Η καρδιά του Μοχάμεντ Αλί σταμάτησε να χτυπάει τα ξημερώματα του Σαββάτου στο Φοίνιξ της Αριζόνα. Ο “μέγιστος” ήταν 74 ετών και έπασχε εδώ και πολλά χρόνια από την νόσο του Πάρκινσον.
Παρακάτω, θα ακολουθήσουμε την πορεία της ζωής του πάνω στο ρινγκ και μακριά από αυτό, ενώ παράλληλα θα θυμηθούμε τους τρεις σημαντικότερους πυγμαχικούς αγώνες του: το “Clay vs Liston I” με αντίπαλο τον Σόνι Λίστον (1964), το “Rumble in the Jungle” με αντίπαλο τον Τζορτζ Φόρμαν (1974) και το “Thrilla in Manila” με αντίπαλο τον Τζο Φρέιζερ (1975).
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΩΣ ΚΑΣΙΟΥΣ ΚΛΕΪ
Ο Κάσιους Κλέι (και στη συνέχεια Μοχάμεντ Αλί) ήταν ένας χαρισματικός πυγμάχος, σίγουρα από τους κορυφαίους του αθλήματος. Ένας υπέροχος χορευτής και τεχνίτης. Το κλειδί για την επιτυχία του Αλί ήταν η ταχύτητά του. Διέθετε γρήγορα σαν την αστραπή χέρια και το αριστερό του «jab» (χτύπημα με μικρό άλμα) μπορούσε να κρίνει έναν αγώνα. Επίσης είχε την ικανότητα να αποφεύγει τις γροθιές του αντιπάλου του χρησιμοποιώντας πολύ τα πόδια.
Στη διάρκεια των αγώνων κρατούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας. Συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρατσούκλι «ο Μέγιστος» (The Greatest). Ιστορική έχει μείνει η φράση με την οποία αυτοχαρακτηριζόταν: «πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα».
Ο Κάσιους Κλέι στα πρώτα του πυγμαχικά βήματα.
Ο Cassius Marcellus Clay Jr γεννήθηκε (17-1-1942) στο Λούισβιλ του Κεντάκι και ξεκίνησε την πυγμαχία σε ηλικία 12 ετών. Ως ερασιτέχνης κέρδισε έξι Kentucky Golden Gloves, δυο εθνικά Golden Gloves (“χρυσά γάντια”, ερασιτεχνικός τίτλος) και τον τίτλο του πρωταθλητή ερασιτεχνικής πυγμαχίας στις ΗΠΑ. Το ρεκόρ του ως ερασιτέχνης ήταν 100 νίκες και 5 ήττες. Το 1960 και σε ηλικία 18 ετών, έγινε ο νεώτερος πυγμάχος που κατέκτησε χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, θριαμβεύοντας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, στην κατηγορία των 81 κιλών.
Ο ίδιος έγραψε το 1975 στην αυτοβιογραφία του ότι λίγες εβδομάδες μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη, πέταξε το μετάλλιό του στον ποταμό Οχάιο, εξαιτίας της άρνησης ενός εστιατορίου “μόνο για λευκούς” να δεχτεί τον ίδιο και την παρέα του, κάτι που οδήγησε σε καυγά με τους λευκούς υπεύθυνους ασφαλείας. Τελικά, το χαμένο μετάλλιο αντικαταστάθηκε με ένα άλλο που του έδωσε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή το 1996 στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα.
CLAY VS LISTON Ι (ΜΑΪΑΜΙ, 25/2/1964)
Ο Κλέι ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα τον Οκτώβριο του 1960 και μέχρι το τέλος του 1963 είχε πετύχει 19 νίκες (με 15 νοκ άουτ) σε ισάριθμους αγώνες. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 αντιμετώπισε για πρώτη φορά στο Μαϊάμι Μπιτς της Φλόριντα τον Σόνι Λίστον. Ο Τσαρλς “Σόνι” Λίστον είχε πάρει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή ενάμιση χρόνο νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1962, όταν είχε κερδίσει τον Φλόιντ Πάτερσον με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Έναν χρόνο αργότερα, υπερασπίστηκε με επιτυχία τον τίτλο του, έχοντας ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα: νίκη με νοκ άουτ απέναντι στον Πάτερσον στον πρώτο γύρο!
Ο αγώνας του Λίστον με τον Κλέι θα ήταν ο δεύτερος στον οποίο θα υπερασπιζόταν τον τίτλο του. Κατέβαινε ως το απόλυτο φαβορί, τα γραφεία στοιχημάτων τον έπαιζαν 7 προς 1, ενώ 43 από τους 46 αθλητικογράφους που θα κάλυπταν την συνάντηση, είχαν προβλέψει νίκη του με νοκ άουτ. Ο Λίστον θεωρείτο εκείνη την εποχή ένας πυγμάχος πραγματικό φόβητρο. Το μεγάλο του όπλο ήταν το ίδιο με εκείνο του Κλέι, το τρομερό αριστερό κροσέ. Υπήρχαν μάλιστα πολλοί ειδικοί του αθλήματος που υποστήριζαν ότι ο Λίστον έκανε κακό στο μποξ ακριβώς επειδή ήταν ανίκητος. Ο Σόνι είχα μάθει να πυγμαχεί στη φυλακή, όπου είχε βρεθεί για ένοπλη ληστεία. Στη συνέχεια τον ξανάκλεισαν μέσα, επειδή ξυλοφόρτωσε έναν αστυνομικό.
Ο Κάσιους Κλέι κερδίζει τα “Χρυσά Γάντια” των βαρέων βαρών το 1960.
Η συνηθισμένη περιγραφή που του έδιναν ήταν ένας “γορίλλας” με “χέρια σαν μεγάλες μπανάνες” και το παρατσούκλι του ήταν “Big Bear” (μεγάλη αρκούδα). Από την άλλη μεριά, ο Κλέι, μόλις 22 ετών (10 χρόνια μικρότερος από τον 32χρονο Σόνι, αν και πολλοί υποστήριζαν ότι ο Λίστον κόντευε τα 40), απολάμβανε τη δημοσιότητα. Συνεχίζοντας την γνώριμη τακτική του, πριν τον αγώνα στόλισε με αρκετά “κοσμητικά” επίθετα τον αντίπαλό του, προκαλώντας την δυσαρέσκεια αρκετών δημοσιογράφων: “Ο Λίστον είναι μια άσχημη αρκούδα”, “μυρίζει σαν αρκούδα”, “αφού τον δείρω, μετά θα τον δωρίσω στον ζωολογικό κήπο”…! Κανένας από τους δυο δεν ήταν συμπαθής στον Τύπο, αλλά ούτε και στους φίλαθλους.
Οι Los Angeles Times είχαν γράψει ότι “θα επρόκειτο για την πιο δημοφιλή μάχη μετά από εκείνη μεταξύ του Χίτλερ και του Στάλιν”, προσθέτοντας ότι “180 εκατομμύρια Αμερικανοί εύχονταν ένα διπλό νοκ άουτ ώστε να μην κερδίσει κανείς τους”! Η ίδια εφημερίδα, σίγουρη για τη νίκη του Λίστον, συμπλήρωνε πως “το μοναδικό πράγμα στο οποίο ο Κλέι μπορεί να νικήσει τον Λίστον, είναι στο να διαβάσει το λεξικό”. Όμως υπήρχε ένας παράγοντας, τον οποίο λίγοι είχαν υπολογίσει: η ελάχιστη αγωνιστική παρουσία του Σόνι στο ρινγκ. Και αυτό γιατί τα τελευταία τρία χρόνια είχε δώσει μόνο τρεις αγώνες, κερδίζοντάς τους όλους με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο, κάτι που σήμαινε ότι είχε πυγμαχήσει μόλις 6 λεπτά σε 35 ολόκληρους μήνες!
Πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα
Λίγες μέρες πριν τον αγώνα, ο Κλέι νοίκιασε ένα λεωφορείο, πάνω στο οποίο έγραψε με τεράστια γράμματα “ο Λίστον πρέπει να πέσει στον όγδοο γύρο”. Το πήγε στις 3 τη νύχτα έξω από το σπίτι του αντιπάλου του έχοντας ενημερώσει πρώτα τον Τύπο, τον ξύπνησε με το χέρι του κολλημένο στην κόρνα και άρχισε να τον προκαλεί φωνάζοντας “έλα έξω, θα σε μαστιγώσω τώρα”!!! Κατόπιν δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι αν έχανε από τον Λίστον, θα του φιλούσε τα πόδια στο ρινγκ, θα του έλεγε ότι είναι ο μέγιστος και μετά θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο και θα έφευγε από τη χώρα. Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, τον έκαναν ακόμα πιο αντιπαθή στο κοινό.
Όμως ο Κλέι, πέρα από τις δηλώσεις και τον πόλεμο νεύρων, είχε προετοιμαστεί άρτια για τον αγώνα. Η προπόνησή του ήταν προγραμματισμένη για διψήφιο αριθμό γύρων, ενώ είχε μελετήσει ταινίες από παλιούς αγώνες του Λίστον, έχοντας μάλιστα ανακαλύψει ότι ο αντίπαλός του έδειχνε με κινήσεις του ματιού του προς ποια κατεύθυνση θα έριχνε τη γροθιά. Αντίθετα, ο Σόνι υπέπεσε στο μεγαλύτερο λάθος. Υποτίμησε τον Κλέι και προετοιμάστηκε για έναν αγώνα δυο – τριών γύρων. Την ημέρα της συνάντησης, στο ζύγισμα των δυο αντιπάλων, ο Κλέι έφτασε πρώτος στην αίθουσα φορώντας ένα τζάκετ, στο πίσω μέρος του οποίου έγραφε “Κυνηγός αρκούδων”! Μόλις εμφανίστηκε ο Λίστον, ο Κλέι άρχισε να ουρλιάζει και να εκτοξεύει απειλές, ενώ χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για να τον σταματήσει, η δε Ομοσπονδία του επέβαλλε πρόστιμο 2.500 δολαρίων για τη συμπεριφορά του.
Ο Κάσιους Κλέι με το χρυσό μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Ρώμης (1960)
Ο γιατρός της πυγμαχικής επιτροπής του Μαϊάμι, που εξέτασε τους δυο αθλητές πριν τον αγώνα, έγραψε για τον Κλέι: “Ανέβασε τους σφυγμούς του στους 120, το υπερδιπλάσιο από το φυσιολογικό του, η πίεσή του βρίσκεται στα ύψη, είναι ψυχολογικά ανισόρροπος, φοβισμένος μέχρι θανάτου και έτοιμος να καταρρεύσει πριν καν προλάβει να ανέβει στο ρινγκ. Αν η πίεσή του δεν επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα, ο αγώνας θα ματαιωθεί”! Μια ώρα αργότερα, η νέα εξέταση έδειξε τα πάντα φυσιολογικά και η μεγάλη στιγμή της αναμέτρησης έφτασε για τους δυο πυγμάχους. Την ώρα που ο διαιτητής τούς έδινε τις τελευταίες οδηγίες, πολλοί θεατές αλλά και δημοσιογράφοι εξεπλάγησαν, συνειδητοποιώντας ότι ο Κλέι ήταν αρκετά ψηλότερος από τον Λίστον (1.91 έναντι 1.85).
“Με αγριοκοίταξε και δεν θα πω ψέματα, φοβήθηκα. Ήμουν τρομοκρατημένος γνωρίζοντας πόσο δυνατά χτυπάει. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή από το να μείνω και να δώσω τη μάχη”, έλεγε μετά το τέλος του αγώνα ο Κλέι. Μόλις ακούστηκε το καμπανάκι, ο εξοργισμένος Λίστον επιτέθηκε, αλλά ο Κλέι άρχισε τον “χορό” του, αποφεύγοντας τα χτυπήματα και κάνοντας τον αντίπαλό του να μην νιώθει καθόλου άνετα. Ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε σύγκριση στην ταχύτητα και τις κινήσεις ανάμεσα στους δυο. Στο τέλος του γύρου ο Κλέι εξαπέλυσε τον πρώτο συνδυασμό χτυπημάτων του με συνεχόμενα jabs. Ήταν ο χειρότερος γύρος στην καριέρα του Λίστον, ο οποίος συνήλθε κάπως στον επόμενο, προσγειώνοντας ένα δυνατό αριστερό hook, χωρίς όμως να καταφέρει να το εκμεταλλευτεί στη συνέχεια.
Ο Λίστον είναι μια άσχημη αρκούδα, αφού τον δείρω, μετά θα τον δωρίσω στον ζωολογικό κήπο
Από τον τρίτο γύρο, ο Κλέι πήρε την πρωτοβουλία και ένα χτύπημά του προκάλεσε ένα βαθύ σκίσιμο κάτω από το αριστερό μάτι του αντιπάλου του, που χρειάστηκε οχτώ ράμματα για να κλείσει. Ήταν η πρώτη φορά που ο Λίστον δεχόταν σκίσιμο σε αγώνα. Προς το τέλος του τρίτου γύρου, ο Σόνι έριξε πολλά χτυπήματα στον Κλέι που φαινόταν λίγο κουρασμένος. Ήταν η καλύτερη στιγμή του παγκόσμιου πρωταθλητή σε όλο τον αγώνα. Όταν όμως ακούστηκε το καμπανάκι, ο Κλέι του είπε: “you big sucka, I got you now…” Στον τέταρτο γύρο ο διεκδικητής αγωνίστηκε συντηρητικά θέλοντας να ανακτήσει τις δυνάμεις του, όμως όταν κατευθύνθηκε στη γωνία του, ένιωσε ένα έντονο τσούξιμο στα μάτια του.
Ο πόνος μεγάλωσε τόσο πολύ μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ώστε ο Κλέι ζήτησε από τον προπονητή του, Άντζελο Νταντί, να κόψει τα γάντια του, να σταματήσει δηλαδή τον αγώνα. “Είμαι τυφλός, δεν βλέπω τίποτα”, του είπε, όμως ο Νταντί του έβαλε τις φωνές: “Whoa, whoa, back up baby. C’mon now, this is for the title, this is the big apple”! Αμέσως καθάρισε τα μάτια του Κλέι με το σφουγγάρι, πρώτα όμως ακούμπησε το δάχτυλό του στο μάτι του αθλητή του και στη συνέχεια το έβαλε στο δικό του μάτι. “Έκαιγε σαν την κόλαση. Ήταν σίγουρα κάτι καυστικό”, είπε αργότερα στους δημοσιογράφους. Αυτό που είχε συμβεί ήταν ότι η αλοιφή που είχαν βάλει νωρίτερα πάνω στα χτυπήματα του Λίστον οι προπονητές του, είχε έρθει σε επαφή με τα γάντια του και από εκεί, με τα χτυπήματα, μπήκε στα μάτια του Κλέι.
Ο Κάσιους Κλέι πανηγυρίζει τη νίκη του επί του Σόνι Λίστον που του έδωσε τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο (25/2/1964)
Σε ολόκληρο τον πέμπτο γύρο, ο Κλέι έβλεπε μόνο το θολό περίγραμμα του Λίστον, όμως κατάφερε να “επιζήσει” με συνεχή κίνηση, αποφεύγοντας τις περισσότερες γροθιές. Μόλις ξεκίνησε ο έκτος γύρος, τα μάτια του Κλέι καθάρισαν και σφυροκόπησε τον αντίπαλό του κατά βούληση. Όταν χτύπησε το καμπανάκι, ο Λίστον ακούστηκε να λέει στη γωνία του “that’s it” (αυτό ήταν), ενώ στη συνέχεια έφτυσε την προστατευτική του μασέλα στο ρινγκ, σημάδι ότι δεν σκόπευε να συνεχίσει τον αγώνα. Το καμπανάκι ξαναχτύπησε για το ξεκίνημα του έβδομου γύρου, ο Κλέι ήταν ο πρώτος που είδε τη μασέλα του Λίστον στο δάπεδο του ρινγκ και αμέσως πήγε στο κέντρο με σηκωμένα τα χέρια του ψηλά. Την ίδια στιγμή, ο εκφωνητής του αγώνα, Howard Cosell, ακούστηκε να λέει: “Wait a minute! Wait a minute! Liston is not coming out!”
Ο Λίστον δεν σηκώθηκε και ο Κλέι αναδείχθηκε νικητής με τεχνικό νοκ άουτ. Ήταν η πρώτη φορά από το 1919 που ένας παγκόσμιος πρωταθλητής εγκατέλειπε καθισμένος στη γωνία του. Ο Κάσιους Κλέι έγινε έτσι ο νεώτερος πυγμάχος (22 ετών) που κέρδισε τον τίτλο νικώντας έναν εν ενεργεία παγκόσμιο πρωταθλητή (ρεκόρ που κατέρριψε αργότερα ο Μάικ Τάισον στα 20 του χρόνια). Στη συνέντευξη Τύπου, αμέσως μετά τον αγώνα, ο Κλέι έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους φωνάζοντας “καταπιείτε τα λόγια σας”, “είμαι ο μέγιστος”, “ταρακούνησα την υφήλιο”, “υποκριτές κοιτάξτε με, δεν ποντάρατε ούτε μια δεκάρα πάνω μου, δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι αουτσάιντερ, είμαι τεράστιος, αποθεώστε τον πρωταθλητή”!
“ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ” Ο ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
Δυο ημέρες μετά τη νίκη του, ο Κλέι ανακοίνωσε πως είχε προσχωρήσει στο Έθνος του Ισλάμ (Nation of Islam), μια ακραία οργάνωση που αποκαλούσε «δαίμονα» τη λευκή φυλή. Ενημέρωσε τον Τύπο ότι πλέον ήταν ο Κάσιους Χ (τα μέλη των Μαύρων Μουσουλμάνων χρησιμοποιούσαν το Χ αντί για επίθετο – όπως ακριβώς και ο Μάλκολμ Χ – αρνούμενοι να έχουν ονόματα που είχαν δοθεί στους προγόνους τους από λευκούς ιδιοκτήτες σκλάβων). Λίγες μέρες αργότερα, στις 6 Μαρτίου, ο πνευματικός του καθοδηγητής, Ελάιζα Μοχάμεντ, του έδωσε το όνομα Μοχάμεντ Αλί. “Από εδώ και πέρα δεν χρειάζεται να είμαι αυτός που θέλετε εσείς να είμαι. Είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που θέλω εγώ” ήταν τα πρώτα του λόγια ως Αλί προς τους δημοσιογράφους.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1965, ο Αλί αντιμετώπισε για δεύτερη φορά τον Σόνι Λίστον, σε έναν αγώνα που είναι γνωστός από τότε για την “γροθιά φάντασμα” του παγκόσμιου πρωταθλητή που έριξε νοκ άουτ τον αντίπαλό του στον πρώτο γύρο. Μετά από ενάμιση περίπου λεπτό αγώνα, ο Λίστον εξαπέλυσε ένα αριστερό κροσέ, ο Αλί το απέφυγε και απάντησε με ένα γρήγορο δεξί, το οποίο έριξε κάτω τον Λίστον. Ο Αλί αρνήθηκε – όπως είχε την υποχρέωση – να πάει σε μια ουδέτερη γωνία, έμεινε πάνω από τον Λίστον φωνάζοντάς του να σηκωθεί και να συνεχίσει: “Get up and fight sucker!”
Ο Μοχάμεντ Αλί πάνω από τον Σόνι Λίστον στον δεύτερο αγώνα τους (25/5/1965)
Ο Σόνι έμεινε περίπου 15 δευτερόλεπτα κάτω, στη συνέχεια σηκώθηκε, ο διαιτητής έτρεξε στον χρονομέτρη για να τον συμβουλευτεί, οι δυο αντίπαλοι άρχισαν να πυγμαχούν ξανά και αμέσως μετά ο ρέφερι διέκοψε οριστικά το ματς υπέρ του Αλί με νοκ άουτ. Το πλήθος θεώρησε στημένο τον αγώνα, ενώ για πολλά χρόνια υπήρξαν φήμες που μιλούσαν είτε για απειλές εναντίον του Λίστον από τα μέλη του Έθνους του Ισλάμ, είτε για στοιχηματισμό εναντίον του από τον ίδιο τον Λίστον, είτε για “χρέη” που έπρεπε να ξεπληρώσει σε τρίτους. Την περίφημη γροθιά που έκρινε τον τίτλο, δεν την είδε σχεδόν κανείς. Στο slow motion πάντως, φαίνεται ότι ο Αλί πετυχαίνει τον Λίστον, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό ώστε να αφήσει νοκ άουτ ένα “θηρίο” όπως ο Λίστον.
Τα επόμενα χρόνια ο Αλί κυριάρχησε στο ρινγκ, υπερασπιζόμενος με επιτυχία και χαρακτηριστική ευκολία τον τίτλο του, απέναντι σε όχι τόσο σημαντικούς αντίπαλους, όπως ο Φλόιντ Πάτερσον, ο Χένρι Κούπερ, ο Μπράιαν Λόντον και ο Έρνι Τέρελ. Στις 14 Νοεμβρίου του 1966, στην αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, σε μόλις τρεις γύρους, πρόλαβε να χτυπήσει τον αντίπαλό του περισσότερες από εκατό φορές, τον σώριασε τέσσερις φορές, ενώ ο ίδιος δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα! Συνολικά, μέχρι τον Μάρτιο του 1967, πέτυχε ένα 9-0 απέναντι σε όλους τους διεκδικητές του τίτλου. Όμως τα προβλήματα παρουσιάστηκαν όχι πάνω, αλλά μακριά από το ρινγκ.
Το 1966, στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, όταν κρίθηκε στρατεύσιμος και κλήθηκε να υπηρετήσει, αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό ως αντιρρησίας συνείδησης για θρησκευτικούς λόγους. Η φράση του “I ain’t got no quarrel with them Viet Cong – no Viet Cong ever called me nigger” (δεν έχω καμία διένεξη με τους Βιετκόνγκ, κανένας από αυτούς δεν με αποκάλεσε ποτέ αράπη), έμεινε ιστορική. Για τη στάση του αυτή, αντιμετώπισε έντονη κριτική από μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης, ενώ τον Ιούνιο του 1967 του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρωταθλητή και η πυγμαχική άδεια, μετά από δίκη η ακροαματική διαδικασία της οποίας διήρκεσε μόλις 21 λεπτά!
Μοχάμεντ Αλί και Μάλκολμ Χ. Και οι δυο ήταν μέλη των “Μαύρων Μουσουλμάνων”.
Ο Αλί αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τριάμισι χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης (χωρίς να φυλακιστεί ποτέ), ποινή που αναιρέθηκε ομόφωνα τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Στη διάρκεια των τρεισήμισι χρόνων της απουσίας του από τα ρινγκ , ο Μοχάμεντ Αλί ξεχώρισε για τη στάση του σε θέματα σχετικά με την ελευθερία και τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, ασκώντας μεγάλη επιρροή στην αμερικάνικη προοδευτική νεολαία. Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, οι διοργανωτές αγώνων επαγγελματικού μποξ προσπαθούσαν να βρουν τον διάδοχο του Μοχάμεντ Αλί. Και δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν στο πρόσωπο – ή μάλλον στις γροθιές – του Τζο Φρέιζερ.
THE FIGHT OF THE CENTURY (ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, 8/3/1971)
Ο Joseph William Frazier γεννήθηκε (12-1-1944) στο Μποφόρ της Νότιας Καρολίνας και ξεκίνησε την πυγμαχία στην ηλικία των 15 ετών. Τον ανακάλυψε ένας προπονητής του μποξ στη Φιλαδέλφεια, όταν τον είδε να χτυπάει με τις γροθιές του τα κρεμασμένα από τα τσιγκέλια σφαχτά στην κρεαταγορά όπου εργαζόταν (από εκεί εμπνεύστηκε την ανάλογη σκηνή του “Ρόκυ” ο Σιλβέστερ Σταλόνε). Το αποκορύφωμα της ερασιτεχνικής του καριέρας ήταν η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου το 1964 στους Ολυμπιακούς αγώνες του Τόκιο στην κατηγορία των βαρέων βαρών, όπου στον τελικό νίκησε τον Γερμανό αντίπαλό του Χανς Χούμπερ αν και είχε σπασμένο τον αριστερό του αντίχειρα.
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1970 ο Φρέιζερ κέρδισε τον Τζίμι Έλις στη Νέα Υόρκη και πήρε επίσημα τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών. Ο Αλί δεν είδε με καλό μάτι την εξέλιξη αυτή και σε κάθε ευκαιρία τόνιζε στα μίντια πως ο μοναδικός και πραγματικός πρωταθλητής ήταν ο ίδιος. Το καλοκαίρι του 1970 η πολιτεία της Τζόρτζια εξέδωσε μια πυγμαχική άδεια στο όνομα του Μοχάμεντ Αλί και ο πρώην πρωταθλητής στους επόμενους μήνες πήρε μέρος σε 4 αγώνες ώστε να ξαναβρεί την χαμένη του φόρμα, αφού είχε συμπληρώσει 3,5 χρόνια μακριά από τα ρινγκ. Τον Δεκέμβριο του 1970 ο Αλί αντιμετώπισε έναν από τους ισχυρότερους μποξέρ της εποχής, τον Αργεντίνο Όσκαρ Μποναβένα, και πέτυχε με νοκ άουτ την 30η του σερί νίκη.
Ο Τζο Φρέιζερ βγάζει νοκ άουτ τον Μοχάμεντ Αλί στο Fight of the Century (8/3/1971)
Λίγες μέρες αργότερα, ένας δικαστής της Νέας Υόρκης αποφάσισε πως η αφαίρεση της πυγμαχικής άδειας του Αλί ήταν παράνομη και καταχρηστική και διέταξε άμεση επανόρθωση. Όλα πλέον ήταν έτοιμα για τη μεγάλη συνάντηση με τον Φρέιζερ, η οποία ορίστηκε για την 8η Μαρτίου του 1971. Ο Αλί είχε μπροστά του τρεις μήνες για να προετοιμάσει το “come-back” του. Ο πρώτος αγώνας ανάμεσα στους δυο μποξέρ πραγματοποιήθηκε στο “Madison Square Garden” της Νέας Υόρκης. Ο κάθε ένας τους είχε συμφωνηθεί να εισπράξει 2,5 εκατομμύρια δολάρια ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το μεγαλύτερο ποσό που είχε δοθεί μέχρι τότε στην ιστορία του αθλητισμού για έναν μόνο αγώνα.
50 κράτη είχαν αγοράσει τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ενώ η αναμετάδοση έγινε σε 12 διαφορετικές γλώσσες. Τον αγώνα παρακολούθησαν συνολικά 300 εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλον τον κόσμο, περισσότεροι από όσους είχαν δει το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο φεγγάρι δυο χρόνια πριν. Μπροστά στους 20.445 θεατές που είχαν κατακλύσει το MSG, ο Αλί παρουσιάστηκε καλύτερος στους 3 πρώτους γύρους, όμως ο Φρέιζερ μετά από κάθε αριστερό ντιρέκτ που δεχόταν, έδινε συνεχόμενα δυνατά κροσέ στο σώμα του αντιπάλου του ώστε να τον κουράσει και να τον κάνει πιο αργό. Ο αριθμός των χτυπημάτων εκατέρωθεν ήταν τόσο μεγάλος, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με μικρότερες κατηγορίες.
Από τον 4ο γύρο και μετά ο Αλί σταμάτησε να χορεύει. Ο Φρέιζερ, που πλέον είχε ισορροπήσει την κατάσταση, θύμιζε μανιακό. Έριχνε σε κάθε γύρο τόσα χτυπήματα – σχεδόν αποκλειστικά hooks – όσα ρίχνουν μποξέρ της ίδιας κατηγορίας σε έναν ολόκληρο αγώνα. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως το “μομέντουμ” του αγώνα άλλαξε στον 9ο γύρο, μετά από ένα απίστευτο μπαράζ αριστερών-δεξιών hooks που εξαπέλυσε ο Φρέιζερ. Στον 10ο γύρο ο Φρέιζερ άρχισε να πετάει τον αντίπαλό του στα σκοινιά, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά στην καριέρα του Αλί. 49 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του 11ου γύρου, ο Φρέιζερ προειδοποίησε εξαπολύοντας δυο συνεχόμενα αριστερά hooks στο πρόσωπο του Αλί.
Ο αγώνας ήταν τόσο βίαιος που οι δυο πυγμάχοι μεταφέρθηκαν κατευθείαν στο νοσοκομείο για νοσηλεία. Είναι γνωστός μέχρι σήμερα ως “the Fight of the Century” (ο αγώνας του αιώνα) και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες συναντήσεις της ιστορίας του αθλήματος.
Στον 14ο γύρο ο Αλί έκανε ένα σοβαρό λάθος τακτικής: ξόδεψε ότι είχε και δεν είχε σε μια φοβερή επίθεση, δίνοντας μερικές από τις καλύτερες γροθιές του, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μόλις στο 25ο δευτερόλεπτο του 15ου γύρου, ο Αλί άφησε τελείως εκτεθειμένη τη δεξιά του πλευρά. Ο Φρέιζερ χωρίς δεύτερη σκέψη έστειλε έναν αριστερό κεραυνό πάνω στο σαγόνι του αντιπάλου του, γκρεμίζοντάς τον με ορμή, ανάσκελα, με τα πόδια στον αέρα. Ήταν μόλις η τρίτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο στη διάρκεια της καριέρας του Αλί. Εκεί τελείωσαν όλα. Ο Αλί, φανερά ζαλισμένος, σηκώθηκε, άντεξε μέχρι το τελευταίο καμπανάκι, αλλά δεν μπόρεσε να ανατρέψει την κατάσταση. Η απόφαση ήταν ομόφωνη (9-6, 11-4, 8-6 οι βαθμολογίες των τριών κριτών, όλες υπέρ του Φρέιζερ). Ο αγώνας ήταν τόσο βίαιος που οι δυο πυγμάχοι μεταφέρθηκαν κατευθείαν στο νοσοκομείο για νοσηλεία. Είναι γνωστός μέχρι σήμερα ως “the Fight of the Century” (ο αγώνας του αιώνα) και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες συναντήσεις της ιστορίας του αθλήματος.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ “ΖΟΥΓΚΛΑ”
Μετά το “the Fight of the century”, ο Αλί αντιμετώπισε τον Τζίμι Έλις και στη συνέχεια ολοκλήρωσε ένα νικηφόρο σερί 10-0, κερδίζοντας όλους τους αντιπάλους του μέχρι τον Φεβρουάριο του 1973. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς γνώρισε τη δεύτερη ήττα της καριέρας του από τον Κεν Νόρτον, έναν πρώην αμερικανό πεζοναύτη, ο οποίος κατάφερε να του σπάσει το σαγόνι στη διάρκεια του αγώνα. Ο Αλί πήρε τη ρεβάνς έξι μήνες αργότερα κερδίζοντας τον Νόρτον στα σημεία, σε έναν πολύ δύσκολο και ισορροπημένο αγώνα. “Αν δεν είχα κερδίσει τον Νόρτον, δεν θα μπορούσα πλέον να ισχυρίζομαι ότι είμαι ο μέγιστος”, είχε εξομολογηθεί αργότερα στους δημοσιογράφους.
Στο μεταξύ, δυο μήνες νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1973, ο Τζο Φρέιζερ είχε χάσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τον Τζορτζ Φόρμαν, σε έναν αγώνα που διεξήχθη στο Κίνγκστον της Τζαμάικα και έμεινε γνωστός ως “The Sunshine Showdown”. Ο Φόρμαν, γεννημένος στο Τέξας το 1949, είχε κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στο Μέξικο Σίτι στην κατηγορία των βαρέων βαρών και έναν χρόνο αργότερα έγινε επαγγελματίας. Οι δυο τους τέθηκαν αντιμέτωποι χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ την ήττα (29-0 ο Φρέιζερ & 37-0 ο Φόρμαν) και ήταν ο Big George εκείνος που διέλυσε κάθε προγνωστικό, μαζί και τον Smokin’ Joe, τον οποίο έριξε έξι φορές στο καναβάτσο, πριν διακοπεί υπέρ του ο αγώνας με τεχνικό νοκ άουτ μόλις στον δεύτερο γύρο!
Ο Κάσιους Κλέι μαζί με τον 6χρονο Πάτρικ Πάουερ (1963)
Ο Φόρμαν υπερασπίστηκε στη συνέχεια με επιτυχία τον τίτλο του απέναντι στους Χοσέ Ρομάν (Σεπτέμβριος 1973) και Κεν Νόρτον (Μάρτιος 1974). Παράλληλα, ο Μοχάμεντ Αλί, τον Ιανουάριο του 1974, αντιμετώπισε για δεύτερη φορά τον Τζο Φρέιζερ. Ο αγώνας φιλοξενήθηκε και πάλι στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης και το έπαθλο δεν ήταν άλλο – πέρα από τα χρήματα – από το δικαίωμα του νικητή να διεκδικήσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τον Φόρμαν. Οι ειδικοί θεωρούν τον συγκεκριμένο αγώνα κατώτερο του πρώτου και του τρίτου, όμως η δίψα του Αλί για εκδίκηση ήταν ασυγκράτητη. Μην ξεχνάμε ότι το ” Fight of the century” ήταν η πρώτη ήττα της καριέρας του.
Λίγες μέρες πριν τη συνάντηση, οι δυο πυγμάχοι βρέθηκαν στα στούντιο του ABC στη Νέα Υόρκη, για να αναλύσουν τον πρώτο τους αγώνα στην εκπομπή Wide World of Sports. Όταν κάποια στιγμή ο Φρέιζερ έδειξε ένα χτύπημα στον 10ο γύρο, λέγοντας ότι από εκείνη τη στιγμή πήρε το επάνω χέρι, ο Αλί έχασε την ψυχραιμία του και τον αποκάλεσε άσχετο. Ένας έξαλλος Φρέιζερ ζήτησε το λόγο και κουβέντα στην κουβέντα οι δυο τους πιάστηκαν στα χέρια, με τους φουκαράδες του στούντιο να προσπαθούν μάταια να τους χωρίσουν. Η πυγμαχική ομοσπονδία τους επέβαλλε πρόστιμο και η συνέχεια δόθηκε πάνω στο ρινγκ.
Ο πιο γυμνασμένος Αλί είχε προετοιμαστεί ειδικά για να αποφεύγει τα αριστερά hooks του αντιπάλου του, γυρνώντας συνεχώς προς τη δεξιά πλευρά και εξαπολύοντας τους δικούς του συνδυασμούς χτυπημάτων. Στο τέλος του 2ου γύρου ο Αλί προσγείωσε στο πρόσωπο του Φρέιζερ ένα δεξί κροσέ, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει την επίθεσή του, επειδή ο διαιτητής νόμισε κατά λάθος ότι άκουσε το καμπανάκι. Κάθε φορά που ο Φρέιζερ πλησίαζε κοντά για να ρίξει τα hooks του, ο Αλί τον αγκάλιαζε και του έκοβε την επαφή. Έχοντας εκνευρίσει τον αντίπαλό του, ο Αλί άλλαξε τελείως την τακτική του στους 3 τελευταίους γύρους, ανταλλάσσοντας με τον Φρέιζερ συνεχόμενα χτυπήματα και παίρνοντας ακόμα περισσότερα σημεία. Η ρεβάνς είχε αποδειχτεί πολύ πιο εύκολη από όσο περίμεναν οι ειδικοί και οι θεατές. Οι κριτές ομόφωνα έδωσαν τη νίκη στον Αλί (6-5, 7-4, 8-4).
THE RUMBLE IN THE JUNGLE (ΚΙΝΣΑΣΑ, 30/10/1974)
Μετά τη νίκη του Αλί επί του Φρέιζερ, όλα ήταν πλέον έτοιμα για μια “συνάντηση κορυφής” ανάμεσα στα δυο “θηρία”. Το απόλυτο φαβορί ήταν ο Τζορτζ Φόρμαν, κάτοχος του παγκόσμιου τίτλου, ένα πραγματικό φόβητρο για οποιονδήποτε αντίπαλο. Το μεγάλο όπλο του Big George ήταν τα ισχυρά κροσέ του, ενώ τα χτυπήματά του γίνονταν ακόμα πιο “θανατηφόρα” αφού έστριβε το σώμα του, συγκεντρώνοντας με αυτόν τον τρόπο όλες τις μυϊκές του ομάδες στη γροθιά του. Η δύναμη, το μέγεθος και η κυριαρχία του δεν επιδέχονταν αμφισβήτησης και η τρανή απόδειξη ήταν το απίστευτο 40-0 με το οποίο θα αντιμετώπιζε τον Αλί. Ακόμα πιο “τρομακτικό” ήταν το γεγονός ότι από τις 40 νίκες του, οι 37 είχαν επιτευχθεί με νοκ άουτ (τα 25 εκ των οποίων στον πρώτο ή στον δεύτερο γύρο)!
Ο Αλί έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους κατοίκους του Ζαΐρ, οι οποίοι εξαρχής τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα, εκφράζοντας την υποστήριξή τους στο πρόσωπό του με την ιστορική πλέον κραυγή “Ali, bomaye”, δηλαδή “Αλί, σκότωσέ τον”!
Ο Ντον Κινγκ σε μια από τις πρώτες του διοργανώσεις αγώνων, έπεισε τους δυο αντίπαλους να υπογράψουν ξεχωριστά συμβόλαια μαζί του, με την προϋπόθεση να εξασφαλίσει χρηματικό έπαθλο 5 εκατομμυρίων δολαρίων. Αφού αρχικά απέτυχε να συγκεντρώσει το ποσό στις ΗΠΑ, ο Κινγκ έψαξε στο εξωτερικό. Ο πρόεδρος – δικτάτορας του Ζαΐρ, Μομπούτου, ήταν τελικά εκείνος ο οποίος πρόσφερε τα χρήματα, πεπεισμένος για την τεράστια προβολή που θα είχε στην υφήλιο ο ίδιος και η χώρα του, φιλοξενώντας ένα τόσο μεγάλης εμβέλειας αθλητικό γεγονός. Ο αγώνας συμφωνήθηκε από όλες τις πλευρές να διεξαχθεί στις 25 Σεπτεμβρίου του 1974 στο στάδιο “20η Μαΐου” της Κινσάσα, πρωτεύουσας του Ζαΐρ.
Ο Φόρμαν και ο Αλί πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού στο Ζαΐρ, θέλοντας να εγκλιματιστούν στις συνθήκες της Αφρικής και κάνοντας παράλληλα την προετοιμασία τους για τον αγώνα. Ο Αλί έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους κατοίκους του Ζαΐρ, οι οποίοι εξαρχής τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα, εκφράζοντας την υποστήριξή τους στο πρόσωπό του με την ιστορική πλέον κραυγή “Ali, bomaye”, δηλαδή “Αλί, σκότωσέ τον”! Οι αναλυτές πάντως, δεν έδιναν πιθανότητες στον Αλί. Το πρώτο τους επιχείρημα ήταν ότι είχε δώσει 4 αγώνες με τους Νόρτον και Φρέιζερ, έχοντας χάσει στους δυο από αυτούς, τη στιγμή που ο Φόρμαν είχε διαλύσει και τους δυο με νοκ άουτ στον δεύτερο γύρο.
Το δεύτερο τους επιχείρημα ήταν ότι ο Αλί είχε χάσει αρκετή από την ταχύτητά του αλλά και από τα ρεφλέξ του. Ήταν πλέον 32 ετών, ενώ ο Φόρμαν, στα 26 του, κυριαρχούσε σε όλους του τους αγώνες. Όπως και με τον Σόνι Λίστον, έτσι και τώρα οι ειδικοί δεν έδιναν καμία τύχη στον διεκδικητή. Από τη μεριά του, ο Αλί ήταν αισιόδοξος για την έκβαση της αναμέτρησης: “Αν νομίζετε ότι ο κόσμος εξεπλάγη από την παραίτηση του Νίξον, περιμένετε να δείτε τί θα γίνει όταν θα δείρω τον πισινό του Φόρμαν”, έλεγε στον Τύπο! Συνεχίζοντας: “Έκανα καινούργια πράγματα στην προετοιμασία μου. Πάλεψα με έναν αλιγάτορα, έβαλα κάτω μια φάλαινα, πέρασα χειροπέδες σε μια αστραπή, έκλεισα μια βροντή στην φυλακή. Μόνο την τελευταία εβδομάδα σκότωσα έναν βράχο, τραυμάτισα μια πέτρα, έστειλα στο νοσοκομείο ένα τούβλο, είμαι τόσο κακός που έκανα τα φάρμακα να αρρωστήσουν”!
Το δεξί ντιρέκτ του Αλί έχει μόλις προσγειωθεί πάνω στο πρόσωπο του Τζορτζ Φόρμαν (30/10/1974)
Λίγα 24ωρα πριν τον αγώνα, ο Φόρμαν σκίστηκε κάτω από το δεξί μάτι στη διάρκεια της προπόνησης και η συνάντηση μεταφέρθηκε για τις 30 Οκτωβρίου. Ο Μομπούτου είχε διοργανώσει ένα τριήμερο μουσικό φεστιβάλ από τις 22 μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου, το οποίο διεξήχθη κανονικά με συναυλίες από πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ο Τζέιμς Μπράουν, ο Μπι Μπι Κινγκ, η Σέλια Κρους, ο Μπιλ Γουίδερς και η Μίριαμ Μακέμπα. Τελικά η μεγάλη μέρα έφτασε, ή μάλλον, πιο σωστά, η μεγάλη νύχτα, αφού ο αγώνας 15 γύρων είχε προγραμματιστεί για τις 4 μετά τα μεσάνυχτα, ώστε με τη διαφορά της ώρας να συμπέσει με τις ζώνες υψηλής θεαματικότητας στις ΗΠΑ.
Πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ήταν προφανές ότι μια μάχη με κοντινά χτυπήματα ήταν κάτι που θα ευνοούσε τον Φόρμαν και τις ασυναγώνιστα δυνατές γροθιές του. Με το που χτύπησε το καμπανάκι, ο Αλί επιτέθηκε στον Φόρμαν, εξαπολύοντας συνεχόμενα δεξιά κροσέ στο κεφάλι του αντιπάλου του, χωρίς όμως ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Πριν την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου, ο Φόρμαν έριξε με τη σειρά του τα πρώτα χτυπήματα στον Αλί. Αυτό όμως που έγινε φανερό από τα πρώτα λεπτά, ήταν ότι ο Big George είχε κάνει ειδική προπόνηση στο να “κλείνει” το ρινγκ, εμποδίζοντας τον Αλί να ξεφεύγει. Ο ίδιος ο Αλί το κατάλαβε και συνειδητοποιώντας ότι δυο βήματα δικά του έναντι ενός του Φόρμαν θα τον κούραζαν γρήγορα, αποφάσισε να αλλάξει τακτική.
Έτσι λοιπόν, προς γενική κατάπληξη της γωνίας του, από το ξεκίνημα του δεύτερου γύρου, ο Αλί άρχισε να στηρίζεται στα σκοινιά καλύπτοντας το κεφάλι του, αφήνοντας τον Φόρμαν να τον χτυπάει στα χέρια και τον κορμό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Φόρμαν να σπαταλήσει πολλές δυνάμεις ρίχνοντας γροθιές, οι οποίες είτε δεν χτυπούσαν τον Αλί αποτελεσματικά, είτε δυσκόλευαν αφάνταστα τις προσπάθειές του να χτυπήσει το κεφάλι του αντιπάλου του. Η τακτική αυτή ονομάστηκε “rope a dope” και υπήρξε καταλυτική στην τελική έκβαση του αγώνα. Ο Αλί ήταν φανερό ότι δοκίμαζε τις δικές του αντοχές από το σφυροκόπημα του Φόρμαν, περιμένοντας το λάθος του αντιπάλου του.
Παράλληλα, ο Αλί εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να χτυπήσει με δυνατά ντιρέκτ το πρόσωπο του Φόρμαν, το οποίο γρήγορα άρχισε να πρήζεται. Κάθε φορά που οι δυο αντίπαλοι “αγκαλιάζονταν”, ο Αλί έγερνε πάνω στον Φόρμαν, ώστε να τον αναγκάζει να σηκώνει όλο του το βάρος ή κρατούσε κάτω το κεφάλι του πιέζοντάς τον από το σβέρκο. Ο Αλί παράσερνε όσο πιο συχνά μπορούσε τον αντίπαλό του σε αυτά τα “αγκαλιάσματα”, προκαλώντας τον να του ρίξει ακόμα περισσότερες γροθιές και ο Φόρμαν έκανε ακριβώς αυτό, πέφτοντας συνεχώς στην παγίδα. “Is that all you got George? They told me you could hit” (Αυτό είναι όλο που μπορείς Τζορτζ; Μου είπαν ότι ξέρεις να χτυπάς), φώναζε συνεχώς ο Αλί στον Φόρμαν, εξοργίζοντάς τον όλο και περισσότερο.
Ο Τζορτζ Φόρμαν ξαπλωμένος στο καναβάτσο, δευτερόλεπτα πριν ο διαιτητής διακόψει τον αγώνα με νοκ άουτ υπέρ του Αλί (30/10/1974)
Το θέαμα αρχικά ήταν τόσο πρωτόγνωρο και “παραβίαζε” τόσο ξεκάθαρα κάθε συμβατική λογική του μποξ, ώστε αρκετοί ειδικοί που παρακολουθούσαν τον αγώνα, σκέφτηκαν ότι πιθανότατα η συνάντηση ήταν στημένη. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό τους ότι ο Αλί έδινε “πεδίο” στον Φόρμαν για “πυρ κατά βούληση”. Μετά από αρκετούς γύρους, όπου ο Αλί συνέχισε την ίδια τακτική, ο Φόρμαν άρχισε να εξαντλείται, ενώ ο αντίπαλός του άρχισε να “προσγειώνει” πάνω του όλο και περισσότερα jabs και κροσέ. Στο τέλος του πέμπτου γύρου, στη διάρκεια του οποίου ο Φόρμαν κυριάρχησε φαινομενικά, δέχτηκε ένα μπαράζ από χτυπήματα, ανίκανος να αντιδράσει.
Ο ίδιος ο Φόρμαν έλεγε μετά το ματς: «Πίστευα ότι ο Αλί ήταν ένα ακόμα υποψήφιο θύμα για νοκ άουτ, μέχρι τον έβδομο γύρο. Τότε τον χτύπησα δυνατά στο σαγόνι και εκείνος με κράτησε και μου ψιθύρισε “μόνο αυτό σου έχει μείνει Τζορτζ;” Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι απέναντί μου δεν είχα αυτό που νόμιζα». Μόλις ξεκίνησε ο όγδοος γύρος, τα χτυπήματα και οι άμυνες του Φόρμαν δεν έφερναν πια κανένα αποτέλεσμα. Αντίθετα, η κούραση έφερε αυτό ακριβώς που περίμενε υπομονετικά για πολλή ώρα ο Αλί: το λάθος. Ο Φόρμαν είχε για σχεδόν ολόκληρο τον γύρο τον Αλί στα σκοινιά χτυπώντας τον χωρίς δυνάμεις. Απέμεναν 20 δευτερόλεπτα και ο παγκόσμιος πρωταθλητής πιάστηκε τελείως αδιάβαστος στην άμυνά του.
Ο Φόρμαν δέχτηκε μερικά δεξιά hooks και στη συνέχεια ακολούθησε ένας πενταπλός συνδυασμός χτυπημάτων από τον Αλί που κατέληξε πρώτα σε ένα φοβερό αριστερό hook για να ολοκληρωθεί αμέσως μετά με ένα δυνατό δεξί ντιρέκτ πάνω στο πρόσωπο του Big George, ο οποίος έπεσε στο καναβάτσο. Ο Φόρμαν σηκώθηκε στο “9”, αλλά ο διαιτητής διέκοψε τον αγώνα δυο δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του γύρου. Πέρα από κάθε προγνωστικό και μέσα σε ντελίριο των θεατών, ο Μοχάμεντ Αλί κέρδισε με νοκ άουτ και πήρε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή για δεύτερη φορά στην καριέρα του, δέκα χρόνια μετά τη νίκη του επί του Σόνι Λίστον. Το “Rumble in the Jungle” ήταν ο απόλυτος θρίαμβος στην καριέρα του Αλί, απέδειξε ότι επρόκειτο όχι απλά για έναν μεγάλο πυγμάχο, αλλά και για έναν εκπληκτικό “αναλυτή” της τακτικής.
Απέναντι στον Φόρμαν άλλαξε τελείως το γνωστό χορευτικό του στιλ εφαρμόζοντας το rope a dope. Αντί να αποφύγει τα χτυπήματα με τη συνεχή κίνηση όπως συνήθιζε, προτίμησε να δεχτεί εκατοντάδες γροθιές από τον αντίπαλό του, περιμένοντας την κρίσιμη στιγμή για να κάνει το “θαύμα” του. Αμέσως μετά, ο Αλί επανέλαβε στους δημοσιογράφους ότι ήταν αυτός ο “μέγιστος”, ενώ ο Φόρμαν παραδέχτηκε χωρίς καμία δικαιολογία την ήττα του, λέγοντας πως “ο Αλί με ξεπέρασε στο μυαλό και με ξεπέρασε στον αγώνα”. Ο Φόρμαν και ο Αλί δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ στο ρινγκ. Λίγα χρόνια μετά άφησαν πίσω τους όσα είχαν συμβεί στην Κινσάσα και συνδέθηκαν με στενή φιλία. Το 1996, όταν το ντοκιμαντέρ “When we were Kings” – με θέμα εκείνον τον αγώνα – κέρδισε το Όσκαρ, οι δυο τους ανέβηκαν τιμητικά πάνω στη σκηνή, ο Φόρμαν βοηθώντας τον Αλί που ήδη είχε την ασθένεια του Πάρκινσον.
THE THRILLA IN MANILA (ΜΑΝΙΛΑ, 1/10/1975)
Στα μέσα του 1975, ο Αλί συμφώνησε να αντιμετωπίσει για τρίτη φορά τον Τζο Φρέιζερ, τον πυγμάχο από τον οποίο είχε υποστεί την πρώτη ήττα της επαγγελματικής του καριέρας τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στο “fight of the century”. Ο τρίτος και τελευταίος αγώνας των δυο μεγάλων πρωταθλητών ήταν η κορύφωση της αντιπαλότητάς τους και μια από τις πιο θρυλικές στιγμές της πυγμαχικής ιστορίας. Το Θρίλερ στη Μανίλα έφερε και τους δυο πρωταγωνιστές στα όριά τους. “Δεν έχω νιώσει ποτέ πριν τόσο κοντά στον θάνατο”, είπε στον προπονητή του μετά το τέλος του 9ου γύρου ο Αλί, ενώ ο Φρέιζερ τελείωσε τον αγώνα κυριολεκτικά τυφλός! Ήταν ο δικτάτορας των Φιλιππίνων Φέρντιναντ Μάρκος, εκείνος που ζήτησε να φιλοξενήσει στη χώρα του την τρίτη αναμέτρηση, θέλοντας να προσφέρει στους υπηκόους του “άρτο και θεάματα”.
Ο ατζέντης Ντον Κινγκ αποδέχτηκε την πρόσκληση και αμέσως μετά άρχισε η προετοιμασία των δυο αντιπάλων. Ο Φρέιζερ αφοσιώθηκε στην προπόνηση για να παρουσιαστεί όσο πιο έτοιμος σε αυτόν που θα ήταν ο τελευταίος μεγάλος του αγώνας. Ήταν αποφασισμένος να τιμωρήσει τον Αλί για όσα υποτιμητικά είχε πει κατά καιρούς για τον ίδιο και ιδιαίτερα για το γεγονός ότι τον αποκαλούσε “άσχημο και ηλίθιο γορίλλα”. Ο Φρέιζερ είχε στηρίξει τόσο ηθικά όσο και οικονομικά τον Αλί, την περίοδο που του είχε αφαιρεθεί η άδεια πυγμαχίας και είχε παρακαλέσει προσωπικά τον πρόεδρο Νίξον να αποκαταστήσει τον μεγάλο του αντίπαλο. Θεωρούσε λοιπόν τη συμπεριφορά του Αλί ένδειξη αγνωμοσύνης.
It’s gonna be a chilla and a killa and a thrilla, when I get that gorilla in Manila
Ο Τζο, που του άρεσε να μασάει ένα κομμάτι ταμπάκο γιατί του θύμιζε τον πάτερα του (από όπου και το “Smokin’”), ήταν μια πραγματικά ασταμάτητη δύναμη της φύσης. Δεν είχε κάποια ιδιαίτερη τεχνική, όμως οι γροθιές του μπορούσαν να διαλύσουν οποιονδήποτε αντίπαλο. Τα περιβόητα hooks του (κλειστά γωνιακά χτυπήματα, κροσέ δηλαδή αλλά από πολύ κοντινή απόσταση) ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο όπλο του. Γιατί το πρώτο του χαρακτηριστικό, αυτό που τον έκανε να ισοσκελίζει την έλλειψη τεχνικής του, ήταν η απίστευτη αντοχή του στα χτυπήματα των αντιπάλων του.
Ένας από τους μεγαλύτερους “αγκισέρ” (γαλλικός πυγμαχικός όρος για τους μποξέρ που αντέχουν τα χτυπήματα και απαντούν άμεσα με δικά τους) όλων των εποχών, ο σκληροτράχηλος Φρέιζερ ήταν το απόλυτο άκρο – αντίθετο του Αλί, όχι μόνο σαν στιλ αλλά και σαν χαρακτήρας και προσωπικότητα. Πυγμαχούσε πάντοτε σκυφτός, κινώντας συνεχώς τα χέρια του και μόλις έβρισκε το κενό για να εξαπολύσει το hook του, δεν σταματούσε να χτυπάει παρά μόνο όταν σώριαζε κάτω τον αντίπαλό του. Ήταν ακριβώς το στιλ που εξόργιζε έναν “όρθιο” μποξέρ όπως ο Αλί. Έξω από τα ρινγκ ο Τζο ήταν ένας απλός, σεμνός, χαμηλών τόνων οικογενειάρχης, που πήγαινε ανελλιπώς στην εκκλησία της περιοχής του και ήταν πάντοτε προσιτός στον απλό κόσμο.
Οι αντί – Αλί φίλαθλοι βρήκαν στον Φρέιζερ τον ιδανικό εκπρόσωπό τους, αν και ο ίδιος ο Τζο κατ’ επανάληψη δήλωνε πως δεν του άρεσε να τον “χρησιμοποιούν” ως “αντί” οποιουδήποτε. Οι δυο αθλητές διέφεραν 100% μεταξύ τους. Ένας αγώνας εναντίον του Smokin’ Joe ήταν πραγματικός πόλεμος. «Αν τον χτυπήσεις, θα του αρέσει. Αν τον ρίξεις κάτω, απλά θα τον λυσσάξεις», είχε πει για τον Φρέιζερ ο μεγάλος Τζορτζ Φόρμαν. Η στρατηγική του Αλί ήταν η εξής σύμφωνα με τα λεγόμενά του στους δημοσιογράφους: “Θέλω να τον κάνω έξαλλο, γιατί όταν ο αντίπαλός μου γίνεται έξαλλος, θέλει τόσο πολύ να με χτυπήσει που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά, έτσι λοιπόν θέλω να τον κάνω έξαλλο”.
Από την άλλη μεριά, ο Φρέιζερ είχε στο μυαλό του το αξίωμα του παραδοσιακού μποξ: “Αν σκοτώσεις το κορμί, το κεφάλι θα πεθάνει”. Όπως το περιέγραφε ο ίδιος: “Αν σταματήσω τα όργανά του, αν τα νεφρά και το συκώτι σταματήσουν να λειτουργούν σωστά, τότε δεν θα μπορεί να κινηθεί τόσο γρήγορα”. Ή όπως έλεγε ο προπονητής του, Τζορτζ Μπέντον: “Η οδηγία μου στον Τζο ήταν ότι αυτό που πρέπει να κάνει είναι να μείνει πάνω από τον Αλί και να τον χτυπήσει τον πουτάνας γιό οπουδήποτε. Να τον χτυπήσει στα πλευρά, να τον χτυπήσει στα πόδια, να τον χτυπήσει οπουδήποτε χωρίς σταματημό”!
Φρέιζερ και Αλί στο “Thrilla in Manila” (1/10/1975)
Εκείνη την εποχή ο Αλί φαινόταν περισσότερο απασχολημένος με το φλερτ του για την Veronica Porsche (μετέπειτα σύζυγό του) και λιγότερο για τη σωστή προετοιμασία του ενόψει του αγώνα με τον Φρέιζερ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τύπος αποκαλούσε το γυμναστήριό του “The Ali Circus”, ενώ ο ίδιος ο Αλί φαινόταν καθησυχασμένος από τους ειδικούς του αθλήματος, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο Φρέιζερ είχε “αδειάσει” τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά μετά την τελευταία του αναμέτρηση με τον Foreman, ενάμιση χρόνο πριν, όταν και είχε χάσει τον παγκόσμιο τίτλο στην Τζαμάικα.
O Αλί συνέχισε να προκαλεί τον Φρέιζερ και μάλιστα λίγες μέρες πριν τον αγώνα, παρουσιάστηκε σε μια συνέντευξη Τύπου γρονθοκοπώντας ένα ελαστικό ομοίωμα γορίλλα, λέγοντας στους δημοσιογράφους τα θρυλικά πλέον λόγια που έδωσαν και την ονομασία στην τελευταία τους συνάντηση: “It’s gonna be a chilla and a killa and a thrilla, when I get that gorilla in Manila”. Έτσι όταν οι δυο αντίπαλοι έφτασαν στις Φιλιππίνες, ο Φρέιζερ ήταν εξοργισμένος και καλά προετοιμασμένος, ενώ ο Αλί ήταν υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του και σχεδόν απροετοίμαστος.
Ο αγώνας 15 γύρων είχε προγραμματιστεί για το πρωί της 1ης Οκτωβρίου, ώστε με τη διαφορά της ώρας να συμπέσει με τις ζώνες υψηλής θεαματικότητας στις ΗΠΑ και τον Δυτικό κόσμο. Το πρώτο καμπανάκι ήχησε στις 11 παρά δέκα τοπική ώρα στο Araneta Coliseum της Quezon City (ενός από τους 12 δήμους που αποτελούν το μητροπολιτικό διαμέρισμα της Μανίλα, πρωτεύουσας των Φιλιππίνων). Ο Αλί είχε πει στους προπονητές του ότι θα κατάπινε τον Φρέιζερ. Ο σκοπός του ήταν να τελειώσει γρήγορα τον αγώνα, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι δεν ήταν έτοιμος για να φτάσει μέχρι και τον 15ο γύρο. Ξέροντας ότι ο Φρέιζερ ξεκινούσε σε χαμηλό τέμπο, δεν ακολούθησε την προσφιλή του τακτική να χορεύει και να αποφεύγει με την ταχύτητά του τον αντίπαλό του, αντίθετα επιτέθηκε κατευθείαν εξαπολύοντας συνδυασμούς χτυπημάτων, πολλά από τα οποία πέτυχαν τον Φρέιζερ.
Προς μεγάλη όμως έκπληξη όλων, αντί ο Φρέιζερ να οπισθοχωρήσει, στήθηκε προκλητικά μπροστά στον Αλί, σα να ζητούσε περισσότερα χτυπήματα, χωρίς βέβαια να χάνει παράλληλα την ευκαιρία να εκσφενδονίζει τα τρομερά του hooks στο κορμί του αντιπάλου του. Τα jabs που δεχόταν ο Φρέιζερ ήταν φοβερά, δεν προκαλούσαν όμως την πτώση του και η αντοχή του έκανε τόσο έξαλλο τον Αλί, ώστε στο τέλος του 4ου γύρου τού φώναξε: “Ηλίθιο κούτσουρο!” Η κούραση άρχισε να κάνει τα σημάδια της εμφανή στον Αλί και η πρωτοβουλία φάνηκε να περνάει στην άλλη πλευρά. Στην αρχή του 7ου γύρου και αφού στο τέλος του 6ου είχε δεχτεί ένα φοβερό μπαράζ χτυπημάτων, ο Αλί είπε στον Φρέιζερ: “Τζο μου είχαν πει ότι ήσουν ξοφλημένος” και εκείνος του απάντησε: “σου είπαν ψέματα!”
Ο “σκυφτός” Φρέιζερ απέναντι στον “όρθιο” Αλί.
Σιγά σιγά τα αριστερά hooks του Φρέιζερ άρχισαν να γέρνουν την πλάστιγγα προς το μέρος του, όμως γρήγορα έγινε σαφές ότι κανείς από τους δυο δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει. Οι στρατηγικές και οι τακτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι τον 10ο γύρο, εξαφανίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους σε μια μάχη μέχρις εσχάτων ανάμεσα σε δυο πυγμάχους που τους κράταγε όρθιους το πείσμα, η θέληση, το κουράγιο και το πνεύμα του νικητή. Τα χτυπήματα έπεφταν κυριολεκτικά βροχή μέσα στην αφόρητη ζέστη που επικρατούσε στο Araneta Coliseum και οι θεατές παρακολουθούσαν μαγνητισμένοι την τιτανομαχία. Η θερμοκρασία πάνω στο ρινγκ είχε μετρηθεί στους 49 βαθμούς Κελσίου, ενώ οι δυο αθλητές έχασαν από 3 κιλά ο καθένας λόγω της υπερβολικής εφίδρωσης!
Στον 11ο γύρο ο Φρέιζερ μείωσε την ένταση των επιθέσεών του, φανερά πλέον και αυτός κουρασμένος. Ο Αλί επέστρεψε στον γνώριμο χορό του και το τέλος του γύρου βρήκε τον Φρέιζερ με δυο σχισμές στη θέση των ματιών του. Στη συνέχεια ο Αλί εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο αντίπαλός του δεν έβλεπε καθόλου από το δεξί του μάτι και τον σφυροκόπησε με δεξιές γροθιές, μέχρι που στη μέση του 13ου γύρου ένας ακόμα τρομερός συνδυασμός χτυπημάτων του, εκσφενδόνισε στο κοινό την προστατευτική μασέλα του Φρέιζερ, αφήνοντάς τον απροστάτευτο (αφού αλλαγή επιτρέπεται μόνο στο τέλος του γύρου) για τα επόμενα δυο λεπτά στις ορέξεις του Αλί.
Όταν ακούστηκε το καμπανάκι, ο Φρέιζερ είχε πρηστεί σε όλο το πρόσωπο και τα χτυπήματα είχαν κόψει άσχημα το στόμα του. Ο προπονητής του Φρέιζερ, Eddie Futch, θέλησε να ζητήσει διακοπή του αγώνα, όμως ο πυγμάχος του αρνήθηκε, ζητώντας του έναν ακόμα γύρο. Με το που άρχισε ο 14ος γύρος, ο Φρέιζερ ήταν σχεδόν τυφλός και δέχτηκε έναν ακόμα καταιγισμό χτυπημάτων από τον αντίπαλό του. Αργότερα έγινε γνωστό ότι ο Φρέιζερ είχε καταρράκτη στο αριστερό του μάτι, πράγμα που σημαίνει ότι στους τελευταίους 4 γύρους αγωνιζόταν χωρίς να βλέπει απολύτως τίποτα! Ο Αλί, τελείως εξαντλημένος και με τρομερούς πόνους σε όλο το κορμί του, εξαπέλυσε τις τελευταίες γροθιές του στον Φρέιζερ, ο οποίος όμως αρνιόταν πεισματικά να πέσει κάτω.
Μόλις ακούστηκε το καμπανάκι και βλέποντας ότι ο Φρέιζερ δεν είχε πλέον όραση, άρα δεν μπορούσε να χτυπήσει τον αντίπαλό του, αλλά και φοβούμενος πιο δυσάρεστα ενδεχόμενα, ο Eddie Futch έκανε νόημα στον διαιτητή ότι ο αγώνας τελείωσε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ολοκληρώθηκε η πιο δραματική και θρυλική τριλογία της πυγμαχικής ιστορίας. Η κραυγή του Φρέιζερ “I want him boss”, δεν άλλαξε την απόφαση του προπονητή του, ο οποίος απάντησε στον αθλητή του: “It’s all over. No one will forget what you did here today” (Όλα τελείωσαν. Κανείς δεν θα ξεχάσει τι έκανες εδώ σήμερα). Οι κριτές έδωσαν τη νίκη στον Αλί με τεχνικό νοκ άουτ.
Ο ΣΠΙΝΚΣ, Ο ΧΟΛΜΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μετά το “Thrilla in Manila”, ο Αλί υπερασπίστηκε με επιτυχία τον τίτλο του ακόμα έξι φορές, κερδίζοντας όλες τις συναντήσεις του μέσα στο 1976 και το 1977. Τον Σεπτέμβριο του 1976 αντιμετώπισε για τρίτη φορά στην καριέρα του τον Κεν Νόρτον, τον οποίο νίκησε στα σημεία, εισπράττοντας όμως το ξεφωνητό των θεατών που αμφισβήτησαν την απόφαση των κριτών. Αμέσως μετά από αυτόν τον αγώνα, ο Αλί ανακοίνωσε ότι θα άφηνε για λίγο καιρό τα ρινγκ για να αφοσιωθεί στην θρησκεία του Ισλάμ. Ήταν η εποχή που είχε εγκαταλείψει το Έθνος του Ισλάμ για να προσχωρήσει στους “ορθόδοξους” Σουνίτες. Επανήλθε το 1977 κερδίζοντας πρώτα τον Αλφρέδο Εβανχελίστα και στη συνέχεια τον Έρνι Σέιβερς.
Μετά τον αγώνα του με τον Σέιβερς, στη διάρκεια του οποίου έφαγε πολλές γροθιές στο κεφάλι, ο για πάρα πολλά χρόνια προσωπικός του γιατρός, Φέρντι Πατσέκο, παραιτήθηκε από τη θέση του, όταν δεν έγινε δεκτή η εντολή του ότι ο Αλί θα έπρεπε να σταματήσει αμέσως το μποξ. Ο Πατσέκο είχε πει τότε στον Τύπο: “Η αθλητική επιτροπή της πολιτείας της Νέας Υόρκης μου παρέδωσε μια έκθεση, σύμφωνα με την οποία τα νεφρά του Αλί είναι έτοιμα να διαλυθούν. Έγραψα στον Άντζελο Νταντί, στη σύζυγο τού Αλί και στον ίδιο τον Αλί. Δεν πήρα καμία απάντηση και τότε αποφάσισα ότι όλα έχουν τα όριά τους”.
Τον Φεβρουάριο του 1978 ο Αλί αντιμετώπισε στο Χίλτον του Λας Βέγκας τον Λέον Σπινκς, ο οποίος δυο χρόνια νωρίτερα, το 1976, είχε κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ στην κατηγορία των -81 κιλών. Ο Σπινκς έγινε επαγγελματίας το 1977 και όταν αντιμετώπισε τον Αλί, είχε στο ενεργητικό του μόλις 7 αγώνες. Ο Αλί περίμενε έναν εύκολο αγώνα και είχε προετοιμαστεί ελάχιστα. Στο ρινγκ φάνηκε ότι βρισκόταν τελείως εκτός φόρμας και ο Σπινκς κέρδισε στα σημεία χωρίς να κουραστεί. Έγινε έτσι ο πυγμάχος που κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο έχοντας δώσει μόνο 8 αγώνες, τους λιγότερους στην ιστορία του αθλήματος στην κατηγορία των υπερβαρέων βαρών, ενώ είχε την τιμή να είναι ο πρώτος και μοναδικός μποξέρ που πήρε τίτλο μέσα στο ρινγκ από τον Αλί.
Τα γάντια του Μοχάμεντ Αλί από το “Thrilla in Manila” φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας του Smithsonian Institution στην Ουάσινγκτον.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1978, Αλί και Σπινκς τέθηκαν ξανά αντιμέτωποι, αυτή τη φορά στη Νέα Ολρεάνη, με τον Αλί, καλά προετοιμασμένο και αποφασισμένο να πάρει τη ρεβάνς, να κερδίζει τον αγώνα στα σημεία και να γίνεται ο πρώτος πυγμάχος βαρέων βαρών στην ιστορία που ανακηρύχθηκε για τρίτη φορά στην καριέρα του παγκόσμιος πρωταθλητής. Η συγκυρία ήταν πλέον ιδανική για τον Αλί να ολοκληρώσει την καριέρα του και πράγματι, στις 27 Ιουλίου του 1979, ο “μέγιστος” ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τα ρινγκ. Η απόφασή του αυτή όμως δεν κράτησε πολύ. Το 1980 έγινε γνωστό ότι ο Αλί θα αντιμετώπιζε τον Λάρι Χολμς σε μια προσπάθεια να γίνει ο πρώτος μποξέρ που θα κέρδιζε τον τίτλο για τέταρτη φορά.
Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο ο Αλί ήθελε να ανέβει ξανά στο ρινγκ ήταν η ανάγκη του για χρήματα. Όμως εκείνη την εποχή ήταν που έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειάς του. Κάποιες φορές, ενώ μιλούσε, τραύλιζε, ενώ τα χέρια του έτρεμαν όλο και πιο συχνά. Η αθλητική επιτροπή της Νεβάδα (NAC) απαίτησε από τον Αλί να υποβληθεί σε ένα πλήρες τσεκ απ στο Λας Βέγκας πριν δώσει την συγκατάθεσή της για τη διεξαγωγή του αγώνα. Ο Αλί αντ’ αυτού, έκανε τις εξετάσεις στην Μινεσότα, στην κλινική Mayo, η οποία τον θεώρησε ικανό να πυγμαχήσει. Στις 31 Ιουλίου του 1980 η NAC έδωσε την άδεια και ο αγώνας ορίστηκε για τις 2 Οκτωβρίου στο Caesar’s Palace του Βέγκας.
Ο Χολμς κυριάρχησε από την αρχή μέχρι το τέλος κερδίζοντας σε όλους τους γύρους. Στο τέλος του δέκατου γύρου, ο Άντζελο Νταντί σταμάτησε τον αγώνα. Ήταν η μοναδική ήττα του Αλί με (τεχνικό) νοκ άουτ, αλλά και η μοναδική φορά που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει έναν αγώνα στην καριέρα του. Η συγκεκριμένη συνάντηση λέγεται ότι συνέτεινε στο να χειροτερέψει η κατάσταση της υγείας του Αλί. Ο ίδιος ο Χολμς παρουσιάστηκε σε μια τηλεοπτική συνέντευξη λίγες μέρες αργότερα, μετανιωμένος που είχε χτυπήσει τόσο δυνατά τον Αλί. Με δάκρυα στα μάτια είπε στους παρευρισκόμενους ότι “σεβόταν όσο κανέναν τον Αλί” και πως εκείνη “η ήττα δεν μπορεί να αφαιρέσει το παραμικρό από τη μεγαλοσύνη του αντιπάλου του”. Ο Αλί έδωσε έναν ακόμα αγώνα τον Δεκέμβριο του 1981, χάνοντας στα σημεία από τον Τρέβορ Μπέρμπικ. Ήταν η αυλαία στην τεράστια πορεία του “μέγιστου”, που ολοκληρώθηκε με 56 νίκες (37 νοκ άουτ) και 5 ήττες.
Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΡΙΝΓΚ
Ο Μοχάμεντ Αλί ανάβει τον ολυμπιακό βωμό στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα (1996)
Ο Μοχάμεντ Αλί διαγνώστηκε το 1984 με τη νόσο του Πάρκινσον, μια ασθένεια η οποία σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από τα πολλαπλά χτυπήματα που δέχτηκε στη διάρκεια της καριέρας του στο κεφάλι. Παρόλα αυτά, συνέχισε για πολλά χρόνια τις δημόσιες εμφανίσεις του. Το 1991 ταξίδεψε στο Ιράκ στη διάρκεια του πολέμου του κόλπου, όπου συναντήθηκε με τον Σαντάμ Χουσεΐν ως μεσολαβητής για την απελευθέρωση αμερικανών ομήρων. Το 1996 τιμήθηκε από την αμερικανική Ολυμπιακή Επιτροπή ως ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος που άναψε τον ολυμπιακό βωμό στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα. Τον Νοέμβριο του 2002 επισκέφθηκε το Αφγανιστάν ως πρέσβης ειρήνης των Ηνωμένων Εθνών.
Από τον Νοέμβριο του 2005 λειτουργεί στο Λούισβιλ του Κεντάκι (την γενέτειρα του Αλί) το Muhammad Ali Center, μουσείο και πολιτιστικός χώρος αφιερωμένα στον μεγάλο πυγμάχο. Στις 27 Ιουλίου του 2012, στη διάρκεια της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του Λονδίνου, η ολυμπιακή σημαία σταμάτησε μπροστά του για να την ακουμπήσει, πριν αυτή ανέβει στον ιστό της. Ήταν μια συγκινητική στιγμή, με την σύζυγό του, Λόνι, να τον βοηθάει για να σταθεί όρθιος και το στάδιο να του αφιερώνει το πιο ζεστό του χειροκρότημα. Τον Φεβρουάριο του 2013, σε ένα άρθρο των Washington Times, ο αδερφός του Αλί, Ραχμάν, έγραψε ότι ο Μοχάμεντ δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει και ήταν πιθανό να πεθάνει μέσα στις επόμενες μέρες.
Ο Μοχάμεντ Αλί θεωρείται από τους ειδικούς ο κορυφαίος πυγμάχος βαρέων βαρών που εμφανίστηκε ποτέ στα ρινγκ και ένας από τους μεγαλύτερους μποξέρ στην ιστορία του αθλήματος. Το Ring Magazine, ένα από τα κορυφαία πυγμαχικά περιοδικά σε όλο τον κόσμο, τον κατέταξε το 1998 στην πρώτη θέση των πυγμάχων της κατηγορίας βαρέων βαρών όλων των εποχών. Ο Αλί ψηφίστηκε από το ESPN.com ως ο δεύτερος μεγαλύτερος πυγμάχος όλων των κατηγοριών στην ιστορία του αθλήματος, πίσω μόνο από τον Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον. Το Associated Press τον ψήφισε το 1999 ως τον κορυφαίο μποξέρ βαρέων βαρών του 20ου αιώνα. Το σίγουρο είναι ότι ο Μοχάμεντ Αλί συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες προσωπικότητες που ανέδειξε ποτέ ο παγκόσμιος αθλητισμός.
ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
– Πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα.
– Ήξερα ότι τον είχα από τον πρώτο γύρο. Ο παντοδύναμος Θεός ήταν μαζί μου. Θέλω να είσαστε όλοι μάρτυρες. Είμαι ο Μέγιστος. Μιλάω με τον Θεό κάθε μέρα. Πρέπει να με ακούσετε. Είμαι ο Μέγιστος. Κανείς δεν μπορεί να με νικήσει. (Μετά τον αγώνα του με τον Σόνι Λίστον)
– Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκοτώσω κάποιον πάνω στο ρινγκ, εκτός και αν το αξίζει.
– Άκουγες πόσο κακός είμαι από τότε που ήσουν μικρό παιδί και τα έκανες πάνω σου. Σήμερα θα σου ρίξω τόσο ξύλο, μέχρι να κλαις σαν μωρό. (Πριν τον αγώνα με τον Τζορτζ Φόρμαν, την ώρα που ο διαιτητής τούς έλεγε τους κανόνες!)
– Ο Τζο Φρέιζερ είναι τόσο άσχημος, ώστε όταν κλαίει, τα δάκρυά του πηγαίνουν προς τα πάνω για να κυλήσουν προς τα κάτω από το πίσω μέρος του κεφαλιού του!
– Είναι απλώς μια δουλειά. Το γρασίδι φυτρώνει, τα πουλιά πετάνε, τα κύματα φτάνουν στην άμμο, εγώ τους πλακώνω στο ξύλο.
– Έφαγε τέτοιο ξύλο ο Τζο (Φρέιζερ) που όπως βλέπετε είναι ακόμα στο νοσοκομείο. (Στην έξοδό του από το νοσοκομείο όπου βρισκόταν για νοσηλεία μετά τον πρώτο αγώνα και ενώ ο Φρέιζερ παρέμενε ακόμα σε αυτό)
– Ο Φρέιζερ; Πρόκειται για έναν άσχημο, ηλίθιο γορίλα, έναν θείο Τομ.
Η ψυχή μου έχει μεγαλώσει με το πέρασμα των χρόνων και μερικές από τις απόψεις μου έχουν αλλάξει. Βρίσκομαι σε ένα ταξίδι αγάπης, ψάχνοντας την αλήθεια, την ειρήνη, την κατανόηση. Ακόμα μαθαίνω.
– Ζητώ συγνώμη από τον Φρέιζερ για όσα υποτιμητικά έχω πει για αυτόν στο παρελθόν (στους New York Times το 2001). Ο Φρέιζερ όταν το πληροφορήθηκε, απάντησε πως δεν δέχεται τη συγνώμη γιατί δεν απευθύνεται στον ίδιο, αλλά στην εφημερίδα. Και όταν ο Αλί το έμαθε, πήρε πάλι τους New York Times και είπε στον συντάκτη που είχε κάνει και την προηγούμενη δήλωση: Άμα ξαναδείς τον Φρέιζερ, πες του ότι παραμένει ένας άσχημος, ηλίθιος γορίλας (!!!)
– Δεν είμαι ο Μέγιστος, είμαι ο διπλά Μέγιστος. Όχι μόνο τους ξαπλώνω στο καναβάτσο, αλλά διαλέγω και τον γύρο στον οποίο θα το κάνω.
– Ο Αλλάχ είναι ο Μέγιστος. Εγώ είμαι ο Μέγιστος μποξέρ.
– Θα αποσυρθώ γιατί σίγουρα υπάρχουν πιο ευχάριστα πράγματα να κάνω από το να δέρνω κόσμο.
– Όλοι έχουμε τον ίδιο Θεό, απλά τον υπηρετούμε με διαφορετικούς τρόπους. Τα ποτάμια, οι λίμνες, οι θάλασσες, οι ωκεανοί, όλα έχουν διαφορετικά ονόματα, αλλά όλα περιέχουν νερό. Όταν πιστεύεις στον Θεό, θα πρέπει να πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Αν αγαπάς τον Θεό, δεν μπορείς να αγαπάς μόνο μερικά από τα παιδιά του.
– Σε έναν διαγωνισμό αγάπης, έχουμε όλοι μερίδιο στη νίκη. Όχι μόνο αυτός που έρχεται πρώτος.
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
Στη φωτογραφία: Η Ολυμπιακή σημαία σταματάει τιμητικά δίπλα στον Μοχάμεντ Αλί πριν ανέβει στον ιστό της. Μοναδικά συγκινητική στιγμή στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου (2012)
– Φλόιντ Πάτερσον (πυγμάχος): Ο Κλέι είναι τόσο νέος και καθοδηγήθηκε από τελείως λάθος ανθρώπους. Θα μπορούσε να είχε γίνει μέλος και της Κου Κλουξ Κλαν.
– Τζο Φρέιζερ: Αυτοαποκαλείται ο Μέγιστος. Αλλά δεν είναι ο Μέγιστος. Αποστολή μου είναι να του δείξω πόσο έξω έχει πέσει ο παρανοημένος εγωισμός του. Και να του το χτυπήσω στα μούτρα. (Λίγες μέρες πριν τον πρώτο μεταξύ τους αγώνα)
– Τζο Φρέιζερ: Εμένα αποκάλεσε θείο Τομ; Ποιός, αυτός που προσέλαβε λευκό δικηγόρο για να βγει από τη φυλακή;
– Τζο Φρέιζερ: Ξεχείλισα από οργή όταν είδα τον Αλί να ανάβει τον βωμό με την ολυμπιακή φλόγα στην Ατλάντα. Πολύ θα ήθελα να τον πετάξω μέσα (!!!)
– Τζορτζ Φόρμαν: Τον χτύπησα τόσο πολύ που τον έκανα να κλάψει. με κοίταξε και μου είπε “δεν θα γλυτώσεις για αυτό που έκανες”. Τον σεβάστηκα τότε, τον σέβομαι και τώρα.
– Τζιμ Μάρεϊ (αθλητικογράφος): Θα μου άρεσε να δανειστώ το σώμα του για 48 ώρες. Υπάρχουν τρεις τύποι που θα ήθελα να πλακώσω στο ξύλο και τέσσερις γυναίκες με τις οποίες θα ήθελα να κάνω έρωτα.
– Τζορτζ Φόρμαν: Στην καριέρα μου έχασα πέντε φορές, αλλά ο μοναδικός που πραγματικά με έκανε ασήκωτο, ήταν ο Μοχάμεντ Αλί.
– Άντζελο Νταντί (ο προπονητής του): Κατέστρεψε μια ολόκληρη γενιά μποξέρ πυγμαχώντας με τα χέρια κάτω. Όποιος έκανε κάτι τέτοιο, τον έκαναν αλοιφή, αλλά ο Αλί ήταν τόσο γρήγορος που το απέφευγε.
– Σόνι Λίστον: Θα σου ξεριζώσω αυτή τη μεγάλη γλώσσα από το στόμα και θα στη βάλω στον πισινό.
– Φλόιντ Πάτερσον (πυγμάχος): Ήθελα να χάσω με κάτι που να αξίζει πραγματικά το νοκ άουτ. Τότε, στον 12ο γύρο, ο Κλέι έγινε ένας μανιακός μποξέρ. Ένιωσα μια χαρά να με πλημμυρίζει. Κατάλαβα ότι το τέλος ήταν κοντά.
– Άντζελο Νταντί (ο προπονητής του): Δεν θα σου πω ψέματα. Όταν τον είδα να πηγαίνει στα σκοινιά, ένιωσα ναυτία. (Για τον αγώνα με τον Φόρμαν)
– Τσακ Γουέπνερ (πυγμάχος): Τη μέρα του αγώνα με τον Αλί, αγόρασα ένα μπλε νεγκλιζέ στη γυναίκα μου και της είπα “φόρεσέ το απόψε γιατί θα κοιμηθείς με τον παγκόσμιο πρωταθλητή”. Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισα στο δωμάτιο, μου είπε “να πάω εγώ στο δωμάτιό του ή θα έρθει αυτός στο δικό μου;”
– Τζο Φρέιζερ: Δεν θέλω να τον κερδίσω με νοκ άουτ στη Μανίλα, θέλω να του ξεριζώσω την καρδιά. (Πριν το “Thrilla in Manila”)
– Τζο Φρέιζερ: Ρε συ, τον χτύπησα με γροθιές που θα έριχναν κάτω τα τείχη μιας πόλης. Θεέ μου, θεέ μου, είναι ένας μεγάλος πρωταθλητής. (Μετά το “Thrilla in Manila”)
– Τζορτζ Φόρμαν: Δεν τον αποκαλώ τον μεγαλύτερο μποξέρ όλων των εποχών, αλλά είναι ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ μου.
Το “Fight of the Century”, το “Rumble in the Jungle” και τέλος, το “Thrilla in Manila”, οι τρεις αγώνες στους οποίους βρέθηκαν αντιμέτωποι ο Μοχάμεντ Αλί, ο Τζο Φρέιζερ και ο Τζορτζ Φόρμαν, έθεσαν καινούργια πρότυπα στην πυγμαχία, πραγματικά αξεπέραστα μέχρι σήμερα. Οι μποξέρ πάντοτε θα αγωνίζονται, αλλά ελάχιστοι θα το κάνουν με τις ικανότητες, τη θέληση, το κουράγιο και την αποφασιστικότητα του Αλί, του Φρέιζερ και του Φόρμαν. Οι συναντήσεις των τριών μεγάλων πρωταθλητών των βαρέων βαρών προσέλκυσαν την προσοχή εκατοντάδων εκατομμυρίων φιλάθλων σε όλο τον κόσμο. Η πολιτική, η θρησκεία, το αντιπολεμικό κίνημα, αλλά και οι χαρακτήρες των τριών μποξέρ έδωσαν στη “χρυσή εποχή” της πυγμαχίας μια άλλη, ξεχωριστή διάσταση.
Πηγή:Sport24