Το σενάριο των κλιμακωτών περικοπών στις συντάξεις άνω των 700 ευρώ έχει βάλει η κυβέρνηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές η κυβέρνηση προκειμένου να επιτευχθεί ο περιορισμός της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Στο μέτωπο των συντάξεων μεταξύ των εναλλακτικών σεναρίων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τεχνικό επίπεδο είναι οι κλιμακωτές περικοπές από 5% έως 20% (δηλαδή 10% κατά μέσο όρο) στις «προσωπικές διαφορές» που θα προκύψουν μετά τον επανυπολογισμό των συντάξεων με προστασία όσων λαμβάνουν έως 700 ευρώ. Οπως αναφέρει η Ημερησία με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο περιορισμός της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1,6 δισ. ευρώ μετά το 2019 και αποφεύγονται οι οριζόντιες μειώσεις.
Παρόλο που μέχρι σήμερα η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης τηρεί δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της, δηλώνοντας ότι το ζήτημα θα αντιμετωπιστεί κεντρικά και σε κάθε περίπτωση σε συνεργασία με το οικονομικό επιτελείο, πληροφορίες της εφημερίδας αναφέρουν ότι για να «ρίξει» τον τελικό λογαριασμό (και τις περικοπές) κοντά στο 1,4 δισ. ευρώ, η ελληνική πλευρά «υπόσχεται» αύξηση των εσόδων του ΕΦΚΑ τόσο από την αξιοποίηση της περιουσίας των πρώην Ταμείων όσο και από την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών έως το 2020. Σημειώνεται ότι για το 2017 το ΚΕΑΟ έχει προϋπολογίσει έσοδα σχεδόν 800 εκατ. ευρώ.
Πάντως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θέτει υπό αμφισβήτηση τις προβλέψεις για την πορεία των συνολικών εσόδων και την εισπραξιμότητα των εισφορών, η οποία εμφανίζεται ήδη σημαντικά μειωμένη και ζητά «σίγουρα» έσοδα και εμπροσθοβαρή μέτρα εξοικονόμησης δαπανών ακόμη και μέσω της μείωσης της Εθνικής Σύνταξης.
Για τον λόγο αυτό ετέθη, άλλωστε, το θέμα της εφάπαξ περικοπής της «προσωπικής διαφοράς» αντί της σταδιακής σε βάθος τριετίας ή ακόμη και πενταετίας και κλιμακωτής (ανάλογα με το ύψος της σύνταξης) μείωσης που αντιπροτείνει το υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Αξιώνοντας, ταυτόχρονα, «στοχευμένα αντισταθμιστικά μέτρα» στα οποία περιλαμβάνεται και η μείωση της συμμετοχής των συνταξιούχων στο κόστος αγοράς φαρμάκων (μέτρο άμεσης απόδοσης).
ΕΛΣΤΑΤ: Στον αέρα χιλιάδες συντάξεις
Η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνει ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει τον συντελεστή ετήσιας μεταβολής μισθών με βάση τον οποίο θα υπολογιστούν οι νέες συντάξεις, όπως προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου.
Παράλληλα επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση για το γεγονός ότι το αρμόδιο υπουργείο δεν συνεργάστηκε ως όφειλε- εκ του νόμου- με την Ελληνική Στατιστική Αρχή και περιέλαβε την αναφορά περί «ετήσιας μεταβολής μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή», στο σχετικό νόμο. Τονίζει δε ότι το σχετικό αίτημα για τον υπολογισμό του συντελεστή υπεβλήθη μόλις τον περασμένο Νοέμβριο.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως οι 65.000 συνταξιούχοι που κατέθεσαν τα χαρτιά τους για να πάρουν σύνταξη με το νέο καθεστώς, θα παραμείνουν στην… αναμονή, με μοναδικό τους έσοδο των προσωρινή σύνταξη μέχρι να βρεθεί λύση.
Στην ανακοίνωσή της η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται στους δικούς της χειρισμούς. «Οι διαθέσιμες στατιστικές της ΕΛΣΤΑΤ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση του εν λόγω συντελεστή, επειδή αυτός αποκλίνει από το Δείκτη Κόστους Εργασίας που καταρτίζει και δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ», αναφέρει η Στατιστική Υπηρεσία.
Μάλιστα, αφήνονται και σαφείς αιχμές κατά των υπουργών, καθώς αναφέρεται πως πριν συνταχθεί η συγκεκριμένη διάταξη, δεν υπήρξε συνεννόηση με την Υπηρεσία. «Η αναφορά στην «ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή», στα άρθρα 8, 28 και 35 του Ν. 4387/2016, περιελήφθη στο Νόμο χωρίς όμως να έχει προηγηθεί σχετική συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διαδικασία σύνταξής του»
Στις διευκρινίσεις που έδωσε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή σχετικά με τη σύνδεση των συντάξεων (βάσει του νόμου Κατρούγκαλου) με δείκτη που δεν υπάρχει σημείωνει:
Με αφορμή την αρθρογραφία που αναφέρεται στον υπολογισμό του συντελεστή ετήσιας μεταβολής μισθών του Ν.4387/2016 και σε δήθεν καθυστέρηση από την πλευρά της ΕΛΣΤΑΤ, διευκρινίζονται τα εξής:
Η ΕΛΣΤΑΤ, ανταποκρινόμενη στο αίτημα (που υπεβλήθη το Νοέμβριο του 2016) για τον υπολογισμό του ανωτέρω συντελεστή, συνεργάστηκε με τους εκπροσώπους της Γ.Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Το συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι οι διαθέσιμες στατιστικές της ΕΛΣΤΑΤ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση του εν λόγω συντελεστή, επειδή αυτός αποκλίνει από το Δείκτη Κόστους Εργασίας που καταρτίζει και δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ.
Η εν λόγω απόκλιση είχε επισημανθεί στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και στο πλαίσιο παλαιότερου αιτήματός της προς την ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την κατάρτιση του συντελεστή ωρίμανσης για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, σε εφαρμογή του Νόμου 3863/2010.
Σημειώνεται ότι η αναφορά στην «ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή», στα άρθρα 8, 28 και 35 του Ν. 4387/2016, περιελήφθη στο Νόμο χωρίς όμως να έχει προηγηθεί σχετική συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διαδικασία σύνταξής του, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 7, του Στατιστικού Νόμου 3832/2010, όπως ισχύει.
Η ΕΛΣΤΑΤ πρότεινε πάντως στη Γ. Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, να προβούν στη μελέτη και αξιολόγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται σε άλλες χώρες, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στην ανάπτυξη, με την υποστήριξη της ΕΛΣΤΑΤ, της εθνικής μεθοδολογίας κατάρτισης του συντελεστή μεταβολής μισθών.
Ως εκ τούτου, οι αναφορές ότι η ΕΛΣΤΑΤ επί εννέα μήνες εξέταζε την κατάρτιση του δείκτη είναι εκτός πραγματικότητας.