Ποιος ωφελήθηκε από τη στρατηγική απόφαση να κατευθυνθούν τόσα
χρήματα σε ένα project που αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων;
Ο τίτλος δεν είναι υπερβολικός, όταν μιλάμε για ένα project που ψηνόταν πάνω
από τρία χρόνια, απορρόφησε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ επένδυσης από την
Τράπεζα Πειραιώς και, παρ’ όλα αυτά, εμφανίστηκε στην αγορά ως ένα προϊόν
εμφανώς κατώτερο του ανταγωνισμού – όχι μόνο της Revolut, που αποτελεί το de
facto golden standard στο fintech, αλλά και των εγχώριων λύσεων όπως το payzy,
το Next της Εθνικής και οι υπηρεσίες της Viva. Η υπόθεση δεν είναι απλώς μια
άτυχη τεχνολογική κυκλοφορία, είναι σκάνδαλο εταιρικής διακυβέρνησης και
σπατάλης πόρων, το οποίο απαιτεί απαντήσεις για το ποιος ωφελήθηκε από τη
στρατηγική απόφαση να κατευθυνθούν τόσα χρήματα στη Snappi.
Τρία χρόνια, δεκάδες εκατομμύρια
Η Snappi παρουσιάστηκε ως η «πρώτη αμιγώς ελληνική neobank», με έδρα τα
Ιωάννινα, τραπεζική άδεια από την ΕΚΤ και στόχο την επέκταση σε όλη την
Ευρώπη μέχρι το 2026. Πρόκειται για κοινοπραξία της Πειραιώς με τη Natech και
την Neptune International, με στρατηγική επένδυση που ξεπερνά τα 70 εκατ.
ευρώ, όπως προβλήθηκε σε δημόσιες παρεμβάσεις πολιτικών και στελεχών. Η ίδια
η Πειραιώς μιλά για μια digital bank που θα λειτουργεί χωρίς καταστήματα, με
κεντρικοποιημένα back offices και φιλοδοξία για δισεκατομμύρια σε καταθέσεις τα
επόμενα χρόνια.
Όλα αυτά θα ήταν θεμιτά, αν στο τέλος προέκυπτε ένα προϊόν που να
αιτιολογεί το μέγεθος της επένδυσης και τον χρόνο προετοιμασίας. Αντί για αυτό,
η αγορά βλέπει μια εφαρμογή που προσφέρει μεν τυπικές δυνατότητες (ελληνικό
IBAN, κάρτες, συνδεσιμότητα με DIAS, επιτόκιο καταθέσεων 3%), αλλά υστερεί
σε ποιότητα εμπειρίας, σταθερότητα και ωριμότητα υπηρεσιών σε σχέση με όσα
κυκλοφορούν ήδη. Όταν ένα προϊόν βγαίνει γεμάτο bugs, καθυστερήσεις,
δυσλειτουργίες στην onboarding διαδικασία και συναλλαγές που κολλάνε, δεν
μιλάμε απλώς για παιδικές ασθένειες, αλλά για αποτυχία διαχείρισης ενός μεγάλου
τεχνολογικού έργου.
Η Revolut έχει θέσει το ποιοτικό όριο στην ψηφιακή τραπεζική:
Πολυνομισματικοί λογαριασμοί, επενδυτικά προϊόντα, ταξιδιωτικές παροχές,
εξελιγμένα εργαλεία budgeting, premium επίπεδα ασφάλειας και ένα ώριμο UX,
που έχει δοκιμαστεί από δεκάδες εκατομμύρια χρήστες. Με λίγα λόγια, ο πήχης
είναι ήδη πολύ ψηλά, και δεν δικαιολογείται ελληνική neobank του 2025 να
προσφέρει κάτι εμφανώς πιο φτωχό ως εμπειρία και εύρος λειτουργιών. Ακόμα και
στο στενά τραπεζικό κομμάτι, όπου η Snappi αντιπροτείνει ένα ελκυστικό επιτόκιο
αποταμίευσης 3% και μηδενικά τέλη, ο ανταγωνισμός σε επιτόκια και digital UX
από άλλες πλατφόρμες έχει ήδη οξυνθεί.
Ταυτόχρονα, στην εγχώρια αγορά υπάρχουν ήδη λύσεις όπως το payzy by
COSMOTE, που προσφέρει ελληνικό IBAN, virtual κάρτες, wallet στο κινητό,
υποστήριξη Apple / Google / Garmin Pay και ένα ώριμο οικοσύστημα για
καθημερινές πληρωμές. Αντίστοιχα, η Εθνική με το Next και η Viva με τις
ψηφιακές υπηρεσίες της έχουν κερδίσει κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας
σταθερές, λειτουργικές και πλέον δοκιμασμένες εφαρμογές, ενώ άλλοι
νεοτραπεζικοί παίκτες στην Ελλάδα δίνουν επιτόκια της τάξης του 2% – 2,5%.
Όταν, λοιπόν, ο ανταγωνισμός προσφέρει κάτι που δουλεύει εδώ και καιρό, η
εμφάνιση μιας νεοτράπεζας με τόσο θόρυβο και τόσο budget, αλλά με σαφώς
κατώτερη εμπειρία, αποκαλύπτει ένα χάσμα ανάμεσα στα μεγαλόστομα δελτία
Τύπου και στην πραγματικότητα της αγοράς.
Σκάνδαλο διακυβέρνησης, όχι απλώς αστοχία
Το πιο ανησυχητικό δεν είναι τα bugs αυτά καθαυτά, αλλά το πώς δικαιολογείται
η διοχέτευση τόσο μεγάλων κεφαλαίων σε ένα project που φτάνει στο κοινό χωρίς
να έχει περάσει στοιχειώδη stress tests ποιότητας. Η Πειραιώς παρουσίασε τη
Snappi ως πλατφόρμα καινοτομίας για νέες γενιές και εργαλείο διεθνούς
επέκτασης, όμως κανείς δεν εξηγεί δημόσια πώς ελέγχθηκαν τα milestones, πώς
αξιολογήθηκε η απόδοση της επένδυσης και ποιοι αμείφθηκαν πλουσιοπάροχα,
ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος. Σε μια χώρα με τραυματική μνήμη από
τραπεζικές διασώσεις, το να διοχετεύονται δεκάδες εκατομμύρια σε ένα ημιτελές
ψηφιακό προϊόν χωρίς λογοδοσία, δεν είναι τεχνικό φαινόμενο, είναι θεσμικό
πρόβλημα.
Η κεντρική ερώτηση, λοιπόν, δεν είναι αν «θα βελτιωθεί με updates» η
εφαρμογή, αλλά αν θα απολογηθεί κανείς για τις αποφάσεις που οδήγησαν εδώ.
Ποιος εισηγήθηκε τη συγκεκριμένη δομή επένδυσης; Ποιοι προμηθευτές,
σύμβουλοι, συνεργάτες και ενδιάμεσοι ωφελήθηκαν από τα δεκάδες εκατομμύρια
της Πειραιώς; Και –το σημαντικότερο– θα υπάρξει ανεξάρτητος έλεγχος για το αν
τα χρήματα αυτά αξιοποιήθηκαν προς όφελος των μετόχων, των πελατών και της
οικονομίας ή αν η Snappi αποτελεί άλλο ένα case study για το πώς βαφτίζεται
καινοτομία η μεταφορά πλούτου προς τους συνήθεις ημέτερους;
Μέχρι να δοθούν πειστικές απαντήσεις, το φιάσκο της Snappi δεν είναι απλώς
ένα αποτυχημένο app. Είναι μία ακόμη υπενθύμιση ότι, χωρίς πραγματική
λογοδοσία, η ελληνική τραπεζική αγορά θα εξακολουθεί να γεννά φούσκες που
πληρώνει τελικά η κοινωνία.
ΠΗΓΗ ΠΑΡΟΝ
