«Επανάσταση στις δεξιότητες» θα απαιτήσει η ανάκαμψη μετά την πανδημία στην Ευρώπη και η μετάβαση σε πράσινες, ψηφιακές και δίκαιες οικονομίες, γεγονός που φέρνει στο επίκεντρο την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) και ιδίως τη δια βίου μορφή της. Την εκτίμηση αυτή διατυπώνει ο Γιούργκεν Ζίμπελ, εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop, ευρωπαϊκού οργανισμού με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Κατά τον κ.Ζίμπελ, που πρόσφατα μίλησε για το θέμα στο «Universidad Complutense» στη Μαδρίτη ενώπιον ακαδημαϊκών, εκπροσώπων κοινωνικών εταίρων και ειδικών, ήδη πριν από την πανδημία υπολογίστηκε, στο πλαίσιο μελέτης του Cedefop (Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξης της Επαγγελματικής Κατάρτισης), ότι σχεδόν ένας στους δύο εργαζόμενους (το 46% του εργατικού δυναμικού) στην ΕΕ των 27 κρατών-μελών και στις χώρες Ηνωμένο Βασίλειο, Ισλανδία και Νορβηγία, θα χρειαστεί να κάνει στα επόμενα χρόνια «upskilling» ή «reskilling», δηλαδή να επαναπροσδιορίσει τις δεξιότητές του ή να αποκτήσει νέες.
«Η ανάγκη αυτή (για αναβάθμιση δεξιοτήτων)» προσθέτει, «γίνεται πιο πιεστική, εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού, που ήδη επηρεάζουν βαθιά τις αγορές εργασίας, σε όρους τόσο απώλειας θέσεων εργασίας, όσο και αναδόμησης της ίδιας της (μορφής της) εργασίας, μέσω των νέων τεχνολογιών και των ψηφιακών μέσων».
Χρειάζεται διπλάσια ταχύτητα στον ρυθμό αναβάθμισης των δεξιοτήτων
Οι στόχοι για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων στην Ευρώπη διασφαλίζουν, όπως λέει, ρόλο- κλειδί για την ΕΕΚ στα επόμενα χρόνια, αλλά η ταχύτητα του upskilling και του reskilling θα πρέπει να διπλασιαστεί! Σύμφωνα με το Cedefop το 47% των Ευρωπαίων ηλικίας 25-64 ετών θα παρακολουθούν κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα κάθε χρόνο έως το 2025, ενώ το ποσοστό αυτό θα πρέπει να αυξηθεί σε τουλάχιστον 60% στην περίοδο έως το 2030. Μέχρι το 2025, πάνω από οκτώ στους δέκα (82%) αποφοίτους ΕΕΚ θα εργάζονται και το 60% εκτιμάται ότι θα έχει επωφεληθεί από γνώση και μάθηση που παρέχεται πάνω στην εργασία (WBL, work-based learning). Αντίστοιχα, μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι τουλάχιστον το 80% των ενηλίκων 16-74 ετών στην Ευρώπη θα πρέπει να έχει αποκτήσει έστω τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες.
Σύμφωνα με στοιχεία του ευρωπαϊκού Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας του 2020 (DESI 2020), που άντλησε το ΑΠΕ-ΜΠΕ από πρόσφατη (Απρίλιος 2021) σχετική παρουσίαση της Γενικής Διεύθυνσης Επικοινωνιακών Δικτύων, Περιεχομένου και Τεχνολογιών (DG Connect) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες έχει σήμερα μόνο το 58% των Ευρωπαίων, ενώ βάσει στοιχείων του 2018 περίπου 9 εκατ. άνθρωποι στην ΕΕ εργάζονται ως ειδικοί πληροφορικής.
Πάνω από έξι στους 10 δυσκολεύτηκαν να βρουν τους κατάλληλους ειδικούς πληροφορικής
Ωστόσο, οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό είναι υπολογίσιμες: σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρονται στην ίδια παρουσίαση, οι εκπρόσωποι του 64% των μεγάλων εταιρειών και του 56% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ευρώπη, που προσέλαβαν ειδικούς πληροφορικής το 2018, δήλωσαν πως δυσκολεύτηκαν να βρουν ανθρώπους για να καλύψουν τις διαθέσιμες θέσεις. Στο σκηνικό αυτό, στόχος είναι οι ειδικοί πληροφορικής στην ενωμένη Ευρώπη να φτάσουν τα 20 εκατ. έως το 2030.
Στο μεταξύ, αναφερόμενος στην ανάγκη αναβάθμισης γενικά των επαγγελματικών δεξιοτήτων στην ΕΕ, ο κ.Ζίμπελ επισημαίνει τις πολιτικές που έχουν δρομολογήσει οι Βρυξέλλες σε αυτό το πεδίο, αναφέροντας μεταξύ άλλων την ανανεωμένη Ευρωπαϊκή Ατζέντα Δεξιοτήτων (European Skills Agenda), τις προσπάθειες να οικοδομηθεί Ευρωπαϊκός Χώρος Εκπαίδευσης, τις σχετικές πρωτοβουλίες της Πράσινης Συμφωνίας και το επικαιροποιημένο Σχέδιο Δράσης για την Ψηφιακή Εκπαίδευση. Ο εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop υπογραμμίζει ακόμα τη σημασία που έχουν τα προγράμματα μαθητείας που λειτουργούν σωστά. Τα προγράμματα αυτά, λέει, διασφαλίζουν ότι από τη μία οι νέοι θα μαθαίνουν ό,τι τους χρειάζεται, για να αποκτήσουν τις ζητούμενες από τους εργοδότες δεξιότητες και, από την άλλη, ότι οι εργοδότες θα συνεισφέρουν στο κόστος της προετοιμασίας των νέων γενεών εργαζομένων για ένα ευρύ φάσμα επαγγελματικών τομέων.
«Είναι μέσω μιας τέτοιας εξισορρόπησης συμφερόντων, καθοδηγούμενης από ισχυρή κοινωνική συνεργασία, που εκατομμύρια νέοι άνθρωποι θα μπορέσουν να προστατευτούν από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας» τονίζει ο κ.Ζίμπελ, σύμφωνα με τον οποίο η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της πολιτικής της ΕΕ στο πεδίο των επαγγελματικών δεξιοτήτων των Ευρωπαίων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις θα συσχετιστούν με αυτή την προσπάθεια για την ανάπτυξη δεξιοτήτων, σε πεδία όπως η άντληση πόρων και εμπειρογνωμοσύνης. «Είναι κρίσιμο να ενθαρρυνθεί η επένδυση στις δεξιότητες» παρατηρεί, αλλά οι σχετικές πρωτοβουλίες «χρειάζεται να προσελκύσουν μεγαλύτερη συμμετοχή από πλευράς των εργοδοτών».