Η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος βρίσκονται το τελευταίο διάστημα αντιμέτωπες με τη νέα φάση υλοποίησης του στρατηγικού σχεδίου της Τουρκίας, που στόχο έχει την αλλαγή του status quo στο Αιγαίο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί, όχι μόνον εξαιτίας της αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει η χώρα αμυντικά και γεωπολιτικά, πληρώνοντας και στον τομέα αυτό βαρύ τίμημα λόγω της κρίσης, αλλά και εξαιτίας των «τεκτονικών αλλαγών» στο διεθνές σύστημα, το οποίο αποκτά πλέον πολυπολικό χαρακτήρα.
Η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί προς όφελός της τον βίαιο μετασχηματισμό που συντελείται σε επίπεδο γεωπολιτικής ισχύος και ισορροπιών, ώστε να καταστεί μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, που θα ελέγχει στρατιωτικά, διπλωματικά και οικονομικά τον «ζωτικό χώρο» ενδιαφέροντός της.
Η προκλητική της συμπεριφορά απέναντι στον μέχρι χθες σημαντικότερο στρατηγικό της σύμμαχο, τις ΗΠΑ, αλλά και η περιφρόνηση που επιδεικνύει απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επιλογές υψηλού ρίσκου. Και το ρίσκο αυτό μεγεθύνεται, αν λάβει κανείς υπόψη τη σημερινή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας.
Όμως ούτε οι ΗΠΑ ούτε η ΕΕ δείχνουν διατεθειμένες να τα βάλουν με την Τουρκία. Ακολουθούν απέναντί της μια πολιτική κατευνασμού, προφανώς γιατί μια ρήξη μαζί της υπονομεύει τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Το ΝΑΤΟ «νίπτει τας χείρας του» , ποντάροντας ότι για ακόμη μία φορά η Ελλάδα «θα κάνει πίσω».
Απέναντι σε αυτή την Τουρκία, που κανείς δεν δείχνει πρόθυμος «να τη βάλει στη θέση της», η Ελλάδα χρειάζεται να αντιπαρατάξει μια μακρόπνοη, αποτρεπτική στρατηγική.
Ένα εθνικό σχέδιο ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας, που θα βασίζεται κυρίως στις δικές μας δυνάμεις. Στην ενότητα και αποφασιστικότητα του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και του ελληνικού λαού.
Δυστυχώς όμως σήμερα, τέτοια στρατηγική δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να τη διαμορφώσει , όπως αποδεικνύει άλλωστε η ανικανότητά της να χειριστεί ακόμη και την υλοποίηση κάποιων αναγκαίων εξοπλιστικών προγραμμάτων, όπως αυτό των γαλλικών φρεγατών και του εκσυγχρονισμού των μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας.
Αλλά και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης αρκούνται να ασκούν κριτική, δικαιολογημένα, στην κυβέρνηση. Αντί να επιβάλλουν στην κυβέρνηση τη συνεννόηση και τη συνεργασία.
Ο ερασιτεχνισμός, η ασυνεννοησία και η έλλειψη σοβαρότητας έστειλαν στην Τουρκία αλλά και στους συμμάχους μας το μήνυμα, ότι η χώρα και το υπάρχον πολιτικό προσωπικό της είναι ανίκανοι να συνεργαστούν για να διαφυλάξουν την άμυνα και την ασφάλεια της πατρίδας μας.
Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Έστω και τώρα, πρέπει όλοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Η συνεργασία, η συναίνεση και η επιλογή να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις είναι η επιλογή του δύσκολου δρόμου. Αλλά αυτός είναι και ο δρόμος του ρεαλισμού.
Κάθε άλλη επιλογή δεν συνιστά ρεαλισμό, αλλά φαντασίωση, που θα έχει πολύ ακριβό τίμημα.
*Σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας
**Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Παρασκήνιο”