Δισεκατομμύρια κόστισε στην Ελλάδα το α’ εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξή του στη Handelsblatt ενώ επισημαίνει ότι το ελληνικό πρόγραμμα διήρκεσε 8 χρόνια διότι η Ελλάδα είχε πολύ μεγάλα προβλήματα και ασθενή δημόσια διοίκηση.
Στη συνέντευξη που παρεχώρησε στη Handelsblatt ο κ. Ρέγκλινγκ ερωτάται, γιατί το πρόγραμμα σταθεροποίησης κράτησε πολύ περισσότερο στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες.
Απαντά τα εξής: «Σε καμία άλλη χώρα τα προβλήματα δεν ήταν τόσο μεγάλα και η δημόσια διοίκηση τόσο αδύναμη όσο στην Ελλάδα.
Επιπροσθέτως, επί Βαρουφάκη η χώρα οδηγήθηκε στη λάθος κατεύθυνση για έξι μήνες και αυτό κόστισε στους Έλληνες δισεκατομμύρια. Για αυτούς τους λόγους , η διαδικασία προσαρμογής διήρκεσε οκτώ χρόνια και όχι μόνον τρία, όπως σε άλλες χώρες.
Αλλά οι προσπάθειες τώρα καρποφορούν. Από το 2016, η χώρα δεν έχει ελλείμματα παρά το γεγονός ότι το έλλειμμα ήταν πάνω από 15% το 2009. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν εφικτά μόνο επειδή εφάρμοσε ευρείες και συχνά επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Για παράδειγμα. Οι μισθοί μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους. Αυτό ήταν αναγκαίο επειδή νωρίτερα οι μισθοί αυξάνονταν πολύ πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα και η χώρα είχε χάσει την ανταγωνιστικότητά της. Εάν η Ελλάδα μείνει στην οδό των μεταρρυθμίσεων, τότε βλέπω ένα καλό μέλλον για αυτήν εντός ευρωζώνης».
Στην ερώτηση τι μαθήματα μπορεί να πάρει η Ελλάδα από άλλες χώρες μετά τη λήξη του προγράμματος στο οποίο βρέθηκαν, ο κ. Ρέγκλινγκ επανέλαβε την ανάγκη τήρησης των δεσμεύσεων και εφαρμογής της ατζέντας των μεταρρυθμίσεων.
«Σήμερα, χώρες που υπήρξαν σε πρόγραμμα όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία έχουν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Αυτές οι χώρες εφάρμοσαν την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων με αποφασιστικό τρόπο αποκτώντας την ιδιοκτησία αυτών. Με αυτό τον τρόπο έδειξαν ξεκάθαρα ακόμη και μετά το τέλος του προγράμματος ότι η οικονομική τους πολιτική θα υπηρετήσει τους στόχους της ανάπτυξης και του ανταγωνισμού», είπε.
Παράλληλα έστειλε το μήνυμα ότι «η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά κάποια από τα πρόσφατα συμφωνηθέντα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα μπορούσαν να ανασταλούν. Η Ελλάδα γνωρίζει επίσης ότι θα βρίσκεται υπό την μόνιμη επιτήρηση και αξιολόγηση των αγορών και των επενδυτών, ακριβώς όπως και οι άλλες χώρες που συμμετείχαν σε πρόγραμμα. Θέλουν να γνωρίζουν ότι τα χρήματα τους έχουν επενδυθεί με ασφάλεια μακροπρόθεσμα».