H κυβέρνηση καθορίζει τις τελευταίες λεπτομέρειες και τα περιθώρια ελιγμών που έχει στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, αλλά και τις «κόκκινες γραμμές» σε κομβικά θέματα που παραμένουν ανοιχτά. Από την Τρίτη αρχίζει το μεγάλο παζάρι με τους θεσμούς και τα τεχνικά κλιμάκια που έρχονται στην Αθήνα.
Με δεδομένη πλέον την υποχώρηση στο θέμα της μείωσης του αφορολογήτου και της περικοπής των υφιστάμενων συντάξεων, η ελληνική ομάδα κατεβαίνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με βασική επιδίωξη να αποφύγει τη νομοθέτηση μέτρων που θα ισχύσουν από την 1/1/2018, τη λήψη αποφάσεων που θα παραπέμπουν σε σταδιακή επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και την ψήφιση φορολογικών απαλλαγών που θα «στοχεύουν» κατά κύριο λόγο σε αυτούς που θα θιγούν περισσότερο από τη μείωση του αφορολόγητου.
Με αυτά τα δεδομένα, οι βασικές επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς φέρεται να είναι πλέον οι εξής:
- Να περιορίσει ή και να μηδενίσει το δημοσιονομικό κενό για το 2018, ώστε να αποφύγει τη νομοθέτηση μέτρων με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2018. Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές έλεγαν στη «Ν» ότι για το συγκεκριμένο θέμα υπάρχει αισιοδοξία εξαιτίας της μεγάλης υπεραπόδοσης που καταγράφεται στα στοιχεία του 2016. Τον Δεκέμβριο, οπότε και διακόπηκαν οι διαβουλεύσεις σε επίπεδο «Athens Group», οι θεσμοί επέμεναν στην ύπαρξη δημοσιονομικού κενού της τάξεως των 700 εκατ. ευρώ. Φυσικά, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ζητούσαν αυτά τα 700 εκατ. ευρώ για να φτάσει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ το ΔΝΤ ζητούσε το ίδιο ποσό μέτρων για να εξασφαλιστεί πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Η ελληνική πλευρά, έχοντας πλέον στα χέρια της τα οριστικά στοιχεία για τα οικονομικά αποτελέσματα του 2016, κατεβαίνει στη διαπραγμάτευση με το επιχείρημα ότι δεν τίθεται θέμα πλέον δημοσιονομικού κενού για το 2018, καθώς οι προβολές δείχνουν ότι το πλεόνασμα κατά το συγκεκριμένο έτος θα ξεπεράσει τον στόχο του 3,5% φτάνοντας στο 3,8%. Αν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες ελληνικές εκτιμήσεις, οι φορολογούμενοι θα γλιτώσουν ένα πακέτο μέτρων το οποίο θα περιλάμβανε -μεταξύ άλλων- την αυστηροποίηση των εισοδηματικών κριτηρίων για σειρά κοινωνικών επιδομάτων όπως το επίδομα θέρμανσης, την κατάργηση της έκπτωσης του 1,5% που γίνεται σε μισθωτούς και συνταξιούχους λόγω παρακράτησης φόρου, την κατάργηση της έκπτωσης φόρου για τις ιατρικές δαπάνες κ.λπ.
- Να φέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον χρόνο την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Η ελληνική πλευρά θέλει η δεσμευτική ισχύς της εκάστοτε κλαδικής σύμβασης σε όλες τις εταιρείες ενός συγκεκριμένου κλάδου (σ.σ.: ανεξάρτητα από το αν αυτή η επιχείρηση εκπροσωπείται ή όχι από το συλλογικό όργανο του εργοδότη) να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2018, ενώ οι θεσμοί φέρονται να αντιπροτείνουν την αναβολή για μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου, δηλαδή για μετά τον Αύγουστο του 2018. Η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων από την 1η Ιανουαρίου 2018 θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να υποστηρίξει δημόσια ότι έκανε ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Βασική «γραμμή» της ελληνικής κυβέρνησης στα εργασιακά είναι και το να μην υπαναχωρήσει στο αίτημα του ΔΝΤ για πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και η μόνη αλλαγή να περιοριστεί στην άρση του υπουργικού βέτο.
- Να περιορίσει την έκταση της φορολογικής και της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που έχει συμφωνηθεί να γίνει μετά το 2019. Το ΔΝΤ θα επιδιώξει από τη μείωση του αφορολόγητου και την περικοπή των συντάξεων να εξοικονομηθούν πόροι της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 3,6 δις. ευρώ. Το ελληνικό επιχείρημα θα στηριχτεί και πάλι στις καλύτερες του αναμενομένου δημοσιονομικές επιδόσεις του 2016. Στόχος είναι ο λογαριασμός της φορολογικής μεταρρύθμισης να μην ξεπεράσει το 1%, κάτι που σημαίνει ότι από την εφαρμογή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος που θα εφαρμοστεί για τη φορολόγηση των εισοδημάτων του 2019 θα πρέπει να εξοικονομηθεί ποσό περίπου 1,8 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ.
- Να διατηρήσει για λογαριασμό της το δικαίωμα επιλογής των φορολογικών μέτρων που θα χρησιμοποιηθούν ως «αντιστάθμισμα» για τη μείωση του αφορολόγητου. Η ελληνική πλευρά θέλει να αποφύγει την πολιτική του ΔΝΤ, το οποίο ζητάει τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από την περικοπή του αφορολόγητου να διατεθούν για τη χρηματοδότηση της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων καθώς της μείωσης των υψηλότερων συντελεστών της φορολογικής κλίμακας.
- Να μεταφέρει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση -δηλαδή την περικοπή των συντάξεων- για το χρονικό διάστημα από το 2020 έως το 2025 ώστε η περικοπή του διαθέσιμου εισοδήματος των υφιστάμενων συνταξιούχων να γίνει όσο το δυνατόν αργότερα και όσο το δυνατόν πιο σταδιακά. Επίσης, η κυβέρνηση δεν θέλει να δεσμευτεί για κατάργηση της προσωπικής διαφοράς καθώς αυτό θα φέρει σημαντικές περικοπές αποδοχών ακόμη και σε συνταξιούχους με χαμηλές συντάξεις. Ειδικά συνταξιούχοι ελεύθεροι επαγγελματίες του πρώην ΤΕΒΕ που σήμερα έχουν συντάξεις των 700-800 ευρώ, με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς κινδυνεύουν να χάσουν πάνω από το 35%-40% της σύνταξής τους. Επιδίωξη της ελληνικής πλευράς θα είναι να αποφασίσει εκείνη για το πώς θα εξοικονομηθεί το απαιτούμενο κονδύλι από την περικοπή των συντάξεων ώστε να προστατευτούν οι έχοντες τις χαμηλότερες συντάξεις είτε με τη μη μείωση του εισοδήματός τους, είτε με την εξασφάλιση αντισταθμιστικών μέτρων όπως η παροχή κοινωνικών επιδομάτων (π.χ. μικρότερη συμμετοχή σε φάρμακα κ.λπ.).
- Να «παζαρέψει» τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2019. Η ελληνική πλευρά θέλει ή πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% για τρία χρόνια (2019, 2020 και 2021) ή πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ για 3 έως 5 χρόνια. Η δεύτερη λύση δημιουργεί «δημοσιονομικό χώρο» περίπου 900-1.000 εκατ. ευρώ, ο οποίος μπορεί να αξιοποιηθεί είτε για τη «θωράκιση» των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης που θα συνοδέψουν τη μείωση του αφορολογήτου, είτε για τη χρηματοδότηση επιπρόσθετων μέτρων ανακούφισης των ασθενέστερων τάξεων. Βασικός «αντίπαλος» σε αυτή τη διεκδίκηση θα είναι η Γερμανία η οποία θέλει τα πρωτογενή πλεονάσματα να παραμείνουν στο 3,5% για περισσότερα από 5 χρόνια.
Η περίεργη σιωπή του Τσακαλώτου
Με τον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο να σιωπά για τη συμφωνία στο Eurogroup την περασμένη Δευτέρα και τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ να βρίσκονται σε κατάσταση «ηθελημένης αφωνίας», αναμένοντας εξηγήσεις, το Μέγαρο Μαξίμου εξάγει την επιχειρηματολογία του στην αλλοδαπή.
Την ίδια δε στιγμή, το «ελληνικό ζήτημα» απασχολεί τον γερμανικό Τύπο και προκαλεί εσωτερικούς κλυδωνισμούς στο «αδελφό» κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το Die Linke, με στελέχη του να τάσσονται υπέρ και κατά του Grexit. Χθες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica», υποστήριξε πως «η συμφωνία των Βρυξελλών είναι ξεκάθαρη: Η εποχή των θυσιών έχει τελειώσει», σημείωσε πως «η κυβέρνησή μας έχει δεσμευτεί να κάνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να δώσουν ώθηση στην οικονομία της χώρας» και παρατήρησε ότι «θα το πράξουμε -σε συμφωνία με τους θεσμούς- με ένα σχέδιο φορολογικών παρεμβάσεων που θα είναι ουδέτερο».
Ο κ. Τζανακόπουλος παραδέχτηκε ότι «δεν υπάρχει προκαθορισμένη ημερομηνία για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, αλλά όλοι είμαστε σύμφωνοι για την επίτευξη τελικής συμφωνίας το συντομότερο δυνατόν. Η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να γίνουν όλα πριν από τις γαλλικές εκλογές. Και είμαι βέβαιος ότι μπορεί να γίνει». Ο ίδιος επισήμανε πως η Αθήνα ζητεί στην τελική συμφωνία να περιλαμβάνεται «ένα σοβαρό μεσοπρόθεσμο σχέδιο που να καθιστά το χρέος λιγότερο επαχθές και το οποίο να καθορίζει πιο ρεαλιστικούς στόχους για τον προϋπολογισμό».
Ως «βήμα αποκατάστασης της εμπιστοσύνης» στην ελληνική οικονομία αξιολογεί τη συμφωνία η βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ -και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου- Χαρά Καφαντάρη, η οποία υποστήριξε πως «δημιουργείται ένα σαφές τοπίο για τα επόμενα δύο χρόνια. Οι επενδύσεις θα ωθήσουν την ανάπτυξη που συνεπάγεται και νέες θέσεις εργασίας και είναι ένα κλειδί για την έξοδο από την κρίση και την επιτροπεία». Σε υψηλούς τόνους, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Μανιός παραδέχτηκε πως «δεν μπορεί να προεξοφλήσει κανείς από εδώ και πέρα τι θα γίνει» (ρ/σ North 98) και δίνοντας το μέτρο της αμηχανίας στις τάξεις των κυβερνητικών βουλευτών, σημείωσε: «Δεν συμφωνήθηκαν μέτρα, μειώσεις στο αφορολόγητο κ.λπ. Το τι θα έρθει εμείς δεν έχουμε εικόνα, έχουμε την εικόνα την επίσημη να βγαίνει ο Ντέισελμπλουμ και να λέει πως είμαστε σε καλό δρόμο. Μείωση στις συντάξεις ή άλλο, είναι πακέτο λιτότητας. Άρα, αυτό δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί ξέρει ότι δεν μπορεί να ψηφιστεί από την ελληνική κυβέρνηση. Αν προσδοκούν να έρθει μια άλλη κυβέρνηση να τα ψηφίσει, τότε ας αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους».
Άκρως επιφυλακτικός για τις εξελίξεις, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Χρυσόγονος επισήμανε: «Φοβάμαι ότι τα Eurogroup του Μαρτίου και του Απριλίου είναι χαμένα, πάμε γι’ αυτά στις 22 Μαΐου ή στις 15 Ιουνίου, όπου στο δεύτερο θα είμαστε με το πιστόλι στον κρόταφο».
Ο γερμανικός Τύπος
Τα γερμανικά ΜΜΕ παρακολουθούν στενά την πορεία του «ελληνικού ζητήματος», συνδέοντάς το με το ενδεχόμενο κυβερνητικής αλλαγής. «Τήρηση του προγράμματος ή νέος πρωθυπουργός» είναι ο τίτλος σχολίου στη «Suddeutsche Zeitung» αναφορικά με τα διλήμματα ενώπιον των οποίων βρίσκεται και πάλι η Ελλάδα, επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Στο δημοσίευμα υπογραμμίζεται: «Στην Ελλάδα εδώ και τόσο καιρό οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν με μικρή επιτυχία, με αποτέλεσμα να προκαλούν εύκολα το εξής ερώτημα: Μπορεί εντέλει η χώρα να σωθεί; Οι Ευρωπαίοι δανειστές ρίχνουν σε κάθε περίπτωση χρήματα στον ελληνικό κορβανά, αλλά ο λαός γίνεται όλο και πιο φτωχός. Η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο. Όσοι έχουν λάβει καλή εκπαίδευση αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό. Η τρέχουσα αξιολόγηση των μεταρρυθμιστικών βημάτων έχει εξελιχθεί σε τεράστιο δράμα. Εδώ και καιρό οι πολίτες διερωτώνται αν κάποιος άλλος πέρα από τον Αλέξη Τσίπρα μπορεί να υποσχεθεί έναν λιγότερο επώδυνο τρόπο για έξοδο από την κρίση.
Στη συνέχεια όμως τίθεται το ερώτημα: Αλλά χρειάζεται η χώρα μόνο μια άλλη κυβέρνηση, προκειμένου η πολιτική διάσωσης να στεφθεί τελικά με επιτυχία; Αυτή την ψευδαίσθηση δεν πρέπει να έχει κανείς στο Βερολίνο». Κατά την εφημερίδα, «το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Τσίπρα ήταν ότι επί πρωθυπουργίας του αποφεύχθηκε η κοινωνική αναταραχή».