Εντελώς ξαφνικά «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 52 ετών ο Θανάσης Καλογιάννης, ένας εκ των κορυφαίων αθλητών που ανέδειξε ποτέ ο ελληνικός στίβος.
Η ανακοίνωση του ΣΕΓΑΣ αναφέρει: «Συγκλονισμένος ο κόσμος του αθλητισμού και ιδιαίτερα του στίβου από το άγγελμα θανάτου του πρωταθλητή των 400μ. με εμπόδια Θανάση Καλογιάννη σε ηλικία 52 ετών.
Ποιος δεν θυμάται το καμάρι του στίβου, τον Θανάση Καλογιάννη, με καταγωγή από τον Βόλο, που μεσουρανούσε και μας χάριζε ανεπανάληπτες στιγμές στη δεκαετία του ’80.
Ο πρόεδρος και το ΔΣ του ΣΕΓΑΣ εκφράζουν στους οικείους του τα ειλικρινά τους συλλυπητήριά για τον απροσδόκητο θάνατό του, ενώ η κηδεία του θα γίνει σήμερα Δευτέρα 23 Οκτωβρίου στις 13:00 στον Βόλο.
Ο Θανάσης Καλογιάννης γεννήθηκε το 1965 και υπήρξε πρωταθλητής Ελλάδος στα 400μ με εμπόδια. Αθλητής του ΓΣ Καρδίτσας, συμμετείχε δύο φορές σε Ολυμπιακούς αγώνες το 1984 και το 1992. Το 1986 ήταν 8ος στους πανευρωπαϊκούς, είχε ατομικό ρεκόρ στα 400μ, 45.90, και στα 400μ. με εμπόδια 48.80 από τις 19/7/87 όταν είχε πάρει το ασημένιο μετάλλιο στην Πανεπιστημιάδα του Ζάγκρεμπ, επίδοση που ήταν πανελλήνιο ρεκόρ ενώ είχε πετύχει άλλο ένα πανελλήνιο ρεκόρ νωρίτερα με 48.88 στις 9/7/86.
Θανάσης Καλογιάννης – Λάουρα Ντε Νίγκρις
Ο Θανάσης Καλογιάννης μπορεί να μην φανταζόταν ότι μια μέρα η ζωή του θα τον έφερνε να πίνει τον καφέ του μέσα σε ένα κήπο με τροπική βλάστηση στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Όπως ανέφερε σε ένα ρεπορτάζ ο Διον. Θανάσουλας, ο παλιός πρωταθλητής των τετρακοσίων μέτρων παντρεύτηκε την πάλαι ποτέ ιέρεια της μόδας Λάουρα Ντε Νίγκρις -τα εντιτόριαλ μόδας της στη «Γυναίκα» άλλαξαν για πάντα τον fashion κόσμο της Ελληνίδας- και άφησε πίσω του την Ελλάδα εδώ και χρόνια.
Η κούκλα των 80’s και μια από τις ομορφότερες γυναίκες της Αθήνας γνώρισε τον Καλογιάννη σε μια στιγμή της ζωής της που αποδείχτηκε καθοριστική για την πορεία και των δύο.Η μετακόμισή τους στην Βραζιλία προ κρίσης αποδείχτηκε η σωστότερη επιλογή στην ζωή δύο ξεχωριστών ανθρώπων, που έζησαν πολλά και απολαμβάνουν πλέον μια άλλη ξενοιασιά, μακριά από το μνημόνιο και την μιζέρια που έχει κατακλύσει την χώρα.
Ο 400αρης που λάτρεψε την φωτογραφία.
Λένε ότι ένας αθλητής δεν ξεχνάει ποτέ την ημέρα που μπαίνει για τελευταία φορά να αγωνιστεί στο άθλημά του. Για τον Θανάση Καλογιάννη εκείνη η μέρα ήταν πριν από είκοσι δύο χρόνια στους Πανελλήνιους Αγώνες ανδρών το 1993. Είχε αρχίσει να σκέφτεται μήνες πριν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τους στίβους. Όπως έχει πει ο ίδιος, «εκείνη την μέρα στο προθερμαντήριο, πριν τον αγώνα, πήρα την οριστική απόφαση να σταματήσω. Μπήκα μέσα και αγωνίστηκα γνωρίζοντας πως θα ήταν η τελευταία φορά που θα βίωνα ανάλογες στιγμές».
Μέχρι τότε είχε ζήσει πολλές. Γεννημένος το 1965, υπήρξε ένας από τους καλύτερους στα 400 μέτρα με εμπόδια, αναδείχθηκε τρεις φορές πρωταθλητής Ελλάδας και δύο φορές -το 1988 και το 1989- χρυσός Βαλκανιονίκης. Ήταν ο πρώτος έλληνας αθλητής που έσπασε το φράγμα των 49 δευτερολέπτων στα τετρακόσια με εμπόδια, ενώ σε ηλικία δεκαεννέα ετών-το 1984-πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λος Άντζελες. Δυστυχώς για τον ίδιο, ήταν εκπρόσωπος μια γενιάς αθλητών που δεν ευτύχησε να έχει χορηγούς και οικονομικές διευκολύνσεις μαζί με τους Γιώργο Βαμβακά, Δημήτρη Χατζόπουλο και άλλους.
Ο γοητευτικός τετρακοσάρης έκαψε ουκ ολίγες γυναικείες καρδιές και, όταν έτρεχε, τα φλας άστραφταν αφού οι φωτογραφίες του πούλαγαν. Ο ίδιος μπορεί να θαύμαζε και να θαυμάζει διάφορους ανθρώπους, ποτέ όμως δεν είχε κάποιον σαν πρότυπο στη ζωή του ενώ, όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του, «πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός σαν τις νιφάδες του χιονιού».
Παρ’όλο που σπούδασε οδοντίατρος, δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα, απόφαση που έλαβε όταν έκανε την πρακτική του. Συνηθισμένος από τον στίβο σε ταξίδια, προπονήσεις σε ανοιχτό περιβάλλον, εναλλαγές εικόνων και φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές, συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σε ένα δωμάτιο ιατρείου. Τότε ανακάλυψε την φωτογραφία, η οποία έγινε νέα του μεγάλη αγάπη και, όπως λένε αυτοί που τον ξέρουν, έτσι έτυχε να γνωρίσει την γυναίκα που άλλαξε την ζωή του για πάντα, την εντυπωσιακή βραζιλιάνα Λάουρα Ντε Νίγκρις.
Η γυναίκα που άλλαξε τον κόσμο της μόδας.
Όπως είχε εύστοχα δηλώσει ο Μιχάλης Ασλάνης, «πριν έρθει η Λάουρα στη Ελλάδα, δεν ξέραμε τις θα πει στιλίστας η μακιγιέρ». Η άφιξη της εκρηκτικής Βραζιλιάνας στην Αθήνα συνέπεσε με την απαρχή της έκρηξης του περιοδικού τύπου στην Ελλάδα. Η Λάουρα είχε ήδη φωτογραφηθεί γυμνή για το βραζιλιάνικο «Playboy» τον Οκτώβριο του 1980, καίγοντας καρδιές στην χώρα της.
Ο έρωτας και η μετακόμιση.
Όταν γνώρισε τον Θανάση Καλογιάννη, ο τελευταίος ήταν ήδη γνωστός ως φωτογράφος και το ειδύλλιο μεταξύ τους κεραυνοβόλο. Παντρεύτηκαν πριν από δεκατέσσερα περίπου χρόνια και αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Σάο Πάολο χωρίς να κόψουν όμως και τους δεσμούς με την Ελλάδα.
Ο Καλογιάννης αφοσιώθηκε στην τέχνη του κάνοντας παράλληλα σπουδές πάνω στην κινηματογραφική φωτογραφία και την σκηνοθεσία, ενώ η πάλαι ποτέ ιέρεια της μόδας, άρχισε να σχεδιάζει όχι ρούχα αλλά κοσμήματα. Κοσμήματα που έχουν επιτυχία αφού κουβαλάνε και αυτή την μοναδική αισθητική που είχε πάντα η Ντε Νίγκρις σε ό,τι κι αν έκανε.
Μένουν σχεδόν όλο το χρόνο οι δυο τους, σε ένα υπέροχο σπίτι, δουλεύοντας ο καθένας το αντικείμενό του, ενώ ο Καλογιάννης εντρύφησε πρόσφατα και στην τέχνη του ντοκιμαντέρ. Στο σπίτι κυριαρχούν οι γάτες τις οποίες η Λάουρα προσέχει σαν να ήταν παιδιά, ενώ πολύ συχνά δειπνούν με φιλικά ζευγάρια σε εστιατόρια της πόλης. Λατρεύουν και οι δύο τη Σαρδηνία το καλοκαίρι την οποία απολαμβάνουν με χαλαρές κρουαζιέρες, ενώ όταν έρχονται στην Ελλάδα, αποφεύγουν τα κοσμικά πάρτι. Προτιμούν να βγουν για φαγητό με φίλους της Ντε Νίγκρις από το παρελθόν όπως ο Μιχάλης Πάντος και το σχεδιαστικό δίδυμο των Deux Hommes.
Ένα τέτοιο βράδυ που απολάμβαναν το φαγητό στην «Κουζίνα»στο Θησείο, θαυμάζοντας την υπέροχη θέα της Ακρόπολης από την ταράτσα του εστιατορίου, ο πρώην πρωταθλητής άρχισε να φωτογραφίζει την σύζυγο του, η οποία δεν πόζαρε.Όταν της είπε να προσέχει γιατί η Ακρόπολη ήταν υπέροχη η Λάουρα γελώντας του απάντησε «αυτή είναι υπέροχη εδώ και αιώνες, εμείς να δω πως θα βγούμε».