Search
Close this search box.
Search

DBRS: Αμετάβλητη η αξιολόγηση στο «ΒΒΒ» για την ελληνική οικονομία – Σκυτάλη σε Moody’s στις 19 Σεπτεμβρίου

Πριν 3 ώρες
Χρηματιστήριο «Ο Trump κρατά τους πολιτικούς ηγέτες να μαντεύουν σχετικά με τις επόμενες κινήσεις του για τους δασμούς, αλλά το πρόβλημα είναι ότι κρατά επίσης τους επενδυτές να μαντεύουν και αυτό αντικατοπτρίζεται στην κακή διάθεση της αγοράς», δήλωσε ο Tim Waterer, επικεφαλής αναλυτής αγοράς στην εταιρεία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών KCM Trade. Η Ruth Foxe-Blader της Foxe Capital χαρακτήρισε τη Δευτέρα μια «πολύ δύσκολη και χαοτική μέρα για το χρηματιστήριο στις ΗΠΑ» και «οι αγορές μισούν το χάος». Είπε ότι οι επενδυτές αντιδρούν στις πολιτικές του Trump - αλλά πωλούν επίσης μετοχές τεχνολογίας που αισθάνονται ότι ήταν υπερτιμημένες. Η Lindsay James, στρατηγικός αναλυτής επενδύσεων στην Quilter Investors, δήλωσε ότι η πτώση της τιμής της μετοχής της Tesla «οφείλεται σε σκληρούς αριθμούς» με τις νέες παραγγελίες να μειώνονται κατά το ήμισυ στην Ευρώπη και την Κίνα κατά το παρελθόν έτος. Πρόσθεσε ότι υπάρχει «ένα στοιχείο» της πολιτικής του Elon Musk «που έχει αντίκτυπο στο εμπορικό σήμα», αλλά «υπάρχουν και άλλες οπτικές γωνίες», συμπεριλαμβανομένου του ανταγωνισμού από τους κινέζους κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων και τους επενδυτές που «ανησυχούν περισσότερο για μια οικονομική επιβράδυνση». Σχολιάζοντας την χρηματιστηριακή εικόνα της Δευτέρας, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Κους Ντεσάι δήλωσε ότι «ηγέτες της βιομηχανίας» ανταποκρίθηκαν στην ατζέντα του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, «με τρισεκατομμύρια σε επενδυτικές δεσμεύσεις». Την περασμένη εβδομάδα, οι κύριες αγορές των ΗΠΑ υποχώρησαν στο επίπεδο που παρατηρήθηκε πριν από την εκλογική νίκη του Trump τον περασμένο Νοέμβριο, η οποία είχε αρχικά χαιρετιστεί από τους επενδυτές λόγω των ελπίδων για φορολογικές περικοπές και ελαφρύτερες ρυθμίσεις. Οι επενδυτές φοβούνται ότι οι δασμοί του Τραμπ θα οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές και θα πλήξουν την ανάπτυξη στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Οι αναλυτές της JPMorgan Chase δήλωσαν ότι υπάρχει «σημαντικά υψηλότερος κίνδυνος παγκόσμιας ύφεσης φέτος λόγω των ακραίων πολιτικών των ΗΠΑ». Τοποθετούν την πιθανότητα ύφεσης στο 40%. Ο οικονομολόγος Mohamed El-Erian δήλωσε ότι οι επενδυτές ήταν αρχικά αισιόδοξοι για τα σχέδια του Τραμπ για απορρύθμιση και χαμηλότερους φόρους, ενώ υποτίμησαν την πιθανότητα ενός εμπορικού πολέμου. Είπε ότι οι πρόσφατες πτώσεις στο χρηματιστήριο, οι οποίες ξεκίνησαν την περασμένη εβδομάδα, αντικατοπτρίζουν την προσαρμογή αυτών των στοιχημάτων. «Είναι μια πλήρης αλλαγή σε αυτό που περίμενε η αγορά», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι οι επενδυτές ανταποκρίνονται επίσης στις ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αρχίζουν να συγκρατούν τις δαπάνες λόγω της αβεβαιότητας, η οποία θα μπορούσε να βλάψει την οικονομική ανάπτυξη. Αλλά ο Κέβιν Χάσετ, οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Τραμπ, αντικρούει εκείνους που προβάλλουν αυτή τη ζοφερή προοπτική, σημειώνοντας πως υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είμαστε αισιόδοξοι για την οικονομία των ΗΠΑ και ότι οι δασμοί που επιβλήθηκαν στον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα φέρνουν ήδη τη μεταποίηση και τις θέσεις εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παραδέχθηκε όμως ότι υπήρχαν κάποια «κενά στα δεδομένα» για αυτό το τρίμηνο, τα οποία απέδωσε στο χρονοδιάγραμμα των δασμών του Τραμπ και στην «κληρονομιά του Μπάιντεν».

O καναδικός όμιλος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS άφησε αμετάβλητο το αξιόχρεο της Ελλάδας αναγνωρίζοντας, όπως αναφέρει, ότι η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,3% το 2024, απόδοση σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης 0,9% για το σύνολο της Ευρωζώνης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) προβλέπει παρόμοια ανάπτυξη στην Ελλάδα και φέτος, επισημαίνει ο DBRS σύμφωνα με τον οποίο η ισχυρή εγχώρια ζήτηση αποτέλεσε τον βασικό μοχλό ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ, η οποία προήλθε από την υγιή αύξηση της απασχόλησης και τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ.

Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τα επαναλαμβανόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, έχουν οδηγήσει σε σταθερή μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, προσθέτει η DBRS, υπενθυμίζοντας ότι αναμένεται πως το χρέος της χώρας θα μειωθεί στο 141% του ΑΕΠ έως το 2026, από το 164% που διαμορφώθηκε το 2023.

Ωστόσο, τονίζει ότι όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η απόδοση της ελληνικής οικονομίας υπόκειται εν μέρει σε εξωτερικές απειλές. Οποιαδήποτε περαιτέρω επιδείνωση του γεωπολιτικού ή του παγκόσμιου εμπορικού περιβάλλοντος που θα αποδυναμώσει την εξωτερική ζήτηση, θα ασκήσει αναπόφευκτα πίεση στις εξαγωγές της χώρας και θα επηρεάσει την οικονομία στο σύνολό της.

Η ισχυρή πολιτική δέσμευση όλων των μεγάλων πολιτικών κομμάτων για μια συνετή δημοσιονομική πολιτική ενισχύει την πιστωτική ποιότητα της χώρας, προσθέτει ο οίκος.

Συνεχίζοντας, σημειώνει ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει πως το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,4% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας και ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα διαμορφωθεί στο 125% έως το 2030. Ωστόσο, τονίζει πως οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις της Ελλάδας περιορίζονται από τον υψηλό ακόμη δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας της και το επίμονα υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.

Η Morningstar DBRS σημειώνει ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας εφόσον υπάρξει περαιτέρω σημαντική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους υποστηριζόμενη από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα ή η συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Σκυτάλη παίρνει η Moody’s

Η επόμενη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα λάβει χώρα στις 19 Σεπτεμβρίου, οπότε πρόκειται να προχωρήσει στη δεύτερη αξιολόγησή του για φέτος ο οίκος Moody’s. Ο αμερικανικός οίκος έδωσε στην Ελλάδα την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα (Baa3) στις 15 Μαρτίου, με καθυστέρηση περίπου 1,5 χρόνο από τους άλλους οίκους αξιολόγησης, αλλάζοντας παράλληλα τις προοπτικές της οικονομίας σε «σταθερές» από «θετικές».

Δημοφιλη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Search
Close this search box.