Η εισαγγελέας επικαλούμενη λόγους υγείας είχε καθεστώς… μερικής απασχόλησης καθώς δεν πήγαινε στο δικαστήριο και εργαζόταν από το σπίτι – Την κατήγγειλε ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας λέγοντας ότι πρέπει να της γίνει περικοπή μισθού
Γυναίκα εισαγγελέας εργαζόταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς δεν πήγαινε στην Εισαγγελία και δεν ανέβαινε στην έδρα, αλλά μόνο επεξεργαζόταν δικογραφίες από το σπίτι της και αφού βγήκε σε εθελούσια έξοδο, αξίωσε από τον προϊστάμενο της Εισαγγελία (τον όποιο θεώρησε υπεύθυνο για την έξοδο της από τον εισαγγελικό κλάδο), αποζημίωση 1,1 εκατ. ευρώ, η οποία αντιστοιχούσε στους μισθούς τους οποίους θα ελάμβανε μέχρι την συνταξιοδότησή της μετά από 19 χρόνια και για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Φυσικά, τόσο το Πρωτοδικείο όσο και το Εφετείο απέρριψαν την αγωγή της και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την σε βάρος της εφετειακή απόφαση. Και οι τρεις δικαστικές δικαιοδοσίες, έκριναν ότι αρμόδια δεν είναι τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά το Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας στο οποίο δικάζονται αγωγές κατά δικαστών και εισαγγελέων.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η εισαγγελέας Πρωτοδικών στη Βόρεια Ελλάδα, επικαλούμενη λόγους υγείας επί σειρά ετών, δεν ανέβαινε στην έδρα και επεξεργαζόταν μόνο δικογραφίες στο σπίτι της.
Όπως αναφέρει η ίδια, «παρά το σοβαρότατο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, συνέχιζε να εργάζεται, επεξεργαζόμενη δικογραφίες στην οικία της, δεν μετείχε όμως σε ακροατήρια, διότι αυτό ήταν αντικειμενικά αδύνατο ενόψει της κατάστασής της».
Ωστόσο, «η διαφοροποίηση αυτή των καθηκόντων που της ανατίθεντο από τους εκάστοτε, ενήμερους για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, προϊσταμένους της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ήταν σε κάθε περίπτωση νόμιμη, ακριβώς επειδή εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη στην υπηρεσία, ενώ ενήμεροι για την εν λόγω διαφοροποίηση των καθηκόντων της ήταν τόσο ο Εισαγγελέας, όσο και ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου».
«Δεν προβλέπεται μερική απασχόληση δικαστικού λειτουργού»
Όπως εξιστορεί στην αγωγή της, όταν ανέλαβε καθήκοντα ο νέος προϊστάμενος του Πρωτοδικείου, δεν συνέχισε να ρυθμίζει την υπηρεσία στην Εισαγγελία όπως γινόταν μέχρι τότε, δηλαδή να μην ανεβαίνει στην έδρα και να εργάζεται μόνο στο σπίτι της, επικαλούμενος ότι «δεν προβλέπεται μερική απασχόληση δικαστικού λειτουργού». Και της υπέδειξε ως λύση στο πρόβλημά της, «την εθελούσια έξοδό της από το σώμα», σύμφωνα με τις διατάξεων του νόμου 3630/2008 που προβλέπει τη διαδικασία «αποχώρηση από την υπηρεσία δικαστικών λειτουργών».
Στην αγωγή της, υπογράμμιζε ακόμη, ότι ο νέος προϊστάμενος συνέταξε και απέστειλε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών και στη Διεύθυνση Δικαστικών Λειτουργών, έγγραφο στο οποίο ανέφερε ότι «αν και συνέχιζε να μισθοδοτείται, δεν εμφανιζόταν αδικαιολόγητα στην υπηρεσία της», κάτι που για εκείνην «ήταν ψευδές» και γνώριζε ο προϊστάμενος της ότι ο ισχυρισμός του αυτός «δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια». Παράλληλα, ζήτησε την περικοπή των αποδοχών της, λόγω της μερικής απασχόλησής της.
Η πρώην εισαγγελέας χαρακτήρισε συκοφάντη τον προϊστάμενό της, σημειώνοντας, ότι «πέραν της συκοφαντικής» για εκείνην ενέργειάς του, η οποία είχε «ως αποτέλεσμα να κινηθεί σε βάρος της εξέταση, με αφορμή την αδικαιολόγητη εκ μέρους του έκδοση των εγγράφων του περί περικοπής του μισθού της», ισχυρίσθηκε επιπρόσθετα «και πάλι ψευδώς ότι η ίδια δεν εμφανιζόταν αδικαιολόγητα στην υπηρεσία της και δεν συμμετείχε λειτουργικά στις εργασίες της».