Χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, ήταν τα δώρα που πρόσφεραν οι Μάγοι στη Μητέρα και στο Θείο Βρέφος, κατά την γέννησή του, ως προσφορά συμβολική και με νόημα διαχρονικό. Το χρυσάφι αναφέρεται στη βασιλική ιδιότητα του Χριστού, το λιβάνι στην θεϊκή και ιερατική και τα σμύρνα στην ανθρώπινη ιδιότητα του τιμώμενου.
Αν και τα δώρα ήταν τρία, οι Μάγοι πιθανολογείται ότι ήταν περισσότεροι.
Ξεκίνησαν το ταξίδι τους κάπου από την Ανατολή και προσκύνησαν τον Χριστό λατρευτικά, ως αρχηγό της Εκκλησίας, παρόλο που οι ίδιοι ήταν εθνικοί (ειδωλολάτρες). Έφτασαν, δε για την προσκύνηση ένα χρόνο και πλέον μετά την γέννηση του Χριστού.
Τα τρία δώρα, αν και δεν έχουν τη δύναμη και αξία πού έχει ο τίμιος σταυρός του Χριστού, ωστόσο φυλάσσονται και αυτά ως ακριβά κειμήλια.
Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, διαφυλάχθηκαν από την Παναγία και παραδόθηκαν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η οποία τα κράτησε μέχρι περίπου το 400 μ.Χ. Τότε, επί αυτοκράτορα Αρκαδίου, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έμειναν μέχρι την άλωσή της από τους σταυροφόρους (1204). Για 60 χρόνια μεταφέρθηκαν στη Νίκαια για ασφάλεια, λόγω των φράγκων κατακτητών. Μετά την απαλλαγή από τους σταυροφόρους τα δώρα επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή του Μιχαήλ Παλαιολόγου, και έμειναν εκεί μέχρι την άλωσή της από τους Τούρκους (1453).
Αμέσως μετά την άλωση η χριστιανή Μάρω, σύζυγος του Μουράτ (1421-1451), μητέρα του Μωάμεθ, τα μετέφερε στο Άγιον Όρος και τα δώρισε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Έκτοτε φυλάσσονται εκεί μαζί με το έγγραφο παράδοσής τους και αποτελούν σπουδαίο κτήμα της, ενώ συχνά τα δώρα κατέρχονται σε ενορίες για προσκύνηση από τους πιστούς.