προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας.
Αν διεξάγεται ανακριτική διαδικασία για κακούργημα ή πλημμέλημα, έρευνα διενεργείται, κι αν αυτή αφορά κατοικία με την παρουσία πάντοτε εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, όταν μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε, είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν.».

27. Το εδάφιο γ’ του άρθρου 274 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο ανακρίνων, αφού προηγουμένως διατυπώσει τη γνώμη του ο εισαγγελέας, έχει την υποχρέωση με διάταξή του να αιτιολογεί την απόρριψη των αποδεικτικών αιτημάτων του άρθρου 102.».

28.α) Στην παρ. 2 του άρθρου 288 ΚΠΔ η φράση «Το ένταλμα για την προσωρινή κράτηση ή η διάταξη που ορίζει τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 282 περιέχει» αντικαθίσταται με τη φράση «Το ένταλμα για την προσωρινή κράτηση ή η διάταξη επιβολής κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικών όρων περιέχει».
β) Ο τίτλος του άρθρου 291 ΚΠΔ «Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων.» αντικαθίσταται με τον τίτλο «Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων.».
γ) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 291 ΚΠΔ οι λέξεις «ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση».
δ) Το εδάφιο α’ της παρ. 2 του άρθρου 291 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι ή κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή για την αντικατάσταση του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση με περιοριστικούς όρους ή των περιοριστικών όρων με άλλους.».
ε) Το εδάφιο α’ της παρ. 3 του άρθρου 291 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Ο ανακριτής, με γραπτή γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί με αιτιολογημένη διάταξή του να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση με περιοριστικούς όρους ή αυτούς ή τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση με προσωρινή κράτηση (άρθρο 296).».
στ) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 294 ΚΠΔ οι λέξεις «να άρει την προσωρινή κράτηση ή να την αντικαταστήσει με περιοριστικούς όρους ή να άρει ή να αντικαταστήσει τους περιοριστικούς όρους που έχουν τεθεί με άλλους» αντικαθίστανται με τις λέξεις «να άρει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να αντικαταστήσει τα προηγούμενα μέτρα με περιοριστικούς όρους ή να άρει ή να αντικαταστήσει τους περιοριστικούς όρους που έχουν τεθεί με άλλους».
ζ) Στο στοιχ. γ’ του άρθρου 382 ΚΠΔ αμέσως μετά τις λέξεις «προσωρινής κράτησης» προστίθενται οι λέξεις «ή διατάχτηκε κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση».

29. α) Η παρ. 3 του άρθρου 301 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο εισαγγελέας τάσσει προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους διαδίκους
για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται η ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση της ζημίας που αναφέρεται στην κατηγορία. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτηση ενός εκ των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως για δεκαπέντε ημέρες.».
β) Στον τίτλο του άρθρου 302 ΚΠΔ οι λέξεις «μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας».
γ) Το εδάφιο α’ της παρ. 3 του άρθρου 302 αντικαθίσταται ως εξής: «Στην περίπτωση των κακουργημάτων του προηγούμενου άρθρου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αν έχει υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ή υποβληθεί μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, μπορεί να διακόψει τη συζήτηση της υπόθεσης και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος, όπως ορίζεται στις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου.».
δ) Στο άρθρο 302 ΚΠΔ μετά την παρ. 3 προστίθεται νέα παράγραφος που αριθμείται ως παρ. 4 και έχει ως εξής:
«4. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενεργεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου αυτού στην περίπτωση των πλημμελημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216 παρ. 1 και 2, 242 παρ. 1 και στους νόμους 1599/1986, 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013 καθώς και των πλημμελημάτων που χωρίς βία ή απειλή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας.».
ε) Στο άρθρο 302 ΚΠΔ οι υφιστάμενες παρ. 4, 5, 6 και 7 αναριθμούνται σε παρ. 5, 6, 7 και 8.
στ) Το εδάφιο α’ της παρ. 7 (παρ. 6 πριν την αναρίθμηση) του άρθρου 302 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία της λοιπής δικογραφίας, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει επί κακουργημάτων τα δύο έτη, ή επί επιβαρυντικών περιστάσεων τα τρία έτη, και επί πλημμελημάτων τους έξι και δώδεκα μήνες αντίστοιχα.».

30.α)Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 303 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 302 ισχύουν αναλόγως.».
β) Το εδάφιο δ’ της παρ. 7 του άρθρου 303 αντικαθίσταται ως εξής: «Η υποβολή του αιτήματος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο αναβολής της δίκης, μπορεί όμως το δικαστήριο να διακόψει τη συζήτηση και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών για τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παρ. 4.».

31.α) Το εδάφιο β’ της παρ. 2 του άρθρου 308 ΚΠΔ καταργείται.
β) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 308 ΚΠΔ οι λέξεις «του εδάφιο α’» αντικαθίστανται με τη λέξη «αυτή».

32. Η παρ. 4 του άρθρου 321 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 εδάφιο α’ και β’ επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Η μη τήρηση του εδάφιο γ’ της παρ. 2 του άρθρου αυτού έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης.».

33.α) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 322 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.».
β) Το εδάφιο β’ του άρθρου 323 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Η προσφυγή υποβάλλεται στο γραμματέα της εισαγγελίας εφετών ή στα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου και ως προς τις διατυπώσεις άσκησής της εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου.».

34. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 340 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
«Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής η ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο καλύπτει και κάθε επόμενη διαδικαστική φάση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό.».

35.α) Στο τέλος του άρθρου 410 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «με υφ’ όρο αναστολή αυτής» και πριν την τελεία προστίθενται οι λέξεις «καθώς και τις τυχόν παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας, καθορίζοντας ταυτόχρονα την τύχη των κατασχεθέντων».
β) Το άρθρο 414 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 414. – Ένδικα μέσα.
Κατά της απόφασης που εκδίδεται, ύστερα από την αποδοχή των αντιρρήσεων, με την κοινή διαδικασία επιτρέπεται η άσκηση των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από τον κώδικα.».
γ) Το άρθρο 415 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 415. – Μη δέσμευση από την απαγόρευση χειροτέρευσης.
Το δικαστήριο που δικάζει ύστερα από την αποδοχή των αντιρρήσεων σε πρώτο βαθμό, δεν δεσμεύεται από τη διάταξη του άρθρου 470 του κώδικα.».
δ) Στο εδάφιο α’ του άρθρου 416 ΚΠΔ μετά τη λέξη «εκτελείται» προστίθενται οι λέξεις «σύμφωνα με τα άρθρα 545 επ.».

36. Στην παρ. 2 του άρθρου 432 ΚΠΔ μετά το εδάφιο α’ προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής η ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο καλύπτει και κάθε επόμενη διαδικαστική φάση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό.».

37. Το εδάφιο γ’ του άρθρου 465 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Η κρίση εκφέρεται μία μόνο φορά από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών.».

38. Το εδάφιο γ’ της παρ. 1 του άρθρου 471 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Αν το βούλευμα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές.».

39. Η παρ. 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή όταν τούτο ασκείται για δεύτερη φορά ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον συνήγορο αντίκλητό του, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά), η οποία αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωσή του που επισυνάπτεται στη δικογραφία.».

40. Στην παρ. 3 του άρθρου 483 ΚΠΔ μετά το εδάφιο α’ προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: «Η προθεσμία για την αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης του εισαγγελέα εφετών.».

41.α) Στο άρθρο 486 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης η οποία τον κηρύσσει αθώο λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής κατά το άρθρο 34 του ΠΚ και επιβάλλει σε αυτόν μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69A του ΠΚ. Εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί το μέτρο θεραπείας μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ.».
β) Στο τέλος του άρθρου 500 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Στην περίπτωση άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης που επιβάλλει μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΠΚ, καθώς και κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ, ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση των εγγράφων σε αυτόν.».

42.α) Στο στοιχείο «α» του άρθρου 489 ΚΠΔ οι λέξεις «πάνω από εξήντα ημερήσιες μονάδες» αντικαθίστανται με τις λέξεις «πάνω από δύο χιλιάδες ευρώ».
β) Στο στοιχείο «β» του άρθρου 489 ΚΠΔ οι λέξεις «πάνω από εκατόν είκοσι ημερήσιες μονάδες» αντικαθίστανται με τις λέξεις «πάνω από τρεις χιλιάδες ευρώ».
γ) Στο στοιχείο «ε» του άρθρου 489 ΚΠΔ οι λέξεις «κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και τριμελούς εφετείου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου».

43.α) Η παρ. 2 του άρθρου 490 ΚΠΔ καταργείται. Ο αριθμός «1» στην αρχή της πρώτης παραγράφου απαλείφεται.
β) Στο άρθρο 491 ΚΠΔ :
βα) Το υφιστάμενο εδάφιο του άρθρου 491 ΚΠΔ αριθμείται ως παρ. 1. ββ) Προστίθεται παρ. 2 στο άρθρο 491 ΚΠΔ που έχει ως εξής: «2. Για όλες τις περιπτώσεις έφεσης του παρόντος άρθρου, αλλά και για τις ασκούμενες από τον εισαγγελέα εφέσεις κατά τα άρθρα 489 και 490, απαιτείται η από το άρθρο 487 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον αυτές ασκούνται κατά του κατηγορουμένου προς χειροτέρευση της θέσης του.».

44. Το άρθρο 495 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 495. – Έφεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει την απόδοση ή τη δήμευση.
Κατά του μέρους της απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν ή των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν και των πειστηρίων ή δήμευση επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο, στον παρασταθέντα για την υποστήριξη της κατηγορίας και στον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση (άρθρα 311 παρ. 2, 372 και 373), ανεξάρτητα από το αν αυτός παρέστη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.».

45.α) Στην παρ. 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ οι λέξεις «περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα» αντικαθίστανται με τις λέξεις «περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων».
β) Στο εδάφιο β’ της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «Η αίτηση» προστίθενται οι λέξεις «, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο».
γ) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ οι λέξεις «τα οριζόμενα στο άρθρο 284, με την εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 285» αντικαθίστανται με τις λέξεις «τα οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παρ. 1 του τελευταίου άρθρου».

46. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 498 ΚΠΔ που ορίζει ότι «Αν δεν διοριστεί αντίκλητος ή αν δεν δηλωθεί με ακρίβεια η κατοικία ή κάθε μεταβολή της, η απόφαση εκτελείται αμέσως με την φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα.» καταργείται.

47. Στο άρθρο 500 ΚΠΔ μετά το εδάφιο στ’ προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή αυτής συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση έφεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 340.».

48. Το εδάφιο α’ της παρ. 3 του άρθρου 502 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα και κριθεί από το δικαστήριο βάσιμη, το εφετείο ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 121 και 126 παρ. 2.».

49. Στην παρ. 1 του άρθρου 512 ΚΠΔ μετά το εδάφιο γ’ προστίθενται εδάφια με το εξής περιεχόμενο: «Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο αναιρεσείων δεν παραστεί στη συζήτηση ή στη μετ’ αναβολή αυτής με συνήγορο, η αναίρεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 340.».

50.α) Στον τίτλο του άρθρου 513 ΚΠΔ η λέξη «πρότασης» αντικαθίσταται από τη λέξη «σημειώματος».
β) Στο εδάφιο α’ του άρθρου 513 ΚΠΔ οι λέξεις «γραπτή πρόταση» αντικαθίστανται από τη λέξη «σημείωμα».
γ) Στο εδάφιο β’ του άρθρου 513 ΚΠΔ οι λέξεις «της πρότασης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του σημειώματος».

51. Στο άρθρο 553 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 3 που έχει ως εξής:
«3. Οι παραπάνω παράγραφοι δεν εφαρμόζονται για χρηματικές ποινές που υπολογίζονται σε ημερήσιες μονάδες.».

52. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 590 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: «Εγκλήσεις που υποβλήθηκαν πριν την 1.7.2019 για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, χωρίς την προσκόμιση παραβόλου, δεν θεωρούνται απαράδεκτες για τον λόγο αυτό μετά την 1.7.2019.».

52. Μεταβατικές διατάξεις:
α) Με εξαίρεση τις έρευνες σε κατοικία, οι λοιπές έρευνες που έχουν διενεργηθεί από την 1.7.2019 έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, είναι ισχυρές, ακόμα και αν δεν έγιναν με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής.
β) Διατηρείται η αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων σε υποθέσεις για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει επιδοθεί πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 590 παρ. 3 εδάφιο β’ του ΚΠΔ ή κλήση ή κλητήριο θέσπισμα.
Στις περιπτώσεις της κατ’ εξαίρεση περάτωσης της κυρίας ανάκρισης, για τις οποίες μετά την 1-7-2019 έχει διατυπωθεί σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών για την παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων χωρίς να έχει γίνει επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, η κλήτευση στο αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστήριο γίνεται με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών.
γ) Υποθέσεις που σχετίζονται με ναυτικές διαφορές, εάν μέχρι την δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί. Εκκρεμείς υποθέσεις που σχετίζονται με ναυτικές διαφορές σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής προδικασίας κι αν βρίσκονται σε άλλες δικαστικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές του Νομού Αττικής διαβάζονται με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ή στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά.

Άρθρο 8
Διόρθωση παροραμάτων και παραδρομών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με τον ν. 4620/2019.

1) Στο άρθρο 19 παρ. 2 εδάφιο γ’ οι λέξεις «είναι άκυρες» αντικαθίστανται από τις λέξεις «είναι αυτοδικαίως άκυρες».

2) Η παρ. 1 του άρθρου 105 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 245 παρ. 2, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 95, 96, 97, 98, 100, 101 και 104.».

3) Στο άρθρο 115 παρ. 2 στο στοιχείο «γ» οι λέξεις «του άρθρου 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983 για την «επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του άρθρου 94 παρ. 8 του ν. 4495/2017 για τον έλεγχο και προστασία του Δομημένου Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις».

4) Στο άρθρο 125 οι λέξεις «τη φυλάκιση» αντικαθίστανται με τις λέξεις «την προσωρινή κράτηση».

5) Στο εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 133 τίθεται κόμμα μετά τις λέξεις «τους ανακριτικούς υπαλλήλους».

6) Στην παρ. 2 του άρθρου 136 οι λέξεις «της προηγούμενης παραγράφου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του άρθρου 135».

7) Στο άρθρο 150 εδάφιο β’ οι λέξεις «ή τον κατηγορούμενο» αντικαθίστανται με τις λέξεις «ή τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο».

8) Στην παρ. 2 του άρθρου 218 οι λέξεις «στις παρ. 2 έως 4» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στην παρ. 4».

9) Στην παρ. 3 του άρθρου 218 οι λέξεις «στις παρ. 1 έως 5» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στην παρ. 4».

10) Στο εδάφιο α’ του άρθρου 241 μετά τη λέξη «δημοσιότητα» τίθεται άνω τελεία «·».

11) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 244 ο αριθμός «15» αντικαθίσταται με τη λέξη «δεκαπέντε».

12) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 246 οι λέξεις «στα άρθρα 99 και 273 παρ. 2» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στα άρθρα 100 και 273 παρ. 2».

13) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 251 οι λέξεις «249 παρ. 2» αντικαθίστανται με τις λέξεις «249 παρ. 2 και 3». Στην παρ. 2 του άρθρου 251 οι λέξεις «και ο ανακριτικός υπάλληλος» αντικαθίστανται με τις λέξεις «και οι ανακριτικοί υπάλληλοι».

14) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 254:
α) οι λέξεις «207 εδάφιο α’» αντικαθίστανται με τις λέξεις «207 παρ. 1 και 2»,
β) οι λέξεις «της παρ. 1 του άρθρου 338» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του άρθρου 338»,
γ) οι λέξεις «των παρ. 1 και 4 του άρθρου 339» αντικαθίστανται με τις λέξεις «των παρ. 1 και 3 του άρθρου 339»,
δ) οι λέξεις «των παρ. 1 και 2 του άρθρου 342» αντικαθίστανται με τις λέξεις «της παρ. 1 του άρθρου 342».

15) Στο εδάφιο β’ του άρθρου 258 οι αριθμοί «264-266» αντικαθίστανται με τους αριθμούς «267-268».

16) Στο άρθρο 296 πριν το στοιχείο «γ» και αμέσως μετά τη λέξη «φυγής» τίθεται άνω τελεία «·».

17) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 303 οι λέξεις «η παρ. 3 του παρόντος» αντικαθίστανται με τις λέξεις «η παρ. 4 του άρθρου 302».

18) Στο άρθρο 305 οι λέξεις «όπως ορίζει το άρθρο 4 παρ. 3» αντικαθίστανται με τις λέξεις «όπως ορίζει το άρθρο 4».

19) Στο εδάφιο α’ της παρ. 4 του άρθρου 308 ο αριθμός «99» αντικαθίσταται με τον αριθμό «100».

20) Στην παρ. 3 του άρθρου 321 μετά τις λέξεις «Αντίγραφο του» προστίθενται οι λέξεις «κλητήριου θεσπίσματος ή της κλήσης».

21) Στην παρ. 2 του άρθρου 324 ΚΠΔ οι λέξεις «στο εδάφιο β’ της παρ. 1» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στην παρ. 1».

22) Στο τέλος του εδάφιο γ’ του άρθρου 325 μετά τις λέξεις «ο εισαγγελέας εφετών» προστίθενται οι λέξεις «ή το συμβούλιο εφετών».

23) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 326 οι λέξεις «Στις περιπτώσεις των άρθρων 354 και 363» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Στις περιπτώσεις των άρθρων 353 παρ. 1 και 363».

24) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 334 οι λέξεις «Αν, παρ’ όλα αυτά, ο εισαγγελέας επιμένει» αντικαθίσταται με τις λέξεις «Αν, παρ’ όλα αυτά, ένας από τους παραπάνω επιμένει».

25) Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 340, οι λέξεις «της παρ. 2» αντικαθίστανται με τις λέξεις «της παρ. 3».

26) Στο άρθρο 356 οι λέξεις «με τα άρθρα 326 έως 328» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με τα άρθρα 321 παρ. 6 και 326 έως 328».

27) Στο άρθρο 380 στο στοιχ. α’ πριν τις λέξεις «οι κληρικοί» προστίθεται η λέξη «ισοβίως» και στο στοιχ. β’ μετά τις λέξεις «οι Υπουργοί» προστίθενται οι λέξεις «, οι Υφυπουργοί».

28) Στο εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 391 στη φράση «και σε άλλη δικάσιμο της δωδεκαήμερης περιόδου για την οποία κλητεύθηκαν» αντικαθίσταται η λέξη «κλητεύθηκαν» με τη λέξη «κληρώθηκαν».

29) Στο εδάφιο β’ του άρθρου 395 μετά τις λέξεις «Επίσης δεν περιλαμβάνονται στην κληρωτίδα τα ονόματα των ενόρκων που» προστίθενται οι λέξεις «συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή».

30) Στο άρθρο 433 οι λέξεις «Το προηγούμενο άρθρο» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Η παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου».

31) Στην παρ. 1 του άρθρου 478 οι λέξεις «β) της ευθείας εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης» αντικαθίστανται με τις λέξεις «β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή ευθείας εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης».

32) α) Στην παρ. 1 του άρθρου 501 οι λέξεις «στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 340».
β) Στην παρ. 2 του άρθρου 501 η λέξη «διαδίκου» αντικαθίσταται με τη λέξη «προσώπου».

33) α) Στην παρ. 1 του άρθρου 502 οι λέξεις «της παρ. 2 του άρθρου 340» αντικαθίστανται με τις λέξεις «της παρ. 3 του άρθρου 340».
β) Στην παρ. 4 του άρθρου 502 οι εντός παρενθέσεως λέξεις «(άρθρα 170 και 171)» αντικαθίστανται με τις λέξεις «(άρθρα 171 και 172)».

34) Στο άρθρο 519 στη φράση «που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Β’, Γ’, Δ’ και Θ’» μετά το γράμμα «Δ’» τίθεται κόμμα (,) και προστίθεται το γράμμα «Η’».

35) Στο εδάφιο δ’ του άρθρου 529 οι λέξεις «του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 4» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 5».

36) Στο άρθρο 586 στο στοιχείο «ε» μετά τις λέξεις «το άρθρο μόνο παρ. 3 ν. 2243/1994» προστίθενται οι λέξεις «, καθώς και το άρθρο 46 ν. 5060/1931».

37) Στο εδάφιο β’ της παρ. 4 του άρθρου 590 οι λέξεις «στο τριμελές πλημμελειοδικείο» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στο αρμόδιο πλημμελειοδικείο».

Άρθρο 9
Λοιπές διατάξεις

1. Τροποποίηση του άρθρου 214 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.

Το κείμενο του ισχύοντος άρθρου 214 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με τον ν. 2287/1995, λαμβάνει αριθμό παραγράφου 1 και προστίθεται δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής: «2. Στην περίπτωση του άρθρου 551 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί το τριμελές αναθεωρητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση του άρθρου 301 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί το πενταμελές στρατοδικείο. Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 303 ΚΠΔ τις αρμοδιότητες των εισαγγελέων πλημμελειοδικών και εφετών ασκεί ο εισαγγελέας του στρατιωτικού δικαστηρίου. Μετά την σύνταξη πρακτικού διαπραγμάτευσης κατ’ άρθρο 303 παρ. 6 ΚΠΔ η υπόθεση εισάγεται στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο.»

2. Τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018.

Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.».

3. Τροποποίηση των άρθρων 97, 98 και 100 ν. 4622/2019.

α) Στην παρ. 1 του άρθρου 97 καθώς και στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του ν. 4622/2019 απαλείφονται οι λέξεις «ή προανάκριση», «ή προανακρίσεις», «ή προανάκρισης».
β) Το εδάφιο α’ της παρ. 3 του άρθρου 97 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών, αν η υπόθεση δεν ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών Εισαγγελέων των άρθρων 33 έως 36 ΚΠΔ, διαβιβάζει το φάκελο στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.».
γ) Η παρ. 4 του άρθρου 97 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. α) Υποθέσεις οι οποίες αφορούν αδικήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134, 159, 159Α, 216, 217, 220, 221, 222, 226, 235, 236, 237, 237Α, 252, 372, 386, 386Α, 386Β και 390 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία αποδίδονται σε υπαλλήλους του άρθρου 13 του Π.Κ. εκδικάζονται κατά προτίμηση. β) Για την περάτωση της ανάκρισης και την παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 308 έως 315 του ΚΠΔ. γ) Προκειμένου για υποθέσεις σε βαθμό πλημμελήματος είτε μετά την περάτωση της προανάκρισης είτε και χωρίς τη διενέργεια αυτής, ο αρμόδιος
Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο, με απευθείας κλήση στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο.».
δ) Η παρ. 7 του άρθρου 97 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής: «7. Ο Διοικητής της Αρχής έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών ή από τους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 83 με υποχρέωση συμμόρφωσης των τελευταίων: α) να παρίστανται κατά την προδικασία και την κύρια διαδικασία για υποστήριξη της κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου, β) να ασκούν υπό την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία όλα τα παρεχόμενα σε αυτούς ένδικα μέσα κατά αποφάσεων ή βουλευμάτων, γ) να ζητούν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα υπό την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία να ασκήσει τα παρεχόμενα σε αυτόν ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, καθώς και την επίσπευση της ποινικής διαδικασίας και την κατά προτίμηση εκδίκαση των υποθέσεων.».
ε) Το στοιχείο «α» της παρ. 1 του άρθρου 98 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ασκεί την εποπτεία εφαρμογής του παρόντος νόμου για όσες ρυθμίσεις σχετίζονται με θέματα ποινικής ευθύνης υπαλλήλων, αν η υπόθεση δεν ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών Εισαγγελέων των άρθρων 33 έως 36 ΚΠΔ.».
στ) Στο στοιχείο «α» της παρ. 4 του άρθρου 100 ν. 4622/2019 μετά τις λέξεις «έχουν την αρμοδιότητα» και πριν το σημείο στίξης άνω κάτω τελεία προστίθενται οι λέξεις «τηρώντας τις προϋποθέσεις των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ και των ειδικών νόμων».
ζ) Στην παρ. 11 του άρθρου 100 ν. 4622/2019 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: «Οι διατάξεις του ΚΠΔ και συγκεκριμένα των άρθρων 48 και 49 για την αποχή από την ποινική δίωξη με όρους και των άρθρων 301 και 303 για ποινική συνδιαλλαγή και ποινική διαπραγμάτευση εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.».
η) Στο τέλος του εδαφίου α’ της παρ. 18 του άρθρου 100 ν. 4622/2019 μετά τις λέξεις «του άρθρου 83 του παρόντος» και πριν την τελεία προστίθενται οι λέξεις «κατ’ ανάλογη εφαρμογή του εδάφιο β’ της παρ. 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10
Διατάραξη ησυχίας

Όλες οι παραβάσεις των προεδρικών διαταγμάτων της παραγράφου 1 περ. α’ του άρθρου 12 του ν. 1481/1984 και των αστυνομικών διατάξεων της παραγράφου 3 εδάφιο β’ του ίδιου άρθρου τιμωρούνται με φυλάκιση έως πέντε μηνών ή χρηματική ποινή έως εκατόν πενήντα ημερήσιες μονάδες.



Διαβάστε επίσης