Με τις συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής να πλήττουν βάναυσα την κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας και την αβασίλευτη δημοκρατία να μην προσφέρει επίλυση των προβλημάτων, ένας Λάκωνας, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, αποφάσισε στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 να ανοίξει ένα από τα πρώτα φαρμακεία των Αθηνών στην οδό Πειραιώς. Σε μια εποχή που τα φαρμακευτικά σκευάσματα ήταν εξαιρετικά δυσεύρετα σε βαθμό να χαρακτηρίζονται ως είδη πολυτελείας, η συμπεριφορά του μεθοδικού και υπερεργατικού νεαρού φαρμακοποιού ήταν ιδιαίτερη και πρωτόγνωρη για τα έως τότε δεδομένα του επαγγέλματος. Αντιμετώπιζε τον πελάτη ανθρώπινα, έκανε ότι είναι δυνατόν προκειμένου να βοηθήσει το συνάνθρωπο, αναγάγοντας το επάγγελμά του σε κοινωνική υπηρεσία.
Παρότι οι εποχές ήταν δύσκολες, γρήγορα ο προσηνής Γιαννακόπουλος απέκτησε πελάτες και εκτός των ορίων της περιοχής που εξυπηρετούσε. Εκατοντάδες Αθηναίοι κατέφθαναν καθημερινά πεζοί ή με το τραμ στο φαρμακείο και ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος τους εξυπηρετούσε όλους, ανεξαρτήτως οικονομικού και κοινωνικού status.
Μια πενταετία αργότερα, το 1929, με το φαρμακείο να είναι ένα από τα διασημότερα των Αθηνών, γεννιέται ο πρωτότοκος γιος του, ο Παύλος. Θα ακολουθήσουν ακόμη τρία παιδιά, δύο ακόμη γιοι και μια κόρη. Ο μικρός Παύλος, ήδη από την εφηβεία, παρέα με το μεσαίο αδελφό του το Θανάση (γεννηθέντα το 1931), θητεύουν στο πλάι του πατέρα τους, ευυπόληπτου και αξιοπρεπέστατου οικογενειάρχη, με σκοπό μαζί με τον μικρότερο αδελφό τους, τον Κώστα, να αναλάβουν στο μέλλον τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης.
Η λαίλαπα του πολέμου και της Κατοχής σκοτώνει οποιοδήποτε σχέδιο και κάθε σκέψη που σχετίζεται με το επιχειρείν αποτυγχάνει εν τη γενέσει. Η οικογένεια θα δοκιμαστεί σκληρά αλλά θα επιβιώσει. Μετά την απελευθέρωση, ο διορατικός και πανέξυπνος φαρμακοποιός, αντιλαμβάνεται ότι κινδυνεύει να ξεπεραστεί από τις εξελίξεις και αφήνει πίσω του τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής φαρμάκων, ιδρύοντας μια από τις πρώτες μονοπρόσωπες εισαγωγικές εταιρείες φαρμάκων στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει το σχέδιο του, αφού φεύγει από τη ζωή το 1950 και η εταιρεία διαλύεται, με την οικογένεια να πτωχεύει και να μην μπορεί να αυτοσυντηρηθεί.
Ο μικρός Παύλος, υπό τις δυσμενέστερες των συνθηκών αναλαμβάνει να ξαναστήσει από την αρχή την επιχείρηση και να ακολουθήσει το όραμα του πατρός του. Μέσα από κακουχίες και αγώνα, η οικογενειακή επιχείρηση είναι και πάλι πρωτοπόρος και όταν φτάνουμε στην αρχή της δεκαετίας του ΄60, λαμβάνει χώρα μιας κεφαλαιώδους σημασίας κίνηση για ολόκληρο τον κλάδο της βιομηχανίας φαρμάκων στην Ελλάδα: ο 32χρονος πια Παύλος Γιαννακόπουλος έχει πάρει τη σκυτάλη και ιδρύει την ομόρρυθμη εταιρεία “ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ” (Φάρμακα Γιαννακόπουλου).
Τα “βήματα” εκτός συνόρων
Ο Παύλος, σεβόμενος τις οικογενειακές αξίες και αρχές που του έχει μεταλαμπαδεύσει ο πατέρας του, πείθει τους περισσότερους ξένους παραγωγούς φαρμάκων να τον εμπιστευθούν, κλείνει συμφωνίες με εταιρείες κολοσσούς, επί της ουσίας οικοδομεί εκ του μηδενός την ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Ο μικρός το δέμας αλλά με απίστευτη πειθώ και διαπραγματευτική ικανότητα Παύλος, δεν σταματά εκεί όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος. Στοχεύει στην κάλυψη ολόκληρης της Επικράτειας, αναζητεί συνεργασίες και αντιπροσώπους από την Κρήτη μέχρι τον Έβρο, κλείνει τη μια συμφωνία πίσω από την άλλη και διαρκώς αναπτύσσει ραγδαία την οικογενειακή επιχείρηση.
Δίπλα του έχει τα αδέλφια του, μπορεί να προΐσταται, αλλά άπασες οι αποφάσεις είναι προϊόντα οικογενειακών συμβουλίων, με σκοπό την πρόοδο και την προάσπιση των συμφερόντων της επιχείρησης. Όπως στη Αρχαία Σπάρτη όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν στην Απέλλα (την αντίστοιχη Εκκλησία του Δήμου) με γνώμονα το καλό των πολιτών, έτσι και στην οικογένεια Γιαννακόπουλου, οι αποφάσεις λαμβάνονταν με γνώμονα την ποιότητα του προϊόντος, μα πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη φροντίδα. Εκείνο που πιθανόν να διαφεύγει σε πολύ κόσμο και αποτελεί το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας και της οικονομικής ευμάρειας της οικογένειας Γιαννακόπουλου, είναι το παράπλευρο εμπόριο και δη εκείνο των νωπών οπωροκηπευτικών. Σε μια περίοδο προ καθεστώτος που το τότε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο επέτρεπε την εισαγωγή μπανάνας μόνον για ένα διάστημα καθοριζόμενο από Διατάγματα του Υπουργείου Εμπορίου, ο Παύλος εκμεταλλευόμενος γνωριμίες και επιχειρηματική διαίσθηση, κατορθώνει να επιλέγει πάντα το σωστό timing και να εισάγει το φρούτο νόμιμα. Το εμπόριο μπανάνας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 όταν και διευθετήθηκε το νομικό κενό όσον αφορά τις εισαγωγές, ήταν εκείνο που επέτρεψε στην εταιρεία φαρμάκων να βελτιώσει την οικονομική θέση της και εξασφάλισε στην οικογένεια Γιαννακόπουλου τους απαιτούμενους πόρους για το εταιρικό expansion και τη γιγάντωσή της που συμπτωματικά επήλθε ταυτόχρονα με την κορυφαία στιγμή στην ιστορία του Παναθηναϊκού.
Η πρώτη επαφή με τα κοινά του Παναθηναϊκού
Το 1971, χρονιά που ο Παναθηναϊκός του Φέρενς Πούσκας κατορθώνει και φτάνει μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Λονδίνο, ο Παύλος Γιαννακόπουλος μετατρέπει την ομόρρυθμη εταιρεία σε ανώνυμη και ιδρύει τη ΒΙΑΝΕΞ. Παράλληλα, στα 42 του χρόνια και θαμπωμένος από την τεράστια επιτυχία του Wembley, λαμβάνει τη μεγάλη απόφαση να ασχοληθεί και με τα κοινά της αγαπημένης του ομάδας, του Παναθηναϊκού. Η σχέση του αθηναϊκού συλλόγου με τα αδέλφια Γιαννακόπουλου χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του ΄40, όταν ο πατέρας τους – κι εκείνος φίλαθλος του συλλόγου – τους έπαιρνε μαζί του στη Λεωφόρο για να παρακολουθήσουν τις Κυριακές τα παιχνίδια της ομάδας. Το ποδόσφαιρο τότε ήταν κοινωνικό γεγονός, αποκούμπι της χειμαζόμενης από τις κακουχίες αθηναϊκής κοινωνίας και η Λεωφόρος το πιο σύγχρονο και ωραιότερο γήπεδο της Ελλάδας. Μοιραία και ο Παύλος και ο Θανάσης ερωτεύτηκαν το τριφύλλι.
Όπως θα εκμυστηρευθεί σε παλιότερη συνέντευξή του ο Παύλος, όλη τη βδομάδα πριν τα εντός έδρας παιχνίδια του Παναθηναϊκού, ήταν τύπος και υπογραμμός, “καλό παιδί” άψογο στα καθήκοντά του, προκειμένου να τον πάρει μαζί του ο πατέρας του στο γήπεδο. Η σχέση πάθους με τον Παναθηναϊκό συνεχίστηκε και αργότερα, όταν έφηβος πια, σπαταλούσε μεγάλο μέρος από το βδομαδιάτικο χαρτζηλίκι του για να αγοράσει με δυόμισι δραχμές ένα εισιτήριο στην κερκίδα των ορθίων και να θαυμάσει από κοντά τα ινδάλματά του. Πανάκης, Νεμπίδης, Λινοξυλάκης, Βουτσαράς, Παπαντωνίου και οι υπόλοιποι αστέρες της δεκαετίας του ΄50 ήταν ήρωες στα μάτια των αδελφών Γιαννακόπουλων, που συνέδεσαν τη δική τους ενηλικίωση, με την ποδοσφαιρική ενηλικίωση του Παναθηναϊκού, που από μια τεχνική και φαντεζί ομάδα εξελίχθηκε σε οδοστρωτήρα που έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Ακριβώς μια εβδομάδα μετά τον τελικό με τον Άγιαξ και ενώ η ΒΙΑΝΕΞ έχει ανοίξει τις πύλες της και έχει τη δυνατότητα να παράξει φάρμακα σε ελληνικό έδαφος, ο Παύλος Γιαννακόπουλος εγγράφεται μέλος του συλλόγου και συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου. Η πορεία του στα διοικητικά δρώμενα του Παναθηναϊκού είναι αλματώδης και παράλληλη με τη φρενήρη πορεία της ΒΙΑΝΕΞ. Κολοσσοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την Άπω Ανατολή, από τη δυτική Ευρώπη, εμπιστεύονται το Γιαννακόπουλο και κλείνουν συμφωνίες εκατομμυρίων με την εταιρεία του που είναι πλέον εκ των κορυφαίων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι συμβάσεις και οι συμφωνίες του Γιαννακόπουλου είναι τρομακτικές για τα δεδομένα της εποχής, αλλά δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα του. Εκείνος παραμένει νουνεχής και συνετός, πιστός στην ανατροφή και τις αρχές του.
Η ήρεμη δύναμη και η φωνή της λογικής
Την ίδια αναγνώριση και αντιμετώπιση έχει και στα εσωτερικά του Παναθηναϊκού, παρόλο που πληρώνει την κόντρα των επικεφαλής διοικητικών ηγετών Κίτσιου και Μαντζεβελάκη. Ο σύλλογος μετά την επιτυχία του Wembley βυθίζεται στην εσωστρέφεια, χωρίζεται σε παρατάξεις και ο Παύλος επιλέγει τον “παναθηναϊκό συναγερμό”. Η ομάδα στο μεταξύ αγωνιστικά φθίνει, υπολείπεται σαφώς ενός σαρωτικού Ολυμπιακού με το Νίκο Γουλανδρή στον προεδρικό θώκο, ενώ προκύπτει και ένας ακόμη πολύ δυνατός αντίπαλος από το βορρά: ο καλύτερος ΠΑΟΚ όλων των εποχών, εκείνος της δεκατίας του ΄70. Ο Γιαννακόπουλος είναι η ήρεμη δύναμη και η φωνή της λογικής στο σύλλογο, μόλις δύο χρόνια μετά την ενασχόλησή του με τα κοινά.
Προς έκπληξη όλων, ο Γιαννακόπουλος ξεπερνά σε δημοφιλία ακόμα και τους δύο διεκδικούντες (Ματθαίο Κουμαριανό στο ψηφοδέλτιο του οποίου μετείχε και Σπύρο Ανέστη) την ηγεσία του “παναθηναϊκού συναγερμού”, τιμάται στην ιστορική συνέλευση του Ιουνίου του 1973 με τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης (πράγμα που θα επαναλάβει και ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο δήμο Αθηναίων) από κάθε άλλον στην τελική ψηφοφορία για την ανάδειξη του νέου επικεφαλής. Δικαιωματικά και έχοντας την αμέριστη εμπιστοσύνη των ψηφισάντων, τίθεται εκείνος στην ηγεσία του “συναγερμού” παρότι δεν κατήλθε ποτέ υποψήφιος να διεκδικήσει την ηγεσία. Βοηθά διαρκώς όλα τα τμήματα οικονομικά, αντιμετωπίζει τους πάντες στοργικά και αποπνέει καλοσύνη και υγεία. Οι έριδες ωστόσο στο εσωτερικό της παράταξης τον ανατρέπουν και στην επαναληπτική ψηφοφορία απέχει και εκπίπτει του αξιώματος, αφού προηγουμένως έχει επιχειρηθεί ακόμη και να διαγραφεί από τα μητρώα μελών προκειμένου να μην αναλάβει την προεδρία!
Το εργοστάσιο και η γέννηση του Δημήτρη
Αποχωρώντας, ο πάντοτε φειδωλός και ενωτικός Παύλος, δηλώνει ότι προέχει η καλή πορεία του Παναθηναϊκού και θα επιστρέψει στην κερκίδα, μαζί με τους απλούς φίλους της ομάδας που την αγαπούν και τη στηρίζουν ανιδιοτελώς.
Έναν χρόνο αργότερα, γεννιέται ο γιος του και πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας μαζί με τη σύζυγό του Δέσποινα, του χαρίζουν το όνομα του παππού του, Δημήτρη. Μαζί με την ανείπωτη προσωπική ευτυχία από τη γέννηση του παιδιού και επιχειρηματικά η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Εν μέσω ιστορικών εξελίξεων για την πολιτική ζωή της χώρας, ξεπηδά το πρώτο εργοστάσιο που θα στεγάσει την παραγωγή φαρμάκων επί της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας. Η εταιρεία πλέον έχει ξεπεράσει τα στενά ελληνικά όρια, μετατρέπεται σε βιομηχανία και όταν το 1977 ολοκληρώνεται το εργοστάσιο, απασχολεί πολυάριθμο προσωπικό και εξακολουθεί να συνάπτει ασύλληπτης αξίας συμφωνίες με κολοσσούς του εξωτερικού. Έξω από τη μέγγενη του καθεστώτος, η πορεία της είναι αλματώδης, η οικογένεια Γιαννακόπουλου τα κατάφερε.
Ο Παύλος είναι πια ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες επιχειρηματίες, λόγω Παναθηναϊκού είναι και το πιο προβεβλημένο από τα αδέλφια ως πρεσβύτερος. Διατελεί Γενικός Γραμματέας του συλλόγου, δίνει ξεχωριστά πριμ στους ποδοσφαιριστές, επιβραβεύοντάς τους στις μεγάλες επιτυχίες. Πρωτίστως όμως βοηθά οικονομικά τα λιγότερο προβεβλημένα τμήματα του συλλόγου. Χάρη στην οικονομική αρωγή του αναπνέει ο ερασιτέχνης Παναθηναϊκός, σε βαθμό να ανακηρύσσεται ευεργέτης του σωματείου. Το Μάιο του 1976 ο Παναθηναϊκός δείχνει να αποκτά μια υποτυπώδη διοικητική σταθερότητα και κατόπιν απαίτησης της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών, αναλαμβάνει χρέη Α΄ Αντιπροέδρου και Γενικού Αρχηγού του συλλόγου. Όλα δείχνουν ότι θα αποτελέσει τον κύριο εκφραστή της επόμενης μέρας, αφού αποχωρήσει ο Αντώνης Μαντζεβελάκης.
Η Ελλάδα έχει βγει από το γύψο, αποπνέει δημοκρατικός αέρας στη χώρα και μια από τις τελευταίες κυβερνητικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης Ράλλη, είναι το νομικό πλαίσιο για την επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου. Ο νόμος 879/79 επί της ουσίας αλλάζει το χάρτη στο ελληνικό ποδόσφαιρο, οι ομάδες μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες, με τα χρέη τους να διευθετούνται και το προϊόν γίνεται πολύ πιο ελκυστικό. Ο Παναθηναϊκός φυτοζωούσε οικονομικά, ποδοσφαιριστές απλήρωτοι, το σωματείο ανήμπορο να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και ουδείς είχε την παρρησία να αναλάβει τις ευθύνες του. Ο Ολυμπιακός είχε ήδη δρομολογήσει τη διοικητική του συνέχεια με ομάδα εφοπλιστών να τον αναλαμβάνει, στην ΑΕΚ ο υπό αποχώρηση Λουκάς Μπάρλος δίσταζε ανάμεσα σε Ανδρέα Ζαφειρόπουλο και Βάσσο Χατζηιωάννου και ο Παναθηναϊκός είχε μείνει ορφανός. Εκεί και πάλι εμφανίζεται ο Παύλος Γιαννακόπουλος.
“Μεσσίας” για το ποδόσφαρο
Με μια κίνηση που όμοιά της δεν είχε συναντηθεί ως τότε στα ποδοσφαιρικά χρονικά της χώρας, καταθέτει επιταγή 20 εκατομμυρίων δραχμών για την αγορά μετοχών του συλλόγου και αυτομάτως ανακηρύσσεται από τον κόσμο της ομάδας ως σωτήρας της.
Επί μια οκταετία πρόσφερε στο σύλλογο, πλήρωνε εκατομμύρια παρότι μακριά από επιτελικές θέσεις και αξιώματα, βοηθούσε αθόρυβα τμήματα με τα οποία δεν ασχολείτο κανείς. Δικαίως φίλοι και ρεπόρτερ τον ανέδειξαν ως κύριο εκφραστή της παναθηναϊκής ιδέας και του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός “ήρωας” αφού πάντοτε έκανε πίσω προτάσσοντας το συμφέρον του Παναθηναϊκού, ακόμη και όταν αυτό συγκρουόταν με το προσωπικό του συμφέρον. Κάπως έτσι αποσύρθηκε όταν εντελώς ξαφνικά εμφανίστηκαν στο προσκήνιο ο Βαρδής και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και οι Βαρδινογιάννηδες είχαν συχνή παρουσία στο γήπεδο, ο Γιώργος πολλές φορές είχε βοηθήσει και το σύλλογο (χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο με τον Τότη Φυλακούρη και το Σπύρο Ανέστη από το φιλικό με την Κόρινθο το 1971 στη Λεωφόρο) και τίποτα δεν φανέρωνε τις προθέσεις του, μέχρι που πρόσφερε 50 εκατομμύρια δραχμές για την αγορά του 54% των μετοχών του Παναθηναϊκού αναγκάζοντας τον Παύλο Γιαννακόπουλο να αποσυρθεί. Ο τελευταίος, παρότι πικραμένος και προδομένος από ορισμένα διοικητικά στελέχη του συλλόγου, αποχώρησε και πάλι αποστέλλοντας μηνύματα ενότητας και αγόρασε συμβολικά μια μετοχή της νεοσυσταθείσας ΠΑΕ έναντι 2 χιλιάδων δραχμών.
Παρέμεινε κοντά στον Παναθηναϊκό, σε πολύ πιο διακριτικό ρόλο και σίγουρα μακριά από το ποδοσφαιρικό τμήμα, σε μια περίοδο ιδιαίτερα αγχώδη για την ελληνική οικονομία. Λαμβάνοντας και πάλι μια απόφαση υψηλού ρίσκου, επιλέγει να μην ακολουθήσει την πλειάδα ξένων επιχειρήσεων, οι οποίες με το που ανέλαβε το “επικίνδυνο” και “εναντίον της Δύσης” ΠΑΣΟΚ την εξουσία, δεν εμπιστεύονταν πλέον την ελληνική οικονομία και αποχώρησαν από τα ελληνικά εδάφη. Ο Γιαννακόπουλος, παρά τις Κασσάνδρες που έκαναν λόγο για ένα ακόμη κράτος-μέλος της Σοβιετικής Ένωσης και της COMECON, ήταν πεπεισμένος ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου και τα στελέχη του θα εκλογικεύσουν τις πολιτικές θεωρίες τους εναντίον της ΕΟΚ και των ΗΠΑ και δεν θα εκτροχιάσουν το τραίνο της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς ανάπτυξης. Δικαιώθηκε στο ακέραιο.
Επιχειρηματική γιγάντωση
Εκμεταλλεύτηκε την άτακτη φυγή της Winthrop-Sterling και το 1983 απέκτησε και δεύτερη εργοστασιακή μονάδα στην Παλλήνη, ενώ λίγο νωρίτερα είχε συνάψει μια κεφαλαιώδους σημασίας συμφωνία με τον οίκο Merck&CO που επέτρεψε στη ΒΙΑΝΕΞ όχι απλώς να παγιωθεί παγκοσμίως στη βιομηχανία φαρμάκου, αλλά να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε τέτοιο βαθμό, ώστε δύο χρόνια αργότερα να εξαγοράσει και τη μονάδα της Upjohn επίσης στην Παλλήνη, σαρώνοντας την αγορά. Παράγει πλέον ξηρά αντιβιοτικά, προϊόντα προερχόμενα από τις εξελιγμένες μονάδες του που μετέρχονται υπερσύγχρονα μέσα και μεθόδους (ψυχρή αφυδάτωση – lyophilization, διαρκής έρευνα με διακεκριμένο επιστημονικό προσωπικό κ.ά.) με αποτέλεσμα να αποτελέσει κορυφαία μονάδα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και να βραβευθεί για την ποιότητα παραγωγής. Ο γιος του φιλάνθρωπου φαρμακοποιού της οδού Πειραιώς, ανήκει πλέον στη βιομηχανική ελίτ.
Παρά την τρομερή ανάπτυξη και τα νούμερα που ζαλίζουν, η ΒΙΑΝΕΞ παραμένει μια εταιρεία οικογενειακού χαρακτήρα, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται σαν μέλη της οικογένειας που εξακολουθεί να λειτουργεί ενθυμούμενη τις πολύ δύσκολες στιγμές της κατοχής και της αρχής της δεκαετίας του ΄50 όταν απεβίωσε ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος αφήνοντας τέσσερα ανήλικα τέκνα και μια πτωχευμένη λόγω πολέμου επιχείρηση. Ο Παύλος έχει κληρονομήσει τη διορατικότητα του πατέρα του, έχει τεράστιο ταλέντο στις διαπραγματεύσεις και αναμφίβολα ρισκάρει. Στο τέλος όμως δικαιώνεται και το μαράζι του είναι ότι μόνον σε ένα χώρο δεν κατάφερε να ηγηθεί: στο ποδόσφαιρο. Εξακολουθεί να είναι κοντά στο τριφύλλι παρά τις υπεραυξημένες υποχρεώσεις του και το 1987 πείθεται και πάλι από τη “βάση” να ξανασχοληθεί με τα κοινά του Παναθηναϊκού.
Η επιτυχία της Εθνικής το 1987 και η ενασχόληση με το μπάσκετ
Αντιμετωπίζεται διαφορετικά, βαδίζει πια στο 58ο έτος της ηλικίας του, είναι εξέχον μέλος του ΕΒΕΑ, διοικεί μια άκρως επιτυχημένη ελληνική επιχείρηση με διαρκείς ρυθμούς ανάπτυξης και μοιραία τοποθετείται επικεφαλής όλων των ερασιτεχνικών τμημάτων. Συμπτωματικά, το καλοκαίρι του 1987 η Ελλάδα ζει το απίθανο και η εθνική μπάσκετ κατακτά το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, με συνέπεια το άθλημα να τεθεί σε μια τροχιά διαστημικής εξέλιξης στη χώρα. Όλη η Ελλάδα παίζει μπάσκετ, μιλάει για μπάσκετ, ασχολείται με το μπάσκετ. Γήπεδα φυτρώνουν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, τα παιδιά θαυμάζουν το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φάνη, το Φασούλα, αλλά ο Παναθηναϊκός είναι σε πτωτική πορεία μετά τα χρυσά (αλλά δίχως προβολή) χρόνια του τμήματος τη δεκαπενταετία 1970-84. Ο Παύλος, μαζί με τον αδελφό του Θανάση, παίρνουν τη μεγάλη απόφαση και αναλαμβάνουν το μπασκετικό τμήμα του Παναθηναϊκού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Παύλος δεν είχε επαφή με το άθλημα, ασχολήθηκε μετά την επιτυχία της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ και στις αρχές δυσκολευόταν αφάνταστα να αντιληφθεί πως λειτουργεί ο χώρος. Όταν σχεδίαζε μαζί με το Ρίτσαρντ Ντουξάιρ τον πρώτο Παναθηναϊκό επί προεδρίας του, είχε προτείνει στον εμβρόντητο Ντουξάιρ να χρησιμοποιήσει τους συνδέσμους του στις ΗΠΑ και να καταθέσει πρόταση στον Magic Johnson που τον είχε παρακολουθήσει σε στιγμιότυπα από το All Star game και ήταν καταπληκτικός. Ο εμβρόντητος Ντουξάιρ, προσπάθησε να του εξηγήσει ότι οι κορυφαίοι Αμερικανοί μπασκετμπολίστες είναι αδύνατον να έλθουν στην Ευρώπη, αφού εκτός των αστρονομικών ποσών με τα οποία αμείβονταν στο ΝΒΑ, θεωρούσαν ότι το ευρωπαϊκό μπάσκετ ανήκει περίπου στη νεολιθική εποχή του αθλήματος.
Παρόλα αυτά και με τα πολλά χρήματα που διέθεσε ο Γιαννακόπουλος, ο Ντουξάιρ μαζί με το Μιχάλη Κυρίτση που ανέλαβε προπονητής της ομάδας την επόμενη σεζόν, έπεισαν τον “Helicopter” Έντγκαρ Τζόουνς να εγκαταλείψει το Κλήβελαντ και τους Cavs και να υπογράψει στον Παναθηναϊκό.
Ο πρώτος ουσιαστικά Παναθηναϊκός του Γιαννακόπουλου ήταν ακριβώς εκείνος, της σεζόν 88/89, που τερμάτισε τρίτος πίσω από το αχτύπητο δίδυμο Άρη και ΠΑΟΚ, μπροστά όμως από τον μέχρι πρότινος άπιαστο Πανιώνιο. Το αργυρό μετάλλιο της Εθνικής το ίδιο καλοκαίρι έπεισε το Γιαννακόπουλο να συνεχίσει με πείσμα και να επενδύσει ακόμη περισσότερα. Η ΒΙΑΝΕΞ άλλωστε διήγε χρυσές μέρες με το τζίρο της εταιρείας να ανέρχεται σε πάνω από 9 δισεκατομμύρια δραχμές και τα νούμερα να δείχνουν ότι μελλοντικά θα σπάει το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο.
Όταν άρχισε να κάνει τον Παναθηναϊκό μεγάλο
Όσο η εταιρεία όμως έσπαγε τα κοντέρ, άλλο τόσο οι οικονομικές θυσίες της οικογένειας Γιαννακόπουλου στον Παναθηναϊκό απέβαιναν ατελέσφορες.
Πρώτα ο Άρης, μετά ο ΠΑΟΚ και στο τέλος ο Ολυμπιακός, στερούσαν από τον Παναθηναϊκό τη χαρά του τίτλου, παρά το γεγονός ότι ο Παύλος επένδυε τρομακτικά ποσά για το άθλημα. Επέλεξε ως προπονητή τον Ζέλικο Παβλίτσεβιτς, εν ενεργεία πρωταθλητή Ευρώπης με τη Γιουγκοπλάστικα (ασχέτως αν απεδείχθη ότι δεν είχε ιδέα ο άνθρωπος και η τότε POP’84 πήγαινε στον αυτόματο), έφερε στην Αθήνα τον Αντόνιο Ντέηβις, τον Άριαν Κόμαζετς, το Στόικο Βράνκοβιτς, το Σάσα Βολκόφ, αγόρασε ότι καλύτερο κυκλοφορούσε στα μικρά εθνικά κλιμάκια (Οικονόμου, Γεωργικόπουλο, Μυριούνη, Αλβέρτη, κ.ά.) έκανε το όνειρό του πραγματικότητα και έντυσε στα πράσινα το Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, η συγκομιδή του όμως ήταν πολύ φτωχή. Ένα κύπελλο Ελλάδος το 1993, την πρώτη σεζόν του Γκάλη με το τριφύλλι και δύο αποτυχημένα final4 σε Τελ Αβίβ και Σαραγόσα, όπου αποκλείστηκε δις από τον Ολυμπιακό του “εχθρού” Ιωαννίδη.
Στο χώρο του μπάσκετ το κοινό γνώρισε μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα του, που απείχε παρασάγγας από το προφίλ του ευπατρίδη και ευεργέτη που με κόπο έχτισε τις πρώτες έξι δεκαετίες της ζωής του. Ο παρορμητισμός του, το αλόγιστο πάθος του με τον Παναθηναϊκό, η εσωτερική αναγκαιότητα να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει, τον οδήγησαν σε εκτός πλαισίου ενέργειες για τις οποίες μετάνιωσε όπως θα δηλώσει αργότερα. Το μυαλό του θόλωνε όταν αισθανόταν ότι ο Παναθηναϊκός αδικείται, δεν δίσταζε να εισέλθει στο παρκέ για να διαμαρτυρηθεί, απέσυρε την ομάδα από τους τελικούς του πρωταθλήματος πλήττοντας το κύρος του θεσμού και το πρεστίζ της.
Δεν ταίριαζαν αυτές οι συμπεριφορές στον επιχειρηματία Γιαννακόπουλο, παρόλο που ακριβώς γι’ αυτές λατρεύτηκε παθολογικά από τον κόσμο του Παναθηναϊκού, ο οποίος πολύ πριν αρχίσουν να πέφτουν βροχή τα ευρωπαϊκά του ζητούσε επιτακτικά να αναλάβει και την ΠΑΕ.
Η πρώτη δικαίωση και ο Ντομινίκ
Η πρώτη δικαίωσή του ήρθε το 1996 στο Παρίσι, όταν εν μέσω αποθέωσης από τα μέλη της αποστολής σήκωσε συγκινημένος το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Δίπλα του καθόταν κάθιδρος αλλά περιχαρής ένας Αμερικανός μπασκετμπολίστας: ο Ντόμινικ Ουίλκινς. Ναι, ο Παύλος με την τρέλα του είχε καταφέρει να κάνει το ακατόρθωτο, να φέρει από την άλλη άκρη του Ατλαντικού έναν All Star, έναν μπασκετμπολίστα που ανήκει στο Hall of Fame του κορυφαίου πρωταθλήματος στον κόσμο. Λίγα χρόνια πριν ο Ντουξάιρ γελούσε, ο Παύλος όμως δεν το ξέχασε ποτέ και έφερε έναν τιτάνα του παγκόσμιου μπάσκετ στην Ελλάδα πληρώνοντας το αστρονομικό ποσό των 3μισι εκατομμυρίων δολαρίων ανά σεζόν.
Ακόμη ηχεί στα αυτιά πολλών η σπασμένη φωνή του στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 όταν ανακοίνωνε σε τηλεφωνική σύνδεση την υπογραφή του Human Highlight Film στον Παναθηναϊκό: “Ο αθλητής Γουίλκινς υπέγραψε συμβόλαιο διετούς διάρκειας με τον Παναθηναϊκό, είναι μια μεγάλη μέρα για την Ελλάδα, για όλους τους φίλους του Παναθηναϊκού”. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του, που στο τέλος πριν κλείσει το τηλέφωνο, ευχήθηκε “χρόνια πολλά” στον κόσμο, σαν να ήταν Χριστούγεννα, σαν να είχανε συνδεθεί με Καισαρεία και ο Άγιος Βασίλης μας ανακοίνωνε τα δώρα μας. Αυτός είναι ο Παύλος Γιαννακόπουλος, ένας απίστευτα ρομαντικός άνθρωπος, ο αγαπημένος θείος που δεν είχαμε ποτέ, εκείνος που δεν θα μας χαλούσε ποτέ χατήρι ακόμη κι αν ζητούσαμε το ακατόρθωτο.
Όταν πια το 1998 και αφού και σε επιχειρηματικό επίπεδο ταξίδευε σε δυσθεώρητα για τα ελληνικά δεδομένα επίπεδα (η ΒΙΑΝΕΞ είχε εξαγοράσει και τις εγκαταστάσεις της Hoechst στη Βαρυμπόμπη, για να στεγάσει τα γραφεία της κεντρικής διοίκησης και το κέντρο διανομής προϊόντων) πάτησε και στην κορυφή του ελληνικού πρωταθλήματος, δεν σταμάτησε ποτέ. Με την εξαίρεση που επιβεβαίωσε τον κανόνα το 2002. Μαζί με το πρώτο ευρωπαϊκό του Παρισιού, εκείνο το πρώτο πρωτάθλημα έχει ξεχωριστή θέση στα εσώψυχά του. Μετά από δέκα συναπτά έτη που στωικά περίμενε τη σειρά του, μετά από αμέτρητες οικονομικές θυσίες (προεξέχουσας εκείνης του Ουίλκινς τον οποίο εξόφλησε και για τη δεύτερη σεζόν που αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό, επειδή δεν χωρούσε στα σχέδια του Μάλκοβιτς) είχε έρθει επιτέλους η σειρά του να γράψει ιστορία.
Σε συνεντευξή του στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” μετά την κατάκτηση εκείνου του πρώτου Πρωταθλήματος Ελλάδος στο μπάσκετ, ερωτηθείς για το εάν αποκόμισε κάποιο οικονομικό κέρδος λόγω της ενασχόλησής του με τον Παναθηναϊκό, ήταν σαφής αναφορικά με τις οικονομικές θυσίες του ιδίου και της οικογενείας του: “Είναι η ακριβή τρέλα μου. Γιατί για μένα είναι χόμπι και όχι οικονομική επιχείρηση. Όποιος πει ότι από τα αθλήματα αυτά βγάζεις χρήματα, θα πει ψέματα. Είμαι 27 χρόνια στον Παναθηναϊκό και δυστυχώς δεν υπήρξε μια χρονιά που να είχα οικονομικό κέρδος. Εγώ έχω πελάτες 10 εκατομμύρια Ελληνες, δεν μπορώ να χρησιμοποιώ το άθλημα αυτό σαν μοχλό πίεσης. Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος το κάνει, εγώ τουλάχιστον αυτό το απορρίπτω αναφανδόν. Δεν είχα, ούτε έκανα σκέψη ποτέ μου να χρησιμοποιήσω το άθλημα για οτιδήποτε άλλο. Με τη βοήθεια του Θεού, δεν χρειάστηκε να το κάνω.”.
Απόλυτη κυριαρχία και παρέλαση αστέρων
Ακολούθησαν δεκατέσσερα χρόνια απόλυτης κυριαρχίας και καταξίωσης, χρόνια γεμάτα τίτλους και επιτυχίες, γεμάτα εικόνες και αναμνήσεις για τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού, έμπλεα υπερηφάνειας και επιβολής. Ο Σούμποτιτς είχε αφήσει τη θέση του στον Ομπράντοβιτς, χτίστηκε μια αυτοκρατορία στηριζόμενη στο πλάνο του Σέρβου κόουτς και την απίστευτη διαχειριστική και επενδετική ικανότητα του Παύλου και σε μικρότερο βαθμό του αδελφού του. Ο Παναθηναϊκός έγινε γνωστός στα πέρατα του κόσμου, φόρεσαν τη φανέλλα του αθλητές (όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί) όπως ο Σκοτ, ο Ράτζα, ο Ρέμπρατσα, ο Κάτας, ο Μποντιρόγκα, ο Τζεντίλε, ο Σισκάουσκας, ο Τομάσεβιτς, ο Πέκοβιτς, ο Κουτλουάι, ο Γιασικεβίτσιους. Πέρασαν όλοι οι διεθνείς που έγραψαν και γράφουν την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, κάποιοι έμειναν όπως ο Αλβέρτης και ο Διαμαντίδης, κάποιοι αποχώρησαν όπως ο Σπανούλης, κάποιοι ήρθαν απλώς αργά όπως ο Φάνης. Όλοι τους είχαν ένα κοινό: αγαπούσαν τον Παύλο Γιαννακόπουλο.
Δεν είναι τυχαίο, διότι την ίδια αγάπη που έτρεφαν “τα παιδιά του” στον Παναθηναϊκό, του έχουν και οι 1300 Έλληνες εργαζόμενοι στη ΒΙΑΝΕΞ η οποία στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε κολοσσό, αντίστοιχο με εκείνους που χρόνια πριν σύναπταν συμφωνίες με το Λάκωνα που δεν μιλούσε αγγλικά επειδή ενέπνεε εμπιστοσύνη και ήταν τίμιος. Με την είσοδο στη νέα χιλιετία, η πρώην “ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ” εκείνη η ομόρρυθμη εταιρεία της δεκαετίας του ΄60, πλέον αριθμούσε τέσσερις τεράστιες μονάδες παραγωγής και έρευνας, ήταν το πρώτο όνομα στην ατζέντα κορυφαίων ερευνητικών ιδρυμάτων του εξωτερικού, διένειμε φαρμακευτικά προϊόντα σε όλο τον πλανήτη. Όπως ο Παναθηναϊκός είναι ασταμάτητος στα παρκέ ανά την Ευρώπη, η ΒΙΑΝΕΞ είναι ασταμάτητη στον κλάδο της και διαρκώς αναπτύσσεται, χωρίς να χάνεται το βασικό συστατικό της επιτυχίας της: το οικογενειακό κλίμα, η ελληνική παιδεία, η αλληλοεκτίμηση, η ευθύτητα, όλα παρακαταθήκες του Δημήτρη Γιαννακόπουλου και κατόπιν των τεσσάρων παιδιών του.
Ο ευπατρίδης Παύλος, ολιγαρκής, λακωνικός και υπεραπαιτητικός στη ζωή του, είναι ένας άνθρωπος απλός και συνάμα πολύπλοκος. Περήφανος για τη διαδρομή του και στο επιχειρείν και στον Παναθηναϊκό, δεν μπορούσε να αρνηθεί τη συμμετοχή του στο άνοιγμα της πολυμετοχικότητας του Γιάννη Βαρδινογιάννη το 2009. Στάθηκε αρωγός της πρόσκαιρης εκτόξευσης και του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού, επενδύοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για τα δεδομένα της εποχής, προκειμένου να δει και τον ποδοσφαιρικό Παναθηναϊκό πρώτο παντού. Εκείνο το sui generis σχήμα της ΠΑΕ ηττήθηκε από την οικονομική κρίση, τους κακούς χειρισμούς στο θέμα του γηπέδου στο Βοτανικού και τις έριδες μεταξύ των μετόχων, ούτως ή άλλως όμως ποτέ δεν έγραφε στην ουγιά “Γιαννακόπουλος”.
Το τέλος του “κύκλου” του
Λίγο μετά, διείδε ότι όφειλε στην ιστορία και το όνομά του να αποχωρήσει ενόσω βρισκόταν στην κορυφή. Σίγουρος ότι η νέα γενιά θα συνεχίσει το έργο του, έκλεισε τον κύκλο του στον Παναθηναϊκό το 2012, μετά από 40 ολόκληρα χρόνια ενασχόλησης με το σύλλογο. Άφησε πίσω του 6 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ένα διηπειρωτικό, 13 πρωταθλήματα, 9 κύπελλα, την πιο επιτυχημένη ομάδα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Κυρίως όμως κράτησε την αγάπη του κόσμου όταν αποτύγχανε τα πρώτα χρόνια της θητείας του. Το μεγαλύτερο παράσημο στην “αθλητική” διαδρομή του Παύλου Γιαννακόπουλου, είναι ακριβώς αυτό: η αγάπη του κόσμου σχεδόν από καταβολής ενασχόλησής του με τον Παναθηναϊκό. Το ίδιο άφησε και στην εταιρεία του, όταν μετά από μια πεντηκονταετία παραχώρησε το management στη νέα γενιά, στο γιο του Δημήτρη και την ανιψιά του Κατερίνα. Και από αυτή τη διαδρομή διαφυλάττει περισσότερο την αγάπη των ανθρώπων που συνέβαλαν στο να γίνει η εταιρεία αυτό που τελικά έγινε. Δεν είναι ούτε η Eldrug, το παραπαίδι της ΒΙΑΝΕΞ που αποτελεί σημείο αναφοράς στον παγκόσμιο βιοτεχνολογικό τομέα, ούτε οι τέσσερις εργοστασιακές μονάδες, ούτε το απίστευτο expansion στις πέντε Ηπείρους, ούτε η συμβολή στην παλινόρθωση της ελληνικής οικονομίας εν μέσω δριμύτατης οικονομικής κρίσης και η αξιοποίηση του ελληνικού επιστημονικού προσωπικού εντός συνόρων.
Πάνω απ’ όλα είναι η ανθρώπινη φροντίδα, μια σχέση αμφίδρομη όπως ακριβώς είχε διδάξει το 1924 ο πατριάρχης της οικογένειας, Δημήτρης Γιαννακόπουλος, όταν υποδεχόταν με μοναδική ευγένεια τους πρώτους πελάτες στο φαρμακείο του. Ο Παύλος αυτό το βίωμα το πήγε παραπέρα, αυτή τη διδαχή τη μετουσίωσε σε πράξη σε όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό συγκινήθηκε στην εκδήλωση στο ΟΑΚΑ, όταν εμφανίστηκε στο παρκέ εν μέσω αποθέωσης με τα υγρά του μάτια να αποτυπώνονται για πάντα στη μνήμη μας. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι ο άνθρωπος.
Η μεγάλη στιγμή του “Honouring our Legacy” ήταν η βράβευση του Παύλου Γιαννακόπουλου, το όνομα του οποίου θα πάρει το κλειστό στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Ο ιστορικός παράγοντας του Παναθηναϊκού βρέθηκε στο παρκέ του ΟΑΚΑ στο ημίχρονο του φιλικού αγώνα με την Παρτιζάν και με δάκρυα στα μάτια χαιρέτησε το κοινό, που τον αποθέωσε με χειροκροτήματα και συνθήματα.
“Ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλους τους φίλους του Παναθηναϊκού που βρίσκονται σήμερα κοντά μας”, τόνισε, με όλο τον κόσμο στο γήπεδο να παρακολουθεί όρθιος από τη θέση του.
Ακολούθως, η “χρυσή” πεντάδα των “πρασίνων” πήγε και τον ασπάστηκε, με πρώτο τον Στόγιαν Βράνκοβιτς και ακολούθησε μία αναμνηστική φωτογραφία με τους πέντε σπουδαίου παίκτες που υπέγραψε στο παρελθόν.
Αφού βράβευσε την κορυφαία πεντάδα του Παναθηναϊκού (Αλβέρτης, Βράνκοβιτς, Μποντιρόγκα και Διαμαντίδης), στη συνέχεια πήρε το μικρόφωνο και με δάκρυα στα μάτια έκανε μία παράκληση στον κόσμο της ομάδας: “Ένα πράγμα θέλω από εσάς. Όταν πεθάνω να με θάψετε με μια σημαία του Παναθηναϊκού”. Οπως είναι λογικό, γνώρισε την αποθέωση, ενώ πολλοί άνθρωποι του Παναθηναϊκού ξέσπασαν σε λυγμούς.
Λίγο αργότερα, μιλώντας στην κάμερα της NOVA, ο κ. Γιαννακόπουλος είπε: “Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε κάθε Παναθηναϊκό. Να είναι υπερήφανοι. Μέχρι να πεθάνω θα κάνω το καθήκον μου στον Παναθηναϊκό. Και το επαναλαμβάνω: όταν πεθάνω θέλω να με θάψετε με τη σημαία της ομάδας”.