Την κατά γράμμα υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί (περικοπές στις συντάξεις, μείωση αφορολόγητου) και την διατήρηση των παρεμβάσεων στα εργασιακά συστήνει το ΔΝΤ στην έκθεση του άρθρου 4 που δόθηκε σήμερα στην δημοσιότητα και στην οποία εκφράζονται ανησυχίες για αρνητική επιρροή από τον εκλογικό κύκλο. Στην ίδια έκθεση περιέχεται και ανάλυση βιωσιμότητας για το χρέος όπου τονίζεται ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είναι διαχειρίσιμο αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες και κρύβουν πολλούς κινδύνους.
Πιο αναλυτικά το Ταμείο «καλωσορίζει» τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης να υλοποιήσει το δημοσιονομικό πακέτο της επόμενης διετίας το οποίο περιλαμβάνει το κούρεμα των συντάξεων από την 1η Ιανουαρίου 2019 και την συρρίκνωση του αφορολόγητου την 1η Ιανουαρίου 2020 .
Εξάλλου ζητά από την κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας βάζοντας «πάγο» στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ειδικά για τον κατώτατο μισθό υπογραμμίζεται πως «η όποια προσαρμογή των θα πρέπει να είναι συνετή και σύμφωνη με την πορεία της παραγωγικότητας, με στόχο τη διατήρηση της ορμής της ανάκαμψης της απασχόλησης και την αποφυγή κάθε διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας. Η βελτίωση των συνθηκών και η καλύτερη στόχευση ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας θα βοηθούσε στην επανένταξή των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας».
Οι τεχνοκράτες του Ταμείου ζητούν να περιοριστούν οι κρατικές δαπάνες με περιορισμό των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα για να μπορέσει η Ελλάδα να δημιουργήσει το δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει ελαφρύνσεις λόγω της δέσμευσής της για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχει αναλάβει.
Εκτιμούν ότι η χώρα μας δεν θα καταφέρει να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα και γι΄΄ αυτό στις δικές τους προβλέψεις τα οριοθετούν στο 1,5% του ΑΕΠ από τα μέσα της δεκαετίας του 2020 και μετά (από 2,2% που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση) .
Εκφράζουν δε τους φόβους τους ότι η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων θα επηρεαστί από τον εκλογικό κύκλο, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Στην έκθεση τονίζεται πως με δεδομένο το οξύ δημογραφικό πρόβλημα ο αντίκτυπος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να είναι σημαντικός για να επιτύχει συνολικό μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1% κατά το επόμενο μισό αιώνα.
Αβέβαιες προοπτικές για το χρέος
Για το χρέος στην ανάλυση βιωσιμότητας τονίζεται πως «η ελάφρυνση που συμφωνήθηκε πρόσφατα με τους Ευρωπαίους έχει βελτιώσει σημαντικά τη διατηρησιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες». Σύμφωνα με το Ταμείο η επέκταση των προθεσμιών του EFSF κατά 10 έτη και άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο αποθεματικό ταμειακών ροών, θα πρέπει να εξασφαλίσουν σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να βελτιώσουν έτσι τις προοπτικές για την Ελλάδα πρόσβαση στη χρηματοδότηση της αγοράς κατά την περίοδο αυτή, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι. «Το προσωπικό ανησυχεί για το γεγονός ότι αυτή η βελτίωση των δεικτών του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο υπό τις φιλόδοξες υποθέσεις σχετικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να πραγματοποιήσει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να είναι δύσκολο να διατηρηθεί η αγορά μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους».
Προτείνεται δε η πρόσθετη βοήθεια που δεσμεύθηκαν να παράσχουν οι Ευρωπαίοι να εξαρτάται από ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδίως όσον αφορά την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρεί εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Ειδικότερα υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει μακροχρόνια πλεονάσματα όχι υψηλότερα από 1,5% του ΑΕΠ σε συνδυασμό με αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1% . Σύμφωνα με αυτές τις παραδοχές το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία της δέσμης μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους δεν επαρκούν για την εξασφάλιση μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα του χρέους . Το χρέος προς το ΑΕΠ αρχικά θα μειωθεί, αλλά στη συνέχεια αρχίζει μια αδιάκοπη άνοδο από το 2038 περίπου. Οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες για την κάλυψη του (GFN) θα ξεπερνούσαν το 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2038 και θα συνεχίσουν να αυξάνονται στη συνέχεια. Συνεπώς, όπως προστίθεται θα χρειαστεί πρόσθετη ανακούφιση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους,
Επίσης περιέχεται και σενάριο σύμφωνα με το οποίο το χρέος προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να αυξάνεται από το 2033 με το GFN να παραβιάζει το 20% το ίδιο έτος.