Ο δημοσιογράφος του «Βήματος» Δημήτρης Γαλάνης αποχαιρετά τον ανιψιό του, γιο της αδελφής του, που σκότωσαν Πακιστανοί ληστές στου Φιλοπάππου…
“Δεκαπενταύγουστος 1993: Ο πατέρας μου κρατάει στα χέρια του ένα μωρό που γεννήθηκε στις 21 του προηγούμενου Ιούνη. Είναι το πρώτο του εγγόνι και γελούν μέχρι και τα μουστάκια του. Στα επόμενα πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή ο πατέρας μου να φύγει από κοντά μας, ο Νικόλας θα είναι η μεγάλη του αδυναμία. Λίγο προτού πεθάνει, η αδελφή μου φέρνει στον κόσμο το δεύτερο παιδί της, ένα γλυκό κορίτσι που το βαφτίζουμε Παναγιώτα-Αγγελική.
Δεκαπενταύγουστος 2018: Ο Νικόλας είναι πια 25 ετών και η αδελφή του σπουδάζει στην Ιατρική. Τα τελευταία δύο χρόνια ζει στη Γλασκώβη, έχοντας ολοκληρώσει έναν πρώτο κύκλο σπουδών στον τουριστικό τομέα στο Εδιμβούργο. Στη Γλασκώβη εργάζεται σε ένα από τα ξενοδοχεία «Hilton» της πόλης. Με τη φιλοδοξία να «χτίσει» ένα καλύτερο βιογραφικό, έχει αποφασίσει να συνεχίσει τις σπουδές του και παράλληλα να εργάζεται. Λίγο προτού ξεκινήσει τον νέο κύκλο των σπουδών του, έχει έρθει στην Ελλάδα για διακοπές προκειμένου να «γεμίσει τις μπαταρίες» του, όπως έλεγε. Η αδελφή μου έχει καλέσει εμένα και έναν αγαπητό μας εξάδελφο, που είμαστε και οι μόνοι κοντινοί συγγενείς που έχουμε μείνει στην Αθήνα, στο σπίτι της, στον Αγιο Στέφανο, για να φάμε μαζί το μεσημέρι και να γιορτάσουμε την ονομαστική γιορτή της μικρής.
«Στην Ελλάδα δεν έχει μέλλον»
Ο Νικόλας είναι ενθουσιασμένος. Εχει περάσει λίγες ημέρες στην Κρήτη, που του άρεσε πολύ, και στη συνέχεια πήγε με την παρέα του στο Αγκίστρι, όπου γνώρισε μια κοπέλα από την Πορτογαλία. «Τέτοιο κορίτσι μια φορά στα 10 χρόνια συναντάει κανείς» λέει στον πατέρα του. Μιλάμε για τα σχέδιά του. Μας λέει ότι μπορεί καμιά φορά να νιώθει μοναξιά στη Σκωτία, αλλά «στην Ελλάδα δεν έχει μέλλον». Μιλάμε γενικά για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας τα χρόνια της κρίσης και θέλοντας να μου δώσει κουράγιο μού λέει: «Μην ανησυχείς για τίποτα. Ακόμα κι αν κάτι δεν πάει καλά με τα επαγγελματικά σου, θα πάρεις το πρώτο αεροπλάνο και θα έρθεις στη Σκωτία, να μείνουμε μαζί. Θα βρεις σύντομα μια δουλειά. Θα είμαστε κομπλέ». Μου αρέσουν οι εκφράσεις της μόδας που κατά καιρούς χρησιμοποιεί. «Γιαγιά, άραξε, μην αγχώνεσαι» έλεγε κάθε τόσο στη μητέρα μου, κι εκείνη γελούσε με τον τρόπο του.
Τα παιδιά αποχωρούν από το τραπέζι και οι μεγάλοι συνεχίζουμε την κουβέντα μας. Οταν είμαστε έτοιμοι να φύγουμε, ο Νικόλας είναι στο δωμάτιό του και ακούει μουσική. «Νικόλα, γεια» του φωνάζουμε αλλά εκείνος δεν μας ακούει. Φτάνοντας στο σπίτι μου χτυπάει το κινητό μου. «Δημήτρη, συγγνώμη που δεν σας άκουσα. Ηθελα να σας πω γεια. Δώσε φιλιά στον Γιώργο» μου λέει. Είναι η τελευταία φορά που ακούω τη φωνή του.
«Δημήτρη, κάτι έπαθε το παιδί…»
Το βράδυ με πιάνει μια παράξενη ανησυχία. Ξυπνάω κάθε τόσο και αργώ να ξανακοιμηθώ, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Κατά τις έξι το πρωί βυθίζομαι ξανά στον ύπνο. Δυόμισι ώρες αργότερα χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η αδελφή μου και ακούγεται πανικόβλητη. «Δημήτρη, το παιδί. Κάτι έπαθε το παιδί. Με πήρανε από τη ΓΑΔΑ και μου είπαν να πάω από εκεί. Ο Νικόλας, κάτι έπαθε ο Νικόλας» μου λέει. Μου λέει ότι ξεκινούν από τον Αγιο Στέφανο. «Φεύγω κι εγώ με ταξί» της λέω. 16 Αυγούστου, οι δρόμοι άδειοι, σε δέκα λεπτά είμαι στην Αλεξάνδρας. Στην είσοδο εξηγώ στον φρουρό ποιος είμαι και μου λέει να πάρω το ασανσέρ και να ανέβω στον 11ο όροφο. Μόλις βγαίνω από το ασανσέρ με περιμένει ένας αστυνομικός και με οδηγεί προς το τμήμα Ανθρωποκτονιών. Βλέποντας το Ανθρωποκτονιών, μου κόβονται τα πόδια, στεγνώνει το στόμα μου. «Παιδιά, τι συμβαίνει;» ρωτάω με αγωνία. Οι αστυνομικοί με ρωτούν αν θέλω έναν καφέ ή λίγο νερό. Τους εξηγώ ότι το μόνο που θέλω είναι να μάθω ότι το παιδί είναι καλά. Με τα πολλά ένας νεαρός αστυνομικός μού λέει με έναν πολύ ανθρώπινο τρόπο: «Κύριε Δημήτρη, είναι πολύ δύσκολο αυτό που θα σας πω, αλλά ο Νίκος δεν είναι πια ανάμεσά μας». Νιώθω τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Απέραντη απόγνωση, πόνος και αγωνία «Αχ, Θεέ μου, τι θα πω στην αδελφούλα μου, στον γαμπρό μου;». Λίγο αργότερα τους βλέπω μπροστά μου. Είναι άσπροι σαν το πανί. Η αδελφή μου με το που με βλέπει καταλαβαίνει αμέσως. «Το παιδί. Πάει το παιδί» μου λέει.
Από τους αστυνομικούς μαθαίνουμε τις πρώτες πληροφορίες και από εκείνο το πρωί ζούμε όλοι έναν εφιάλτη που ξεκινάει με το που ανοίγουμε τα μάτια μας. Φεύγουμε από τη ΓΑΔΑ και ερχόμαστε όλοι στο σπίτι μου. Εκεί ξεκινάει μια καινούργια αγωνία: Πώς θα το πούμε στη γιαγιά που είναι στο Αιτωλικό; Αποφασίζουμε να της πούμε ότι ο Νικόλας έχει χτυπήσει και είναι στο νοσοκομείο και κανονίζουμε με ξαδέλφια μας να την πάρουν και να έρθουν στην Αθήνα. Οταν φτάνει η μητέρα μου, όσο κι αν προσπαθούμε να της το πούμε με γλυκό τρόπο, μόλις μαθαίνει για τον θάνατο του Νικόλα ξετυλίγονται οι πιο δραματικές σκηνές.
Το τελευταίο αντίο
Λίγο αργότερα φεύγουμε όλοι μαζί για τον Αγιο Στέφανο. Στο σπίτι της αδελφής μου έχουν αρχίσει και έρχονται φίλοι και συγγενείς. Αρχίζουν να έρχονται και οι φίλοι του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο συγκλονισμένα είναι αυτά τα παιδιά. Πέφτουν στην αγκαλιά της αδελφής μου και κλαίνε με λυγμούς και αυτή τα αγκαλιάζει σαν να ήταν τα δικά της παιδιά γιατί γνωρίζει πόσο αγαπούσαν τον Νικόλα. Ο κολλητός του, ο Χρήστος, είχε φύγει την Τετάρτη 15 Αυγούστου για την Αγγλία και επέστρεψε στην Ελλάδα την επόμενη ημέρα για να είναι στην κηδεία και να πει ένα τελευταίο αντίο στον φίλο του.
Με τον άλλο του κολλητό, τον Τάσο, που τον φώναζε χαϊδευτικά «σκίουρο», είχαν τον τελευταίο καιρό αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία. Εκαναν και σχέδια να αγοράσουν από κοινού ένα τηλεσκόπιο για να κοιτάνε τα αστέρια. Ποιος να το φανταζόταν ότι τόσο σύντομα και τόσο άδικα θα βρισκόταν ανάμεσά τους.
200 μέτρα από την Ακρόπολη
Την επόμενη ημέρα η αδελφή μου θέλει να πάμε στο σημείο όπου έπεσε το παιδί για να αφήσουμε λίγα λουλούδια. Δεν γνωρίζαμε ακριβώς πού ήταν το σημείο αυτό, με αποτέλεσμα να γυρνάμε σε ολόκληρο τον λόφο του Φιλοπάππου και σε αυτή την τραγική περιήγηση συνειδητοποιήσαμε πόσο «παγίδα θανάτου» μπορεί να γίνει αυτό το μέρος που βρίσκεται 200 μέτρα από την Ακρόπολη. Επικίνδυνα μονοπάτια, ολισθηρές πέτρες αντί για σκαλοπάτια, παντελής έλλειψη οποιουδήποτε φωτισμού, αφύλακτοι γκρεμοί χωρίς κανένα κιγκλίδωμα προστασίας που θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία ακόμη και για κάποιον που δεν δέχτηκε την επίθεση που δέχτηκε ο Νικόλας. Ηταν αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση που ώθησε την αδελφή μου να γράψει την ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε την περασμένη Πέμπτη, ημέρα που η οικογένειά μου ήταν στο κοιμητήριο για τα εννιάμερα του παιδιού.
Το Σάββατο γίνεται η κηδεία. Η μέρα του τελευταίου αντίο, της τελευταίας εικόνας. Του δικού μας αντίο. Οι επόμενες είναι για όλους μας βυθισμένες στη θλίψη και την απόγνωση. Προσωπικά θέλω να θυμάμαι τον Νικόλα στις όμορφες στιγμές του. Στα γέλια του, στις πλάκες του, στις τρυφερές αγκαλιές του. Το πένθος δεν ταιριάζει στον Νικόλα. Δεν ταιριάζει σε κανένα νέο παιδί”.