Πριν από 52 χρόνια, την 21η Απριλίου 1967, εκδηλώθηκε στη χώρα μας στρατιωτικό πραξικόπημα υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικολάου Μακαρέζου. Το στρατιωτικό αυτό κίνημα κατέλυσε τη δημοκρατία και επέβαλε ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς, που έμελλε να διαρκέσει περισσότερα από επτά χρόνια, έως την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το καλοκαίρι του 1974.
Τον Απρίλιο του 1967 η Ελλάδα βρισκόταν κατ’ ουσίαν σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου, ενώ στην πρωθυπουργία βρισκόταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ. Ήταν, όμως, κοινή πεποίθηση ότι στις εκλογές που θα ακολουθούσαν κυρίαρχη δύναμη θα ήταν η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος θα επέστρεφε κατ’ αυτόν τον τρόπο στην εξουσία μετά τα γεγονότα της διαβόητης Αποστασίας και τη σύγκρουσή του με το βασιλιά Κωνσταντίνο.
Τούτου δοθέντος, ανώτατοι στρατιωτικοί, το Παλάτι και κάποια στελέχη της Δεξιάς, με την υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα, προσέβλεπαν σε μια συνταγματική εκτροπή, που θα έθετε την κατάσταση υπό τον έλεγχό τους και θα καθιστούσε δυνατή την εναλλαγή στην εξουσία της Δεξιάς και ενός μετριοπαθούς Κέντρου.
Ωστόσο, η λεγόμενη χούντα των στρατηγών δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, καθώς κατώτεροι αυτών αξιωματικοί, με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο που δήθεν αντιμετώπιζε η χώρα, κινήθηκαν εν κρυπτώ, πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση, καταλαμβάνοντας εξαπίνης τους πάντες.
Έτσι, τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, λίγες ώρες αφότου είχε ολοκληρωθεί η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, οι αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς Παπαδόπουλος, Παττακός και Μακαρέζος, με τη συνδρομή και την υποστήριξη αξιωματικών που είχαν φροντίσει να τοποθετήσουν σε θέσεις-κλειδιά του στρατού, κατέλαβαν όλα τα στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας και προέβησαν στις κατάλληλες κινήσεις για την εξασφάλιση της υπακοής του στρατεύματος σε όλη την επικράτεια.
Άρματα μάχης έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους της Αθήνας, ενώ πιστές στους πραξικοπηματίες δυνάμεις συνέλαβαν μέλη της τότε πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας, που αιφνιδιάστηκε πλήρως και δεν κατάφερε να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Περί τις 3:30 τα ξημερώματα οι πραξικοπηματίες, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, είχαν κατορθώσει να επιβάλουν πλήρως την κυριαρχία τους. Από τις πρώτες πρωινές ώρες οι ακροατές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) άκουγαν εμβατήρια, δημοτικά άσματα και τα πρώτα «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» των δικτατόρων, που αφορούσαν την απαγόρευση συγκεντρώσεων, την αναστολή διατάξεων του Συντάγματος και τη ματαίωση των εκλογών της 28ης Μαΐου 1967.
Από τις τότε πρωινές εφημερίδες, μόνον η «Καθημερινή» και η «Αυγή» πρόλαβαν να περιλάβουν στην ύλη τους τις δραματικές εξελίξεις, κάνοντας λόγο για εκδήλωση στρατιωτικού κινήματος, συλλήψεις πολιτικών ανδρών και ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων.
Νωρίς το πρωί οι κεφαλές της χούντας επισκέφθηκαν το βασιλιά Κωνσταντίνο στα Ανάκτορα του Τατοΐου και του ζήτησαν να ορκίσει την κυβέρνησή τους, ενώ η γύρω περιοχή ήταν περικυκλωμένη από τεθωρακισμένα. Ο βασιλιάς, παρά την προτροπή του συλληφθέντος Παναγιώτη Κανελλόπουλου να αντισταθεί, συμβιβάστηκε με τους πραξικοπηματίες και αργά το απόγευμα όρκισε την κυβέρνησή τους, με πρωθυπουργό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια.
Την ίδια ημέρα άρχισαν οι συλλήψεις απλών πολιτών, ενώ υπήρξαν και τα πρώτα θύματα από τα όργανα της χούντας.
Από την 21η Απριλίου 1967, εκείνη την αποφράδα ημέρα, και επί μία ολόκληρη επταετία, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την κατάργηση των ελευθεριών τους, με φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια και δολοφονίες, με έναν πνευματικό και πολιτιστικό μεσαίωνα.
Η μεγάλη καταστροφή, ο εθνικός ακρωτηριασμός που υπέστη ο ελληνισμός στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, ήταν ο τραγικός επίλογος της απριλιανής χούντας, που αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία από τις μελανότερες περιόδους στην ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους.