Στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός παρουσίασε ένα πακέτο οικονοµικών µέτρων που φιλοδοξεί να δώσει την εικόνα µιας κυβέρνησης που στηρίζει την κοινωνία και ελαφρύνει τα βάρη της. Στην πραγµατικότητα, όµως, το αφήγηµα αυτό αποδεικνύεται µονοδιάστατο και ανεπαρκές. Οι εξαγγελίες επικεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στη µείωση άµεσων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, την ώρα που το µεγαλύτερο και πιο επώδυνο πρόβληµα για τους πολίτες -η ακρίβεια- παραµένει άθικτο. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο: η ακρίβεια λειτουργεί ως βασικός τροφοδότης των δηµοσίων εσόδων µέσω του ΦΠΑ και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, µε αποτέλεσµα η κυβέρνηση να έχει κάθε λόγο να αποφεύγει παρεµβάσεις σε αυτά τα πεδία.
Οι ανακοινώσεις για το φορολογικό αφορούσαν κυρίως µειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές εισοδήµατος κατά δύο ποσοστιαίες µονάδες, σηµαντικές ελαφρύνσεις για νέους εργαζόµενους –µε µηδενικό φόρο έως τα 25 και δραστικές µειώσεις έως τα 30–, αλλά και προνόµια για οικογένειες µε παιδιά, µε κλιµακωτές εκπτώσεις που φτάνουν ακόµη και στην πλήρη απαλλαγή. Προβλέπεται επίσης µια µείωση στις ασφαλιστικές εισφορές, µε στόχο να συρρικνωθούν σταδιακά µέχρι το 2027. Τα µέτρα αυτά µπορεί να δώσουν µια ανάσα σε συγκεκριµένες οµάδες πολιτών, αλλά αφήνουν ανέγγιχτη τη µεγάλη µάζα της κοινωνίας που δοκιµάζεται καθηµερινά από τις αυξηµένες τιµές στα ράφια των σούπερ µάρκετ, στους λογαριασµούς και στις αντλίες των πρατηρίων.
Ακρίβεια
Η ακρίβεια δεν είναι µια παροδική ενόχληση αλλά το µόνιµο βάρος που καθορίζει τη ζωή των νοικοκυριών. Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν πολύ µεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήµατός τους για τρόφιµα και ενέργεια σε σχέση µε τον ευρωπαϊκό µέσο όρο. Κι όµως, καµία ουσιαστική παρέµβαση δεν ανακοινώθηκε για να µετριαστεί αυτή η επιβάρυνση. Ούτε µείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά, ούτε µείωση του ΕΦΚ στα καύσιµα, ούτε ένα σχέδιο για συγκράτηση των τιµών µε αυστηρούς ελέγχους στην αγορά. Η κυβέρνηση προτίµησε να κλείσει τα µάτια µπροστά στο κύµα ακρίβειας που σαρώνει την κοινωνία.
Η εξήγηση είναι απλή: ο ΦΠΑ και ο ΕΦΚ αποτελούν τις πιο σταθερές πηγές δηµοσίων εσόδων. Κάθε αύξηση των τιµών σηµαίνει και αυτόµατη αύξηση του κρατικού ταµείου. Η ακρίβεια, µε άλλα λόγια, λειτουργεί σαν σιωπηλή φορολογία που πλήττει οριζόντια όλους τους πολίτες, αλλά κυρίως τους χαµηλόµισθους και τους συνταξιούχους, οι οποίοι βλέπουν το εισόδηµά τους να εξανεµίζεται. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση έχει ελάχιστα κίνητρα να περιορίσει την ακρίβεια, αφού από αυτήν επωφελείται δηµοσιονοµικά.
Η αντιπολιτευτική κριτική εστιάζει ακριβώς σε αυτό: δεν µπορεί να µιλά κανείς για «στήριξη των πολιτών» όταν το υπ’ αριθµόν ένα πρόβληµα της καθηµερινότητας µένει εκτός ατζέντας. Οι µειώσεις στους φόρους εισοδήµατος είναι καλοδεχούµενες για όσους έχουν σταθερή φορολογική υποχρέωση, αλλά για τα χαµηλότερα στρώµατα της κοινωνίας η ελάφρυνση είναι µηδενική. Για αυτούς που παλεύουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα του µήνα, το µόνο που µετράει είναι το κόστος της διατροφής και της ενέργειας – και εκεί η κυβέρνηση δεν έκανε καµία παρέµβαση.
Τα νησιά
Υπάρχει βέβαια µια θετική εξαίρεση: η µείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε αρκετά νησιά του Αιγαίου µε πληθυσµό µικρότερο των 20 χιλιάδων κατοίκων. Πρόκειται για µια κίνηση που αναγνωρίζει το υψηλό κόστος ζωής σε περιοχές µε περιορισµένη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, και έχει πράγµατι πρακτικό αντίκτυπο για τους κατοίκους τους. Ωστόσο, παραµένει ένα περιορισµένο µέτρο, που δεν αλλάζει τη µεγάλη εικόνα. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών στην ηπειρωτική χώρα συνεχίζει να σηκώνει το βάρος των αυξηµένων τιµών χωρίς καµία στήριξη.
Το Κίνηµά µας κατά την συζήτηση στην Βουλή για την Κύρωση του νέου Κώδικα ΦΠΑ, ανάδειξε ότι η µείωση στα νησιά είναι επιβεβληµένη βάση του άρθρου 101 του Συντάγµατος και της Οδηγίας 2006/112 της ΕΕ. Ακόµα όµως και τότε η Κυβέρνηση προχώρησε στην παντελώς απαράδεκτη η συσχέτιση των µειωµένων συντελεστών ΦΠΑ µε την ύπαρξη κέντρων και δοµών φιλοξενίας λαθροµεταναστών και προσφύγων, περιορίζοντας την εφαρµογή µειωµένων συντελεστών µόνο σε Χίο, Λέρο, Σάµο, Λέσβο και Κω.
Το συµπέρασµα είναι σαφές: η κυβέρνηση επιλέγει να εµφανιστεί ως φορέας «δικαιοσύνης» στη φορολογία µειώνοντας τους άµεσους φόρους, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί αλώβητους τους έµµεσους φόρους που τροφοδοτούνται από την ακρίβεια. Έτσι, το κράτος µετατρέπεται σε κερδισµένο της ακρίβειας, ενώ οι πολίτες µένουν εκτεθειµένοι στις ανατιµήσεις. Μια πολιτική που µπορεί να έχει βραχυπρόθεσµα δηµοσιονοµικά οφέλη, αλλά µακροπρόθεσµα διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και υπονοµεύει την κοινωνική συνοχή.
Η εικόνα είναι αναπόδραστη: χωρίς γενναίες παρεµβάσεις στον ΦΠΑ και τον ΕΦΚ, χωρίς σχέδιο για να τιθασευτεί το κύµα ακρίβειας στα βασικά αγαθά, κάθε εξαγγελία φορολογικών ελαφρύνσεων θα παραµένει κενό γράµµα για τη µεγάλη πλειοψηφία. Η κυβέρνηση µπορεί να επιλέγει να κρύβεται πίσω από τις µειώσεις στους άµεσους φόρους, αλλά η πραγµατικότητα στα σούπερ µάρκετ και στα πρατήρια καυσίµων θα συνεχίσει να αποκαλύπτει την αλήθεια: η ακρίβεια τροφοδοτεί το κράτος µε έσοδα, ενώ στραγγαλίζει τους πολίτες.
* Βουλευτής Β2 Δυτικού Τοµέα Αθηνών µε τη ΝΙΚΗ