Στους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα και η Τουρκία δεν μπορούν να αφήσουν πίσω τους τις διαφορές του παρελθόντος και να υλοποιήσουν μία πραγματική επαναπροσέγγιση αναφέρεται άρθρο του Economist, με τίτλο “Γιατί η Ελλάδα και η Τουρκία δεν μπορούν να συμφιλιωθούν”, με τον αρθρογράφο να επιρρίπτει ευθύνες στην ρητορική που έχει επιλέξει να ακολουθήσει ο Τούρκος πρόεδρος.
Ειδικότερα αναφέρει:
Την προηγούμενη εβδομάδα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πραγματοποίησε το πρώτο ταξίδι Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα μετά από έξι δεκαετίες. Ο κ. Ερντογάν συνάντησε τον Έλληνα ομόλογό του Προκόπη Παυλόπουλο και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αλλά και τα 130.000 μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας στη Δυτική Θράκη. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, τη Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφηκε πριν από 94 χρόνια και ορίζει τα σύνορα της Τουρκίας και τις συνομιλίες για το Κυπριακό που έχοτυν παγώσει. Το ταξίδι αυτό θεωρήθηκε ως ευκαιρία από ορισμένους για τη βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών που τις χωρίζει το Αιγαίο, ένα χερσαίο σύνορο 200 χιλιομέτρων και οι διαφορές του παρελθόντος. Όμως σημειώθηκε κάποια σημαντική πρόοδος;
Όχι ακριβώς. Καταρχάς, η επίσκεψη του κ. Ερντογάν δεν ήταν τόσο ιστορική όσο παρουσιάστηκε. Πράγματι, η τελευταία επίσκεψη Τούρκου προέδρου έγινε το 1952, το έτος που οι δύο χώρες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, όμως οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν τρία χρόνια αργότερα, όταν ξεκίνησε το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, που ανάγκασε το 1964 περίπου 50.000 Έλληνες να εγκαταλείψουν την Τουρκία. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο μία δεκαετία μετά, οι επανειλημμένες συμπλοκές μεταξύ τουρκικών και ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών και οι εντάσεις στα θαλάσσια σύνορα, κράτησαν ζωντανό το κίνδυνο να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών και τη δεκαετία του ΄90. Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται το 1999, όταν οι Έλληνες εξέφρασαν την υποστήριξή τους στην Τουρκία στον καταστροφικό σεισμό που έπληξε τη χώρα. Οι Τούρκοι ανταπέδωσαν όταν ο Εγκέλαδος έπληξε την Αθήνα λίγες εβδομάδες αργότερα. Ακολούθησε ένα διπλωματικό “ξεπάγωμα”. Έκτοτε οι Τούρκοι πρωθυπουργοί άρχισαν να επισκέπτονται την Ελλάδα τακτικά και το αντίστροφο. Ο κ. Ερντογάν ταξίδεψε στην Ελλάδα ως πρωθυπουργός το 2004 και το 2010 ως πρωθυπουργός.
Η επαναπροσέγγιση έχει σταματήσει από τότε. Όπως αναφέρει ο αρθρογράφος, οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου έχουν αυξηθεί. Ενώ φέτος, τούρκοι αξιωματούχοι του Στρατού, συνοδεία Ελλήνων ομολόγων τους, επισκέφτηκαν τα (αμφισβητούμενα από την Τουρκία) Ίμια. Η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να αρνείται στη μουσουλμανική κοινότητα να εκλέγει τους θρησκευτικούς της ηγέτες. Οι ελπίδες για λύση στο Κυπριακό εξανεμίστηκαν όταν οι πιο ελπιδοφόρες συνομιλίες που έχουνε διεξαχθεί τα τελευταία 10 χρόνια, έληξαν το καλοκαίρι χωρίς συμφωνία. Παράλληλα, πολλοί Έλληνες καταδικάζουν τις διώξεις του Ερντογάν εναντίον των αντιπάλων του μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, ενώ απορρίπτουν τις προτάσεις του για επανεξέταση της συνθήκης της Λωζάνης που υπογράφηκε το 1923. Η εμμονή του Τούρκου προέδρου στο θέμα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Έλληνα ομολόγου του ο οποίος απέκλεισε κατηγορηματικά τυχόν αναθεωρήσεις της Συνθήκης. Επίσης οι οικοδεσπότες του κ. Ερντογάν άφησαν κατά μέρος το αίτημά του για την έκδοση οκτώ Τούρκων στρατιωτών που διέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Σύμφωνα με τον Economist, “τα καλά νέα είναι ότι σήμερα η Τουρκία και η Ελλάδα δεν βρίσκονται πλέον στα “μαχαίρια”. (Αντιθέτως, συζητούν για ενεργειακά και άλλα έργα υποδομών). Το κακό είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό περιθώριο για βελτίωση των σχέσεων, όσο ο κ. Ερντογάν διατηρεί την αλυτρωτική ρητορική. Αυτό που κάποτε υπήρχε η δέσμευση να είναι μία πραγματική επαναπροσέγγιση τώρα μοιάζει με μια περίοδο “ψυχρής ειρήνης”, λέει ο Δημήτριος Τριανταφύλλου, Έλληνας ακαδημαϊκός που εργάζεται στην Τουρκία. Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι ότι οι δύο γείτονες θα συνεχίσουν να συνεργάζονται και να συνομιλούν – ελαχιστοποιώντας της προκλητικές ενέργειες”.