«Όσοι μιλούν για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μιλούν για χρεοκοπία, βαθιά εσωτερική υποτίμηση και συγχρόνως για μια νέα οικονομική ζωή παγκοσμίως, με νέες συναλλαγματικές ισοτιμίες, που απλώς δεν υπάρχουν», υποστηρίζει με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Παρασκήνιο» ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας.
«Για μένα αυτή η συζήτηση απλώς δεν υπάρχει» λέει ο Δημ. Βίτσας, επισημαίνοντας ότι «Το ερώτημα, που εστιάζει στο νόμισμα είτε ως ανταλλακτικό μέσο είτε ως συμπύκνωση ενός οικονομικού μηχανισμού, είναι και ψευδές και από μόνο του κινδυνολογεί σε χαοτικό επίπεδο. Η Ελλάδα είναι στην Ευρωζώνη και σε αυτήν τη βάση κινείται και διαπραγματεύεται. Όσοι μιλούν για επιστροφή σε δήθεν εθνικό νόμισμα θα πρέπει να μιλήσουν καθαρά: Ότι μιλούν για χρεοκοπία, βαθιά εσωτερική υποτίμηση και συγχρόνως για μια νέα οικονομική ζωή παγκοσμίως, με νέες συναλλαγματικές ισοτιμίες, που απλώς δεν υπάρχουν. Ας μιλήσουμε για ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός. Όταν ο κ. Σημίτης υποτίμησε τη δραχμή, ως προς τι την υποτιμούσε; Και τι σήμαινε; Απ’ την άλλη, η παραδοχή της λειτουργίας μας εντός Ευρωζώνης σημαίνει τελικά αποδοχή των όποιων απαιτήσεων απέναντι στη χώρα μας; Βεβαίως όχι. Αυτήν τη στιγμή είναι ανάμεσα στα άλλα και ο χώρος διαπραγμάτευσης. Το ερώτημα «ευρώ ή εθνικό νόμισμα» είναι κουτό και προβάλλεται από κύκλους του νεοφιλελευθερισμού ως απειλή και από εσωτερικούς πολιτικούς κύκλους ως δήθεν αγαθή λύση με κρυμμένα στοιχεία και υπόνοια νέας εξάρτησης. Το σωστό ερώτημα είναι πώς βγαίνουμε από την κρίση, πώς ακολουθούμε μια αναπτυξιακή πολιτική και πώς αναδιανέμουμε το προϊόν της ανάπτυξης υπέρ των ασθενέστερων. Αυτό το ερώτημα δεν έχει νόμισμα, αλλά οικονομική και κοινωνική πολιτική. Διαχωρίζει τάξεις και συμφέροντα, διαχωρίζει πολιτικές δυνάμεις σε επίπεδο χώρας και Ευρώπης τουλάχιστον».
Επίσηςε ο Δημ. Βίτσας υποστηρίζει ότι «ο στόχος μας (σσ. της κυβέρνησης) είναι σαφής. Το 2018 να έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, η χώρα να έχει βγει από την επιτροπεία και να υπάρχει για την Ελλάδα ευρωπαϊκή «κανονικότητα». Σε χρόνο παρόντα αυτό σημαίνει: Να κλείσει με επιτυχία η δεύτερη αξιολόγηση, χωρίς νέα επώδυνα μέτρα για τον λαό και με ανοιχτό μονοπάτι για τη ρύθμιση-απομείωση του χρέους. Άρα το μεν ΔΝΤ πρέπει να σταματήσει να κωλυσιεργεί και να αποφασίσει αν θα παραμείνει ή όχι στο πρόγραμμα και οι δανειστές από την Ευρώπη, ή μέρος των δανειστών που στέκεται αρνητικά, να αποδεχθούν την έως τώρα επιτυχημένη πορεία και να μη σύρουν την Ευρώπη σε μια νέα κρίση. Τα έως τώρα επιχειρήματα που έχω ακούσει βρίθουν αντιφάσεων και δεν δικαιολογούνται με βάση τα τεχνοοικονομικά δεδομένα. Άρα θεωρώ πως το ζήτημα δεν αφορά «συμπεριφορά», αλλά πολιτικο-οικονομικές στοχεύσεις. Λύση, απάντηση και δικλείδα ασφαλείας σε αυτό αποτελεί η παραπομπή του θέματος σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και αυτό επιδιώκουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά.