Σάλο έχουν προκαλέσει οι δηλώσεις του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη για την γενοκτονία των Ποντίων. Ο υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ 14 μήνες πριν, τον Αύγουστο του 2014, με άρθρο του στην κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, την ΑΥΓΗ, είχε χαρακτηρίσει τη Γενοκτονία “Aιματηρή εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών από τον Πόντο”.
Μάλιστα, είχε αναφέρει ότι “Τα περί Γενοκτονίας ήταν μια απόφαση εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας και όχι διεθνούς σημασίας…”. Ο υπουργός Παιδείας στο άρθρο του υποστηρίζει ότι “Η αιματηρή εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη είναι τυπικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης, με βάση την οποία διαλύθηκε η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία σε συμπαγή εθνικά κράτη, συμπεριλαμβανομένου και του τουρκικού. Αναμφίβολα η εθνοκάθαρση είχε πολύ αίμα, πολύ πόνο και ξεριζωμό…”.
«Ο καθένας μπορεί να εκφράζει τις επιστημονικές ή προσωπικές του απόψεις. Αναλαμβάνει την ευθύνη και κρίνεται γι’ αυτές… Η Βουλή θεσμικά έχει πάρει τις αποφάσεις της» σχολίασε ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, σχολιάζοντας μετά το Μαξίμου, την τοποθέτησή του υπουργού Παιδείας ότι οι Πόντιοι δεν υπέστησαν Γενοκτονία με την επιστημονική έννοια του όρου.
«Η ιστορία του Πόντου ήταν και θα παραμείνει αδιαμφισβήτητα αληθινή», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο υφυπουργός Εξωτερικών, Γιάννης Αμανατίδης, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του Νίκου Φίλη, αλλά και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν.
Σύμφωνα με τον κ. Αμανατίδη, οι επιστημονικές προσεγγίσεις μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα σε μια Δημοκρατία, ωστόσο, «η θέση της Κυβέρνησης είναι γνωστή και δημόσια εκφρασμένη τόσο με δήλωση του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου στις 19.5.2015, όσο και στους χαιρετισμούς στις αντίστοιχες ημέρες μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων κατά το παρελθόν».
Διαβάστε όλο το άρθρο του κ. Νίκου Φίλη στην Αυγή της 20ης Αυγούστου 2014:
Παλαιοκομματισμός και “Γενοκτονία”
Να αντιμετωπίζεται ως αδίκημα “η άρνηση της Γενοκτονίας των χριστιανών της Ανατολής (Πόντιοι, Μικρασιάτες, Αρμένιοι και Ασσύριοι)” ζητούν 38 βουλευτές της Ν.Δ. με επιστολή προς τον πρωθυπουργό, επικαλούμενοι απόφαση της Βουλής των Ελλήνων (Φεβρουάριος 1994), με την οποία είχε χαρακτηρισθεί ως Γενοκτονία η αιματηρή εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Οι βουλευτές σχολιάζουν ότι σε διαφορετική περίπτωση η Βουλή των Ελλήνων θα αυτοαναιρεθεί.
Πράγματι, με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, η Βουλή είχε προχωρήσει σε αυτή την απόφαση, η οποία από τότε είχε επικριθεί ότι δεν υπάκουε σε αμερόληπτα επιστημονικά – ιστορικά κριτήρια, αλλά εξυπηρετούσε ψηφοθηρικές – εθνικιστικές σκοπιμότητες. Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ φαντασιωνόταν την περικύκλωση της Τουρκίας μέσω της συμμαχίας με τους Κούρδους του Οτσαλάν, τους Αρμένιους και τους “χιλιάδες κρυπτοχριστιανούς” που ζούσαν στη Μικρά Ασία. Δεν τα πίστευε αυτά το ΠΑΣΟΚ, ικανοποιούσε όμως ισχυρά πολιτικά στερεότυπα μιας μερίδας του ποντιακού στοιχείου, που εκπροσωπείτο στο κόμμα από την ομάδα του Μιχ. Χαραλαμπίδη. Αυτή η “εκπροσώπηση” οδήγησε στην κρίση και στον εξευτελισμό της χώρας με τη σύλληψη του Οτσαλάν.
Τα περί Γενοκτονίας ήταν μια απόφαση εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας και όχι διεθνούς σημασίας. Γι’ αυτό και το ελληνικό κράτος ποτέ δεν προέβαλε στα διεθνή φόρα θέμα αναγνώρισης αυτής της “Γενοκτονίας”, σε αντίθεση με τους Αρμένιους, οι οποίοι επεχείρησαν και πέτυχαν για τη δική τους περίπτωση απόφαση της γαλλικής Γερουσίας. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών τον Γ. Παπανδρέου, είχε προσπαθήσει να υποβαθμίσει τη σημασία της απόφασης περί Γενοκτονίας, μετά μάλιστα την αντίδραση της τουρκικής πλευράς. Η απόφαση αναδεικνυόταν σε “αγκάθι” για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η αιματηρή εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη είναι τυπικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης, με βάση την οποία διαλύθηκε η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία σε συμπαγή εθνικά κράτη, συμπεριλαμβανομένου και του τουρκικού. Αναμφίβολα η εθνοκάθαρση είχε πολύ αίμα, πολύ πόνο και ξεριζωμό. Και η οθωμανική διοίκηση διακρίθηκε για ωμότητες, αν και αγριότητες σφράγισαν και την ιμπεριαλιστική πολιτική της Αγγλίας και της Γαλλίας εκείνη την εποχή εις βάρος όλων των πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Η εθνοκάθαρση επισφραγίστηκε με διεθνείς συμφωνίες και με ανταλλαγή πληθυσμών.
Ο όρος Γενοκτονία καθιερώνεται στο Διεθνές Δίκαιο μετά το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και παραπέμπει σε βιομηχανικά σχεδιασμένη κρατική (της χιτλερικής Γερμανίας) επιδίωξη εξαφάνισης ενός ολόκληρου έθνους. Στο Ολοκαύτωμα δεν εμπλέκονται εδαφικές διεκδικήσεις. Η Γενοκτονία είναι απόλυτη και αφορά ένα ολόκληρο έθνος, όπου κι αν κατοικεί. Γι’ αυτό επί μισό αιώνα δεν υπήρξε χρήση του όρου για άλλη σφαγή πληθυσμών. Η έννοια Γενοκτονία απέκτησε διευρυμένη και χρησιμοθηρική έννοια, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν διεθνή όργανα χαρακτήριζαν ως Γενοκτονία τη σφαγή στη Ρουάντα ή ακόμη και τη σερβική επιθετικότητα εναντίον των μουσουλμάνων της Βοσνίας. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε διεθνής, δηλαδή γενική αναγνώριση της όποιας “Γενοκτονίας”.
Στην Ελληνική Ιστορία η Μικρασιατική Καταστροφή ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε ως Γενοκτονία. Γράφαμε, διδασκόμασταν, θυμόμαστε την Καταστροφή. Αυτό έχει σημασία για να αντιληφθούμε ότι η όψιμη μετακίνηση σε επίπεδο ορολογίας υποκρύπτει απόπειρα μετάλλαξης της ιστορικής εμπειρίας και των γεγονότων, η οποία μάλιστα “επισημοποιείται” με την παραγωγή μιας νέας, μεροληπτικής ιστορίας.
Έπειτα από μια εικοσαετία κρατικής ύπνωσης ως προς τη χρήση του όρου Γενοκτονία, το θέμα επανέρχεται ουσιαστικά με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού. Οι 38 βουλευτές της Ν.Δ., οι οποίοι ανήκουν σε όλο το φάσμα της παράταξης, ανάμεσά τους και ορισμένοι πρώην υπουργοί, ζητούν από τον πρωθυπουργό να αναβαθμίσει την επίσημη θέση, συνδυάζοντας την “Γενοκτονία” των χριστιανών της Ανατολής με το Ολοκαύτωμα και τη ρατσιστική βία, δηλαδή ζητείται εκ του πονηρού η σύνδεση ανόμοιων ιστορικά και διαφορετικών πολιτικά υποθέσεων.
Η εθνικιστική δημαγωγία κατά κανόνα λειτουργεί ως προκάλυμμα για να κρυφθούν οι ολέθριες επιπτώσεις εις βάρος του λαού. Σήμερα, μάλιστα, επιδιώκεται να συγκαλυφθεί η μνημονιακή υποτέλεια. Ο Σαμαράς, διακρινόμενος για τον παλαιοκομματισμό του, δείχνει να το παίζει σε δύο ταμπλό. Υποκινεί την επιστολή των 38 βουλευτών του, υιοθετεί τις ιδεοληπτικές – ακροδεξιές θέσεις Μπαλτάκου, ο οποίος είχε μπλοκάρει το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Ο πρωθυπουργός, όμως, καλείται να σταθμίσει τη συγκυρία και να μη δώσει αφορμή για ελληνοτουρκική ένταση, σε μια περίοδο που η Ελλάδα το τελευταίο που έχει ανάγκη είναι μια τέτοια εξέλιξη, ενώ μάλιστα φλέγεται η γύρω περιοχή. Θα είναι μια αναχρονιστική πολιτική, καθώς οι πολιτικές προϋποθέσεις του 1994 έχουν πλήρως ανατραπεί. Ο Οτσαλάν προχθές κήρυξε το τέλος του πολέμου προς την Άγκυρα, το Ιράκ τριχοτομείται και το “χαλιφάτο” προβάλλει στο προσκήνιο. Η αναδίφηση ιστορικών διενέξεων προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, η άσκηση εξωτερικής πολιτικής για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης παραπέμπουν στην παλαιοκομματική Ελλάδα και σε εθνική ταπείνωση. Και όχι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, στο όραμα μιας νέας Ελλάδας της Δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής ανάτασης”.