Καθώς η Ελλάδα οδεύει προς τον έβδομο χρόνο ύφεσης, η πληγή της ανεργίας δεν κλείνει και οι παραγωγικές δυνάμεις δεινοπαθούν από την έλλειψη πόρων, χρηματοδότησης και επενδύσεων.
Χρειάζονται έξυπνες και θαρραλέες δημόσιες πολιτικές με στόχο τον παραγωγικό μετασχηματισμό και τη στροφή προς μια ανοιχτή, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.
Κλειδί για αυτή τη στροφή είναι η κινητοποίηση επενδύσεων, που θα εξισορροπήσουν την τεράστια αποεπένδυση στην ελληνική οικονομία τα χρόνια της κρίσης.
Ο ΣΕΒ έχει υπολογίσει τις άμεσες επενδυτικές μας ανάγκες σε τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Με τα σημερινά δεδομένα, είναι αδύνατον να βρεθούν αυτοί οι πόροι. Και όσο δεν βρίσκονται, χάνονται οι θυσίες κι η μεγάλη προσπάθεια των πολιτών για την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή.
Ούτε η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, ούτε τα μέχρι τώρα εργαλεία ενθάρρυνσης επενδύσεων μπορούν να αναλάβουν αυτό τον ρόλο.
Αλλωστε, το αποδεικνύουν οι αριθμοί: περίπου 760 επενδύσεις και 5.700 θέσεις εργασίας τον χρόνο (1982-2010) σε μια οικονομία με περίπου 1 εκατ. επιχειρήσεις και 4,5 εκατ. εργατικό δυναμικό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Επιπλέον η κατακερματισμένη στόχευση οδήγησε σε επιλογές όχι πάντα συμβατές με τα εθνικά πλεονεκτήματα και την παγκοσμιοποιημένη αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.
Εξάλλου η υπέρμετρη φορολόγηση αποδεικνύεται ατελέσφορη ως προς τα δημόσια έσοδα και παρακινδυνευμένη ως προς το μέλλον των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Παρά την αυξημένη φορολόγηση, έχουμε υστέρηση των εσόδων κατά 1.2 δισ. ευρώ, ταυτόχρονη αύξηση των φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ, ισχυρό πλήγμα για προϊόντα και υπηρεσίες ελαστικής ζήτησης και αύξηση του λαθρεμπορίου.
Έχοντας αυτά υπ’ όψιν και πλήρη αντίληψη των δεσμεύσεων της χώρας απέναντι στους εταίρους μας, ο ΣΕΒ κατέθεσε πρόταση για μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση ενθάρρυνσης των επενδύσεων.
Πυρήνας της είναι οι ενεργητικές πολιτικές, η έξυπνη φορολόγηση και η ενθάρρυνση των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς, δίκτυα, και υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας και υψηλής παραγωγικότητας.
Η δημιουργία ενός γόνιμου επενδυτικού περιβάλλοντος είναι το μεγάλο ζητούμενο. Οι προτάσεις του ΣΕΒ δεν αφορούν τη σημερινή φορολογία των επιχειρήσεων.
Αναφέρονται κυρίως στην άρση αντικινήτρων που λειτουργούν ως τροχοπέδη για την προσέλκυση επενδύσεων κι αφορούν στην απλοποίηση του επενδυτικού περιβάλλοντος, μέσα από άρση έκτακτων/έμμεσων φόρων, ελέγχους στις ανέλεγκτες χρήσεις (που μπορούν να αποφέρουν έσοδα 700 – 800 εκατ. ευρώ) και εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις (με όφελος 150 – 200 εκατ. ευρώ), καθώς και αποκατάσταση των χρόνων απονομής δικαιοσύνης.
Το ασταθές φορολογικό περιβάλλον, οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και η έλλειψη ασφάλειας δικαίου είναι μόνιμες πηγές ανασφάλειας και κατά συνέπεια επενδυτικής διστακτικότητας.
Ταυτόχρονα, οι υψηλότατοι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης επί των ενεργειακών προϊόντων βιομηχανικής παραγωγής ή στο φυσικό αέριο ηλεκτροπαραγωγής ανεβάζουν υπέρμετρα το κόστος για την ελληνική βιομηχανία και υποσκάπτουν την ανταγωνιστικότητά της.
Αν μάλιστα αντιμετωπιστούν τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας (γραφειοκρατία, υψηλό κόστος δανεισμού, υψηλή φορολόγηση εργασίας κ.λπ.), θα υπάρξει δραστική βελτίωση των επενδυτικών επιδόσεων.
Επιπλέον, οι προτάσεις του ΣΕΒ στοχεύουν στη μελλοντική φορολογική επιβράβευση των παραγωγικών επενδύσεων και ειδικότερα των θετικών τους αποτελεσμάτων.
Ζητούμενο είναι η έξυπνη φορολόγηση που θα επιτρέψει την αύξηση των εσόδων μέσα από καίριες παρεμβάσεις για την ενθάρρυνση των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων μεσαίας και μεγαλύτερης κλίμακας με κατάργηση των αναποτελεσματικών επιχορηγήσεων, ένα απλό αλλά αποτελεσματικό σύστημα εκ των υστέρων φορολογικής επιβράβευσης των παραγωγικών δαπανών, που δημιουργούν κερδοφορία.
Η θέσπιση ανταγωνιστικής φορολόγησης θα επιτρέψει την ενθάρρυνση επενδύσεων με μεγάλα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε τεχνολογία, υποδομές, περιβάλλον, βιομηχανία, μεταποίηση κτλ. μέσα από τη θέσπιση ανταγωνιστικής φορολόγησης δεκαετούς διάρκειας για επενδύσεις.
Οι επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι απαραίτητες για την ενεργοποίηση των εξαγωγών, της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, της καινοτομίας και της δημιουργίας κρίσιμων υποδομών που θα καταστήσουν τη χώρα μας διαμετακομιστικό και ενεργειακό κόμβο για την ευρύτερη περιοχή.
Αυτοί είναι οι κρίσιμοι τομείς για τη μεγέθυνση της οικονομίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και σε αυτούς πρέπει να στρέψουμε όλη μας την προσπάθεια αν θέλουμε να βγούμε από το αρνητικό σπιράλ της ύφεσης.