Επανέρχεται ο κίνδυνος ύφεσης στη Γερμανία που φαινόταν να έχει απομακρυνθεί, καθώς το τελευταίο τρίμηνο του έτους η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας, το ΑΕΠ της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας συρρικνώθηκε κατά 0,2%. Αυτό σημαίνει πως αν επαναληφθεί κάτι ανάλογο το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης θα διολισθήσει σε ύφεση. Αυτή είναι, άλλωστε, η πρόβλεψη του Σάλομον Φίντλερ, οικονομολόγου της επενδυτικής τράπεζας Berenberg, που τονίζει πως «έπειτα από μια ήπια ύφεση του χειμώνα, η γερμανική οικονομία θα σταθεροποιηθεί την άνοιξη και θα αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται σημαντικά προς τα μέσα του 2023».
Τις τελευταίες εβδομάδες μια σειρά από σημαντικούς δείκτες κατέδειξαν ότι η εμπιστοσύνη ενισχύεται στη Γερμανία. Καθοριστικός παράγοντας ο ήπιος χειμώνας που τη διευκόλυνε να συγκεντρώσει αποθέματα στους ταμιευτήρες φυσικού αερίου απομακρύνοντας τον κίνδυνο των ελλείψεων ενέργειας στη διάρκεια της περιόδου με τις αυξημένες ανάγκες για θέρμανση.
Στο μεταξύ, οι τιμές χονδρικής του καυσίμου έχουν υποχωρήσει και έχουν έτσι αναθερμανθεί οι ελπίδες πως ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί ταχύτερα από όσο είχε εκτιμηθεί αρχικά. Τώρα όμως ο καθοριστικός για τη γερμανική οικονομία μεταποιητικός τομέας καταγράφει πτώση των παραγγελιών. Η ζήτηση είναι μειωμένη και αιτία είναι σε μεγάλο βαθμό το αυξημένο κόστος της παραγωγής καθώς οι βιομηχανίες εξακολουθούν να το μεταφέρουν στις τιμές καταναλωτή. Ανάλογες εξελίξεις έχουν καταγραφεί στη Σουηδία, που επίσης συρρικνώθηκε απροσδόκητα το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους. Την περασμένη εβδομάδα το Βερολίνο προέβλεψε για το τρέχον έτος ανάπτυξη 0,2%, ενώ η προηγούμενη πρόβλεψή της μιλούσε για συρρίκνωση 0,4%.
Ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, άλλωστε, προειδοποίησε ότι παραμένει ο κίνδυνος της ύφεσης και ότι η κρίση που προκάλεσε η Ρωσία με την εισβολή της στην Ουκρανία δεν έχει λήξει. Η εικόνα της γερμανικής οικονομίας παραμένει αβέβαιη. Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν πως ο πληθωρισμός μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επίμονος καθώς τροφοδοτείται από τα αιτήματα για αυξήσεις μισθών. Ενδεικτική περίπτωση εκείνη των υπαλλήλων των ταχυδρομείων, που προχώρησαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις με αίτημα αυξήσεις μισθών 15%. Ομοίως και οι δημόσιοι υπάλληλοι που προβάλλουν αιτήματα για διψήφια αύξηση μισθών.