Είδος πολυτελείας τείνει να γίνει η πίτσα, ένα έδεσμα που έχει συνδυαστεί με συναντήσεις φίλων και οικογενειών. Οι Έλληνες αν και την αγαπούν ως μια εύκολη λύση φαγητού πλέον πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να την απολαύσουν.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat το 2023 ένας Ευρωπαίος ξόδεψε περισσότερα χρήματα για να αγοράσει πίτσα ή κις από έξω σε σύγκριση με ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα.
Ειδικότερα, αυξημένη κατά 5,9% ήταν η μέση τιμή για την αγορά πίτσας τον Δεκέμβριο σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2022. Πρόκειται βέβαια για πολύ μικρότερη αύξηση από το 15,9% που είχε καταγραφεί στη σύγκριση Δεκεμβρίου 2022 με τον Δεκέμβριο του 2021.
Στην Ελλάδα, παρατηρείται άνοδος της τιμής της πίτσας κατά 3,9% τον Δεκέμβριο του 2023 σε ετησιοποιημένη βάση.
Πρόκειται επίσης για σημαντική επιβράδυνση, καθώς για παράδειγμα στη σύγκριση του Δεκεμβρίου 2022 με τον Δεκέμβριο του 2021 είχε παρατηρηθεί αύξηση 15,2%.
Ο μεγαλύτερος ετήσιος πληθωρισμός πίτσας και κις σημειώθηκε στην Ουγγαρία (13,4%), το Λουξεμβούργο (11,3%) και τη Λετονία (10,6%).
Στον αντίποδα, η Ολλανδία κατέγραψε μείωση τιμών 0,9%, ενώ μικρές αυξήσεις σημειώθηκαν στη Δανία (0,6%) και το Βέλγιο (1%). Ο πληθωρισμός πίτσας και στην ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2022 ήταν σχεδόν τριπλάσιος (15,9%).
Σημειώνεται ότι οι τιμές βασικών προϊόντων οδηγούνται σε ράλι με αποτέλεσμα να προκύπτουν πολύ μεγάλες επιβαρύνσεις για τον οικογενειακό προϋπολογισμό και να πλήττονται χιλιάδες νοικοκυριά. Άλλωστε σε πρόσφατη έρευνα καταναλωτών που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) τον Νοέμβριο του 2023 προκύπτει ότι η μείωση ακόμη και αγορών τροφίμων και ειδών καθημερινής ανάγκης, η ακύρωση δαπανών για ταξίδια και ψυχαγωγία και η αναβολή κοστοβόρων εργασιών για το σπίτι ή το αυτοκίνητο είναι από τις αλλαγές που έχουν κάνει οι καταναλωτές στον τρόπο διαχείρισης του προϋπολογισμού τους προκειμένουν να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.
Καταρχάς είναι ξεκάθαρη μία τάση των καταναλωτών για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών και δευτερευόντως διαχείρισης χρημάτων. Όπως φαίνεται μεγαλύτερη είναι η πίεση στη μείωση των δαπανών για βασικές υπηρεσίες και λιγότερο για βασικά αγαθά.