Του Γιώργου Δημόπουλου
π. Προέδρου Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής
Η Ελλάδα, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που έχουν συντελεστεί την τελευταία δεκαετία, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει βαθιά ριζωμένα δομικά και πραγματικά προβλήματα. Ορισμένα από αυτά σχετίζονται με την αργή προσαρμογή των θεσμών, άλλα με την οικονομική και κοινωνική συγκρότηση της χώρας. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί—στην ψηφιοποίηση του κράτους, στη δημοσιονομική σταθερότητα και στη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας—είναι ουσιαστική, όμως δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει ένα σταθερό και βιώσιμο μέλλον.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα παραμένει η χαμηλή παραγωγικότητα. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ η καινοτομία και η τεχνολογία δεν έχουν ακόμη αποδώσει τα αναμενόμενα. Αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού—η χώρα διαθέτει υψηλού επιπέδου επιστήμονες και επαγγελματίες—αλλά στη συστηματική αδυναμία αξιοποίησής τους. Η φυγή νέων στο εξωτερικό αποτελεί ακόμη έναν δείκτη του προβλήματος.
Παράλληλα, το κράτος παραμένει βαρύ, πολυδαίδαλο και συχνά αναποτελεσματικό. Αν και έχουν γίνει μεγάλα βήματα στην ψηφιακή του μεταρρύθμιση, η γραφειοκρατία και η πολυνομία εξακολουθούν να εμποδίζουν τις επενδύσεις, την επιχειρηματικότητα και τη λειτουργική καθημερινότητα του πολίτη. Η αργή απονομή δικαιοσύνης και η έλλειψη σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος επιτείνουν την αβεβαιότητα.
Σημαντικό δομικό πρόβλημα αποτελεί επίσης το δημογραφικό. Ο πληθυσμός γηράσκει, οι γεννήσεις μειώνονται και η χώρα κινδυνεύει με συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού της. Αυτό έχει άμεσες συνέπειες στην αγορά εργασίας, στο ασφαλιστικό σύστημα και στη συνολική οικονομική δυναμική. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο οικονομικές παροχές, αλλά ένα συνολικό σχέδιο που θα κάνει τη χώρα φιλική για νέες οικογένειες και ελκυστική για την επιστροφή όσων έφυγαν.
Η παιδεία και η σύνδεσή της με την αγορά εργασίας παραμένουν επίσης προβληματικές. Παρά τις εξαιρετικές πανεπιστημιακές σχολές, η έλλειψη πρακτικής κατάρτισης, η αργή προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών και η απουσία συστηματικής έρευνας και καινοτομίας δημιουργούν αναντιστοιχίες δεξιοτήτων.
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει τα επόμενα χρόνια;
Πρώτον, απαιτείται ένα σταθερό πλαίσιο μακροχρόνιου σχεδιασμού, ανεξάρτητο από πολιτικές αλλαγές.
Δεύτερον, πρέπει να επιταχυνθεί η μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλής τεχνολογίας, με επενδύσεις στην έρευνα, στις νεοφυείς επιχειρήσεις και στη βιομηχανία.
Τρίτον, το κράτος πρέπει να γίνει πιο ευέλικτο: με λιγότερους αλλά πιο καθαρούς νόμους, ταχύτερη δικαιοσύνη και σταθερό φορολογικό σύστημα.
Τέλος, η αντιμετώπιση του δημογραφικού, η ενίσχυση της παιδείας και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ευκαιριών για τους νέους είναι ίσως οι κρισιμότερες προκλήσεις.
Η Ελλάδα έχει κάνει πολύ σημαντικά βήματα μπροστά, αλλά για να γίνει πραγματικά ανθεκτική και ανταγωνιστική, χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα αγγίζει τις ρίζες των προβλημάτων της και όχι μόνο τα συμπτώματά τους.