Οι εκλογές πρέπει να γίνουν το συντομότερο δυνατό γιατί ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να εξασφαλίσει την έξοδο της χώρας στις αγορές το 2018 και η νέα κυβέρνηση πρέπει να έχει τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμάσει αυτή την έξοδο, τόνισε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την ομιλία του στην εκδήλωση του Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης “διαΝΕΟσις”, με θέμα την ανάπτυξη.
Ο κ. Μητσοτάκης κατηγόρησε τον κ. Τσίπρα ότι “έκαψε το χαρτί της συναίνεσης” και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η παραμονή στην εξουσία, λέγοντας ότι το κόστος αυτής της παραμονής είναι μεγαλύτερο από το κόστος της προσφυγής σε πρόωρες εκλογές.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας χαρακτήρισε χρήσιμα τα στοιχεία ποιοτικών μελετών που παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση, γιατί, όπως παρατήρησε, βρισκόμαστε “στην εποχή της ακατάσχετης σαχλαμάρας και μπουρδολογίας”. “Λυπάμαι, που είμαι απόλυτος. Σε μια εποχή, που ο δημόσιος διάλογος κινείται μεταξύ θεωριών συνομωσίας και ανακύκλωσης διαφόρων απίστευτων φαντασιώσεων, το να μπορούμε να επαναφέρουμε τη συζήτηση στην ουσία της, είναι μια ανάσα αισιοδοξίας”, συμπλήρωσε.
Ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι η Ελλάδα έφτασε πολύ κοντά το 2014 να βγει από το φαύλο κύκλο της κρίσης και δεν τα κατάφερε γιατί υπήρξε μια πολιτική αλλαγή και πληρώνει σήμερα έναν πάρα πολύ ακριβό λογαριασμό από αυτή την επιλογή.
Στη διάρκεια της ομιλίας του παρουσίασε τον οδικό άξονα της Ν.Δ. για την έξοδο της χώρας από την κρίση, τον οποίο περιέγραψε ως ένα τρίγωνο με τρεις κορυφές: “Στην πάνω κορυφή, είναι το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Σε καμία περίπτωση, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στις εποχές που ξοδεύαμε περισσότερα από αυτά τα οποία παρήγαγε η χώρα. Από την άλλη, μια πολύ σφικτή δημοσιονομική πολιτική, με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για πολλά χρόνια, μπορεί να είναι τόσο περιοριστική, που να ακυρώσει το όφελος από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. ‘Αρα, πρέπει να προκρίνεται μια δημοσιονομική πολιτική που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον περιορισμό των δαπανών σε συνδυασμό με λελογισμένο περιορισμό των φόρων. Παράλληλα, πρέπει να υπάρχει διεύρυνση της φορολογικής βάσης και με την επιθετική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, κυρίως μέσω της διεύρυνσης των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Η δεύτερη κορυφή έχει να κάνει με τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Δεν πρόκειται να έχουμε ανάπτυξη χωρίς ένα τραπεζικό σύστημα, το οποίο μπορεί να παρέχει πόρους. Και χρηματοδότηση στις εταιρείες που θέλουν να ρισκάρουν και να επενδύσουν. Αλλά, πρέπει να υπάρχουν πόροι. Δεν μπορεί να στηρίζονται μόνο σε ίδια κεφάλαια. Εάν δεν υπάρξει εκκαθάριση του χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων και μια άλλη προσέγγιση στο πως αντιμετωπίζουμε τους ισολογισμούς των τραπεζών, η ανάπτυξη θα είναι πολύ δύσκολη.
Η τρίτη κορυφή του τριγώνου, που είναι ίσως το πιο ουσιαστικό κομμάτι, είναι οι περιβόητες μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι μεταρρύθμιση το να κόβεις οριζόντια συντάξεις και να επιβάλεις οριζόντια φόρους.
Στο σημείο αυτό ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στον πρωτογενή τομέα και ειδικότερα στους αγρότες και παρατήρησε: “Χρειαζόμαστε σύμπραξη. Χρειαζόμαστε συνενώσεις. Ειδικά, στον πρωτογενή τομέα. Δεν μπορεί οι αγρότες να συνεννοούνται μόνο όταν είναι να κατέβουν στα μπλόκα. Πρέπει να συνεννοούνται και για τη δημιουργία οργανώσεων παραγωγών”.
Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είπε ότι ως προς την αντίληψη της για τον ρόλο του κράτους η Ελλάδα παραμένει “μια αριστερόστροφη, νεοκομμουνιστική χώρα”.
Για τον εαυτό του ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύτηκε πως όταν γίνει πρωθυπουργός δεν θα κάνει εκπτώσεις στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.
Αναλυτικά, η τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη:
«Σε μια εποχή, που ο δημόσιος διάλογος κινείται μεταξύ θεωριών συνομωσίας και ανακύκλωσης διαφόρων απίστευτων φαντασιώσεων, το να μπορούμε να επαναφέρουμε τη συζήτηση στην ουσία της, είναι μια ανάσα αισιοδοξίας. Το υλικό είναι πολύ χρήσιμο για εμάς. Τα Κόμματα δεν έχουμε πάντα τη δυνατότητα να παράγουμε πολιτικές προτάσεις αυτού του επιπέδου.
Η ελληνική γλώσσα είναι εξαιρετικά πλούσια. Όμως δεν μπορεί να κάνει τη διάκριση που γίνεται στα αγγλοσαξωνικά μεταξύ των λέξεων politics και policy. Είναι άλλο πράγμα η πολιτική και άλλο η εφαρμοσμένη πολιτική. Εμείς τα συγχέουμε. Και πρέπει να διαχωρίσουμε την πολιτική στη μεγάλη της έννοια – πώς εκλεγόμαστε, πώς κινούμαστε κομματικά – με το πώς κινούμαστε όταν θα έρθουμε στην εξουσία. Οι μελέτες της “διαΝΕΟσις” για εμάς στη Νέα Δημοκρατία είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο. Νομίζω ότι κάποιος εάν θέλει να διαβάσει ένα βιβλίο για την ελληνική κρίση θα μπορούσε να διαβάσει το “Χάρτης εξόδου από την κρίση: Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελλάδα”.
Η χώρα έφτασε πολύ κοντά το 2014 να βγει από το φαύλο κύκλο της κρίσης. Δεν τα κατάφερε γιατί υπήρξε μια πολιτική αλλαγή. Και πληρώνει σήμερα έναν πάρα πολύ ακριβό λογαριασμό από αυτή την επιλογή. Αυτή, νομίζω, είναι μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται κάποια αμφισβήτηση. Όπως και να μετρήσει κάποιος τη ζημιά που έγινε, η ζημιά παραμένει πολύ μεγάλη. Η ουσία, όμως, είναι πώς μπορούμε να συμφωνήσουμε, επιτέλους, σε ένα εθνικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο θα αποτελεί τον άξονα εξόδου της χώρας από την κρίση και το οποίο θα πηγαίνει πέρα και πάνω από τις δεσμεύσεις του εκάστοτε Μνημονίου.
Κυρίως, πρέπει αυτό το σχέδιο να γίνει κτήμα του πολιτικού συστήματος αλλά και της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Μέσα στη σύγχυση και την απαισιοδοξία που είναι εμφανής στην κοινωνία υπάρχει και κάτι καλό. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τις βασικές επιλογές της χώρας έχει αλλάξει – κατά την άποψή μου – προς το καλύτερο. Οι πολίτες δέχονται, επί της αρχής, ότι πρέπει να έχουμε ένα μικρότερο και αποτελεσματικότερο Κράτος. Δέχονται ότι πρέπει ενδεχομένως να έχουμε λιγότερους φόρους. Πιστεύουν στη δύναμη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Θέλουν οι πολιτικοί να λένε την αλήθεια. Θεωρούν πολύ σημαντική αξία την αξιοκρατία, ως απάντηση στις πελατειακές λογικές του κομματικού συστήματος. Αυτή είναι μια βάση, πάνω στην οποία, μπορούμε να χτίσουμε.
Πολύ περιληπτικά, εάν ήθελα να παρουσιάσω τον οδικό άξονα για την έξοδο της χώρας από την κρίση, θα περιέγραφα ένα τρίγωνο με τρεις κορυφές. Στην πάνω κορυφή, είναι το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Σε καμία περίπτωση, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στις εποχές που ξοδεύαμε περισσότερα από αυτά τα οποία παρήγαγε η χώρα. Από την άλλη, μια πολύ σφικτή δημοσιονομική πολιτική, με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για πολλά χρόνια, μπορεί να είναι τόσο περιοριστική, που να ακυρώσει το όφελος από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Άρα, πρέπει να προκρίνεται μια δημοσιονομική πολιτική που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον περιορισμό των δαπανών σε συνδυασμό με λελογισμένο περιορισμό των φόρων. Παράλληλα, πρέπει να υπάρχει διεύρυνση της φορολογικής βάσης και με την επιθετική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, κυρίως μέσω της διεύρυνσης των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Η δεύτερη κορυφή έχει να κάνει με τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Δεν πρόκειται να έχουμε ανάπτυξη χωρίς ένα τραπεζικό σύστημα, το οποίο μπορεί να παρέχει πόρους. Και χρηματοδότηση στις εταιρείες που θέλουν να ρισκάρουν και να επενδύσουν. Αλλά, πρέπει να υπάρχουν πόροι. Δεν μπορεί να στηρίζονται μόνο σε ίδια κεφάλαια. Εάν δεν υπάρξει εκκαθάριση του χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων και μια άλλη προσέγγιση στο πως αντιμετωπίζουμε τους ισολογισμούς των τραπεζών, η ανάπτυξη θα είναι πολύ δύσκολη.
Η τρίτη κορυφή του τριγώνου, που είναι ίσως το πιο ουσιαστικό κομμάτι, είναι οι περιβόητες μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι μεταρρύθμιση το να κόβεις οριζόντια συντάξεις και να επιβάλεις οριζόντια φόρους. Κατηγοριοποιώ τις μεταρρυθμίσεις σε τρεις βασικές κατηγορίες. Η πρώτη είναι η μεταρρύθμιση στη Δημόσια Διοίκηση. Ο τρόπος που αποκτούμε ένα Κράτος λειτουργικό. Το πως αξιοποιούμε το ανθρώπινο δυναμικό μας, αξιολογούμε τους δημοσίους υπαλλήλους και αξιοποιήσουμε την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι επενδύσεις. Αυτό που λέμε αγορές προϊόντων. Ο τρόπος που απελευθερώνουμε την υγιή επιχειρηματικότητα. Κατά την άποψή μου, αυτό γίνεται χωρίς να δίνουμε τόσο μεγάλη έμφαση σε κεντρικά κατευθυνόμενες κλαδικές πολιτικές. Βεβαίως, και έχουμε κλάδους, που έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Πολλές φορές, όμως, η οικονομία μας εκπλήσσει. Καινοτόμες ιδέες και επιχειρηματικότητα έρχονται από εκεί που δεν την περιμένουμε. Βλέπουμε ότι πέτυχαν εταιρείες που δεν θα φανταζόμασταν ότι θα τις είχαμε στην Ελλάδα. Προέκυψαν όμως. Κάποιοι επιχειρηματίες με φαντασία και θάρρος τόλμησαν να επενδύσουν. Και παράγουν ποιοτικά προϊόντα, τα οποία εξάγουν. Αυτό είναι μη διαπραγματεύσιμο. Θέλουμε προϊόντα τα οποία θα εξάγουμε. Προϊόντα που θα επενδύουν στην ποιότητα και όχι στο χαμηλό κόστος. Εκεί, δεν πρόκειται να είμαστε ανταγωνιστικοί. Παρότι το κόστος εργασίας έχει μειωθεί και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είμαστε ανταγωνιστικοί. Χρειαζόμαστε σύμπραξη. Χρειαζόμαστε συνενώσεις. Ειδικά, στον πρωτογενή τομέα. Δεν μπορεί οι αγρότες να συνεννοούνται μόνο όταν είναι να κατέβουν στα μπλόκα. Πρέπει να συνεννοούνται και για τη δημιουργία οργανώσεων παραγωγών. Και για τη δημιουργία ικανού μεγέθους και την επένδυση στην καινοτομία. Υπάρχουν νησίδες ποιότητας που μας κάνουν να είμαστε αισιόδοξοι.
Επισκέφθηκα, σήμερα, μια μονάδα βιοαερίου, την οποία έφτιαξαν τέσσερις καινοτόμοι κτηνοτρόφοι. Όταν ρώτησα, πόσες αντίστοιχες μονάδες έχουμε στην Ελλάδα, μου απάντησαν 15. Και όταν ρώτησα πόσες μονάδες βιοαερίου αυτού του μεγέθους έχει η Γερμανία, μου απάντησαν 5.000. Μια τέτοια μονάδα, όμως, δίνει πρόσθετο εισόδημα και συγκριτικό πλεονέκτημα στο κόστος. Εξισορροπεί τις διακυμάνσεις στις τιμές του γάλακτος. Είναι προφανή αυτά, τα οποία πρέπει να γίνουν. Αρκεί να καταπολεμήσουμε την γραφειοκρατία και να απλοποιήσουμε την διαδικασία αδειοδότησης. Επίσης, πρέπει να έχουν οι επιχειρηματίες πρόσβαση σε κεφάλαια και να μπορούν να επενδύουν, μέσα όμως, σε ένα περιβάλλον, το οποίο αναγνωρίζει ότι η ανάπτυξη θα έρθει από την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Παραμένουμε – τώρα ευτυχώς αρχίζει κι αλλάζει αυτό, αλλά διαπνέεται και από την τωρινή Κυβέρνηση – μια αριστερόστροφη, νεοκομμουνιστική χώρα, ως προς την αντίληψη του ρόλου που πρέπει να διαδραματίζει το Κράτος. Πρέπει να απελευθερώσουμε τις υγιείς δυνάμεις της επιχειρηματικότητας. Έχουμε εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό. Βεβαίως, πρέπει να το συνδέσουμε περισσότερο με την παραγωγική διαδικασία. Και ειδικά, εδώ στη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ώστε να τελεσφορήσουν, επιτέλους, οι συζητήσεις για τη δημιουργία ζωνών καινοτομίας. Ώστε να επενδύσουν και ξένες εταιρείες. Γιατί να στέλνουμε μηχανικούς στο εξωτερικό και να μην δημιουργήσουμε εδώ κέντρα έρευνας. Σε ένα παγκόσμιο κόσμο, το να μπορείς να δουλεύεις σε έναν όμορφο τόπο είναι πολύ σημαντικό και δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Χρειάζεται πολιτική σταθερότητα και μια αποφασισμένη Κυβέρνηση να υλοποιήσει όλα αυτά για τα οποία μιλάμε, χωρίς χρονοτριβές. Εκτιμώ ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν πολύ γρήγορα. Η επόμενη Κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει καμία απολύτως έκπτωση στο μεταρρυθμιστικό της πρόσωπο. Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος είναι εκείνο της αδράνειας. Θεωρώ ότι είναι προσωπική μου υποχρέωση, στον επόμενο πολιτικό γύρο – που δεν πιστεύω ότι θα αργήσει – να περάσουμε στην πράξη. Αυτά τα οποία συζητάμε, να τα κάνουμε».