αώδη διαφορά 16,5 ποσοστιαίων μονάδων στην πρόθεση ψήφου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει δημοσκόπηση της Public Issue. Η έρευνα που έγινε από 6 έως 11 Νοεμβρίου, δείχνει ότι η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει ποσοστό 38,5%, έναντι 22% του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΙΝΑΛ φαίνεται να κρατά γερά την τρίτη θέση, με την εκλογική του επιρροή να προσεγγίζει το 10%, ακολουθεί το ΚΚΕ με 7,5% και κατόπιν η Χρυσή Αυγή με 7%.
Τα υπόλοιπα τρία κόμματα της τρέχουσας Βουλής, Ποτάμι, ΑΝΕΛ, Ένωση Κεντρώων, τα οποία στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (Σεπτέμβριος 2015) είχαν συγκεντρώσει, αθροιστικά, ποσοστό 11,2% και, συνολικά, 30 έδρες, φαίνεται να μένουν εκτός
Μια κοινωνία απογοητευμένη
Όπως βλέπουμε και στις περισσότερες έρευνες η πλειοψηφία της κοινωνίας εκτιμά ότι τα πράγματα πάνε σε χειρότερη κατεύθυνση, σε ποσοστό 74%. Ωστόσο, πιο ενδιαφέρον έχει η αντίδραση στην οποία μεταφράζεται αυτή η γενική δυσαρέσκεια. Πρώτο συναίσθημα είναι η απογοήτευση με 22% και ακολουθούν με 21% η οργή/αγανάκτηση και με 19% η ανησυχία/άγχος.
Παρά τη μικρή βελτίωση ως προς την εκτίμηση για τη λειτουργία του κράτους, η πλειοψηφία των πολιτών (51%) εκτιμά ότι το κράτος λειτουργεί χειρότερα.
Η δυσαρέσκεια αυτή επεκτείνεται και στην εκτίμηση για την κυβέρνηση, αλλά και την αντιπολίτευση. Το 84% είναι δυσαρεστημένο από την κυβέρνηση και το 76% από την αντιπολίτευση, με την κυβέρνηση να βλέπει αυξημένη σχετικά δυσαρέσκεια σε σχέση με προηγούμενες έρευνες.
Δυσαρέσκεια για την εξωτερική πολιτική
Ως προς την εξωτερική πολιτική, η έρευνα αποτυπώνει ότι εξακολουθεί να υπάρχει πλειοψηφική απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, με το 65% να την απορρίπτει. Η αρνητική εικόνα αυτή επεκτείνεται στην κατά πλειοψηφία αρνητική γνώμη (53%) για τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ.
Tα σενάρια των εδρών
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σενάρια για τις έδρες στην επόμενη Βουλή. Έτσι, η υποχώρηση της επιρροής της Ένωσης Κεντρώων, κάτω από το 3%, σε συνδυασμό με την ενίσχυση των λοιπών κομμάτων (+2,5%), λειτουργούν ευνοϊκά, όπως αναφέρει η δημοσκόπηση, για τον στόχο της ΝΔ να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική της αυτοδυναμία, αρκεί η εκλογική της επιρροή να υπερβεί το εκτιμώμενο κάτω όριό της (35%).
Οπως όλα δείχνουν η επόμενη Βουλή θα είναι πεντακομματική καθώς Ποτάμι, ΑΝΕΛ, Ενωση Κεντρώων βρίσκονται κάτω από 3%.
Η σταθεροποίηση των συσχετισμών
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η εκτίμηση που κάνει η έρευνα για τη σταθερότητα των πολιτικών συσχετισμών. Παρότι το 2018 ήταν μια χρονιά με σημαντικά γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν και τις εκλογικές τάσεις (Συμφωνία Πρεσπών, έξοδος από τα μνημόνια, καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική, ανάδειξη ζητημάτων για τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους), εντούτοις δεν παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές.
Το ποσοστό του νέου δικομματισμού, δηλαδή το άθροισμα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σχετικά σταθερό γύρω από το 60%. Η ΝΔ δεν δείχνει να μπορεί να ξεπεράσει το 40% και ο ΣΥΡΙΖΑ να μην πέφτει κάτω από το 20% και η διαφορά μεταξύ τους πάνω από 15%. Όμως, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ διευκολύνεται από το ενδεχόμενο ΑΝΕΛ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων να μην περάσουν το όριο του 3%.
Από την άλλη, το ΚΙΝΑΛ δείχνει να διατηρεί μια συσπείρωση, παρά τις προσπάθειες διεμβολισμού που δέχεται από τις δυνάμεις του νέου δικομματισμού, και άρα έχει αξιώσεις για την τρίτη θέση.
Την ίδια στιγμή ΚΚΕ και Χ.Α. βρίσκονται σε κοντινά επίπεδα, σύμφωνα με την έρευνα, για τη διεκδίκηση της τέταρτης θέσης.
Εάν τα στοιχεία της έρευνας αντιστοιχούν σε πραγματικές τάσεις, είναι σαφές ότι η ΝΔ θα κερδίσει τις εκλογές αλλά χωρίς να ξεφύγει από τα πολιτικά όρια της συσπείρωσής της, την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να πετυχαίνει το βασικό του στόχο που είναι να κατοχυρωθεί ως ο άλλος πόλος του νέου δικομματισμού. Το ΚΙΝΑΛ διατηρεί δυνάμεις, το ΚΚΕ κατοχυρώνεται ως μόνη δύναμη με αξιώσεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (εκμεταλλευόμενο και την πολυδιάσπαση των υπόλοιπων τάσεων της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς) και η Χρυσή Αυγή δείχνει να διατηρεί το βασικό πυρήνα των δυνάμεών της.
Όλα αυτά αποτυπώνουν μια σχετική σταθερότητα στο πολιτικό σκηνικό. Όμως, δείχνουν ταυτόχρονα ότι η ελληνική κοινωνία είναι πια μια κοινωνία «χαμηλών προσδοκιών», απογοητευμένη και δυσαρεστημένη αλλά και χωρίς εμπιστοσύνη στη δυνατότητα μεγάλων αλλαγών. Θέλει εκλογές και άρα πολιτική αλλαγή, όμως χωρίς να επενδύει σε αυτήν ως παράμετρο που θα αλλάξει τη ζωή της.