Το μήνυμα πως η ελληνική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή είναι πολιτική αρχών, Διεθνούς Δικαίου και εθνικού συμφέροντος εξέπεμψε εκ νέου ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης με συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής.
«Η Ελλάδα έχει ένα πολύ σημαντικό διεθνές κεφάλαιο. Έχει κερδηθεί με τη συνεπή, ειλικρινή, ακέραιη στάση την οποία έχουμε τηρήσει τα τελευταία χρόνια και γι’ αυτόν το λόγο μπορούμε να είμαστε αξιόπιστοι συνομιλητές όχι μόνο των περιφερειακών κρατών αλλά και όλων των κυβερνήσεων και των διεθνών οργανισμών. Αυτό θα συνεχίσουμε να πράττουμε. Η στάση μας και στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή είναι στάση αρχής. Εμείς είμαστε ενάντια σε οποιαδήποτε επιθετικότητα και σε οποιονδήποτε αναθεωρητισμό. Άρα, είμαι πάρα πολύ σαφής ότι θα παραμείνουμε υπέρμαχοι του Διεθνούς Δικαίου, των αξιών της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού» κατέστησε σαφές ο υπουργός Εξωτερικών. Μάλιστα, έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να εμπλακεί σε οποιαδήποτε πολεμική διένεξη, αλλά θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της έτσι ώστε να έχει μία δημιουργική και ενεργή διπλωματία για να μπορέσει να απομειώσει τις εντάσεις και να αποκατασταθεί η ειρήνη τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στην Ουκρανία.
Μιλώντας για την κρίση στη Μέση Ανατολή μετα την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου, ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε πως από την πρώτη στιγμή η Ελλάδα πήρε μια σαφέστατη θέση. «Θα πρέπει να καταδικαστεί παντάπασι, εξ ολοκλήρου, κάθε τρομοκρατική δράση, κάθε βίαιη ενέργεια, κάθε απάνθρωπη μεταχείριση. Είπαμε όμως, επίσης, ότι θα πρέπει να προστατευθούν οι άμαχοι και να δημιουργηθούν οι ανθρωπιστικοί εκείνοι διάδρομοι, έτσι ώστε να μπορεί η ανθρωπιστική βοήθεια να περάσει στη Γάζα και να μπορέσουν οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι οι κατεξοχήν ευάλωτοι του πολέμου, να έχουν τα αναγκαία» εξήγησε ο υπουργός Εξωτερικών.
Ερωτηθείς αναφορικά με τη θέση της Ελλάδας στο ψήφισμα του ΟΗΕ για τη Γάζα, ο κ. Γεραπετρίτης απάντησε πως η χώρα μας κινήθηκε στην ευρωπαϊκή γραμμή και είχε μια δημιουργική προσέγγιση κατά τη διάρκεια της συζήτησης για ένα κείμενο ωφέλιμο και δίκαιο, ενώ ανέφερε πως επρόκειτο για μια πρόταση ψηφίσματος που ήρθε από τον αραβικό κόσμο, από την Ιορδανία, και πως ο ίδιος βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία με τους ομολόγους της περιοχής.
«Προσπαθήσαμε να έχουμε ένα κείμενο, το οποίο θα ήταν αποδεκτό από όλες τις πλευρές. Και αυτό δεν το κάναμε επειδή επιθυμούμε να ισορροπήσουμε» ανέφερε και αποσαφήνισε: «Είπαμε λοιπόν το εξής: Ότι εμείς θα δεχθούμε βεβαίως ένα ψήφισμα, το οποίο όμως, θα πρέπει να έχει ως θεμελιώδη αφετηρία την καταδίκη κάθε τρομοκρατικής δράσης. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι είναι αδιανόητο να μην έχουμε μία καταδίκη, η οποία θα καταλαμβάνει κάθε δράση, η οποία στρέφεται κατά κράτους. Νομίζω όλοι συμφωνούμε σε αυτό και, επιπλέον, προσπαθήσαμε και με άλλες δημιουργικές παρεμβάσεις να έχουμε ένα κείμενο, το οποίο θα είναι και ωφέλιμο και θα είναι και δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, και δεδομένου του ότι εν τέλει δεν είχαμε αυτές τις προτάσεις, τις δικές μας, να περνούν στο τελικό κείμενο, επιλέξαμε τον δρόμο της αποχής».
Μάλιστα, ξεκαθάρισε πως η αποχή δεν εξομοιούται σε καμία περίπτωση με καταψήφιση, και τούτο διότι δεν λογίζεται στον συνολικό αριθμό των παρόντων για να εξαχθεί πλειοψηφία, καθώς και ότι ήταν και ο δρόμος που τήρησε και η πλειονότητα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ταυτόχρονα, διαβεβαίωσε πως η Ελλάδα ακόμη και σήμερα συνεχίζει την προσπάθεια με διαρκή επικοινωνία με τον αραβικό κόσμο και με το Ισραήλ, για «να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει προστασία των αμάχων και μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανθρωπιστική βοήθεια στους πληττόμενους, ιδίως στη Γάζα». Και «αυτή θα συνεχίσει να είναι η στάση της Ελλάδας» διαμήνυσε συμπληρώνοντας πως για τη χώρα μας «οι νεκροί δεν έχουν εθνικότητα».
Απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε για τη στάση της αποχής, ο κ. Γεραπετρίτης είπε ότι δεν έχει κανένα απολύτως έρεισμα σε πραγματικά δεδομένα.
«Όποιος έχει διαβάσει το κείμενο του ψηφίσματος αυτού μπορεί να κατανοήσει γιατί δεν καταψηφίσαμε, όπως, θέλω να πω, ότι το έπραξαν χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και γιατί δεν υπερψηφίσαμε, όπως το έκαναν άλλες χώρες. Κινηθήκαμε στην ευρωπαϊκή γραμμή. Η γραμμή αυτή της πλειονότητας των ευρωπαϊκών χωρών ήταν αποχή, έτσι ώστε να διευκολυνθεί στο τέλος της ημέρας η υπερψήφιση, αλλά, από την άλλη πλευρά, να είμαστε πάρα πολύ σαφείς ότι εάν δεν υπάρξει καταδίκη της τρομοκρατίας σε κάθε μορφή, δεν είναι δυνατόν η χώρα μας να υπερψηφίσει ένα τέτοιο κείμενο» σημείωσε επιπροσθέτως.
Ειδική αναφορά έκανε στην πρωτοβουλία της Ελλάδας, της Κύπρου και της Γαλλίας για τη δημιουργία ανθρωπιστικού διαδρόμου αλληλεγγύης προς τη Γάζα: «Συντονιζόμαστε με διεθνείς οργανισμούς, ιδίως τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, και με το ίδιο το Ισραήλ.
Όταν βρεθήκαμε στο Ισραήλ με τον πρωθυπουργό προ ολίγων ημερών, στο πλαίσιο ακριβώς της συζήτησης που κάναμε και με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, ετέθη το θέμα του ανθρωπιστικού διαδρόμου απευθείας διά θαλάσσης προς τη Γάζα. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι το εγχείρημα αυτό έχει ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες, επειδή στην ευρύτερη Λωρίδα της Γάζας δεν υπάρχει ασφαλής λιμένας έτσι ώστε να μπορέσει να καταπλεύσει ένα πλοίο. Άρα, χρειάζονται ειδικές συνθήκες και, βέβαια, να βεβαιωθεί ότι θα υπάρχουν εγγυήσεις ασφαλείας για να μπορεί να καταπλεύσει ένα πλοίο εκεί. Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε συζητήσεις έτσι ώστε να διασφαλίσουμε όσο το δυνατόν πιο άμεση, ωφέλιμη και αποτελεσματική ανθρωπιστική βοήθεια προς τους πληττόμενους αμάχους στη Γάζα».
Επιπλέον, όπως γνωστοποίησε, η Ελλάδα θα στείλει ανθρωπιστική βοήθεια και μέσω της Αιγύπτου.
Το Διεθνές Δίκαιο ο οδηγός μας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν μπορούν να συζητηθούν θέματα εθνικής κυριαρχίας
Στη συνέχεια η συνέντευξη περιστράφηκε γύρω από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις πρόσφατες συναντήσεις στην Αθήνα για τον Πολιτικό Διάλογο και τη Θετική Ατζέντα, με τον υπουργό Εξωτερικών να επισημαίνει ότι οι συζητήσεις έγιναν σε εξαιρετικά παραγωγικό κλίμα και ότι βήμα-βήμα οι δύο χώρες πορεύονται σε ένα καλό κλίμα.
Αποτυπώνοντας με σαφήνεια τη θέση της Ελλάδας, τόνισε πως η χώρα μας ακολουθεί μια στάση υπέρ του Διεθνούς Δικαίου και διαμήνυσε για άλλη μια φορά πως «Θέλουμε γνήσια να έχουμε καλές σχέσεις με όλες τις χώρες, ιδίως τις γειτονικές, περιλαμβανομένης και της Τουρκίας. Θα πρέπει όμως, να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα που είναι πολύ σημαντικά. Το Διεθνές Δίκαιο θα είναι πάντοτε ο οδηγός μας και επιπλέον, δεν θα μπορούν να συζητηθούν ζητήματα, τα οποία άπτονται της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας».
Υπό αυτό το πρίσμα, ανέδειξε την ανάγκη ύπαρξης αφενός, κοινής κατανόησης, έτσι ώστε «κάθε φορά που προκύπτει μια ένταση ή διαφορά αυτό να μην οδηγεί σε κρίση», και αφετέρου,παραγωγικής συζήτησης.
«Δεν θεωρούμε ότι η αδράνεια είναι ο δρόμος για να μπορούν να επιλυθούν οι διαφορές. Βεβαίως, υπάρχουν πεδία συζήτησης τα οποία θα οδηγήσουν σε συμφωνίες αμοιβαία επωφελείς. Η πολιτική προστασία, η μεταναστευτική πολιτική, ο τουρισμός είναι θέματα, τα οποία αυτονοήτως μπορεί να είναι σε μία ατζέντα που θα οδηγήσει σε θετικές συμφωνίες για τις δύο χώρες» είπε και παρατήρησε πως πρέπει «να δούμε τα θέματα τα οποία χρονίζουν. Νομίζω ότι έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, έτσι ώστε να μπορούμε να συζητούμε χωρίς εντάσεις, για το καλό των δύο χωρών και κυρίως για το καλό των επόμενων γενεών που έχουν δικαίωμα να ζήσουν σε μία ήρεμη και ευημερούσα περιοχή».
Επόμενος σταθμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας. «Η συζήτηση που θα γίνει τον Δεκέμβριο μεταξύ των δύο αντιπροσωπειών θα κινηθεί πρωτίστως, γύρω από την έγκριση όλων όσων έχουν συζητηθεί μέχρι στιγμής, δηλαδή στην υπογραφή μια σειράς συμφωνιών, οι οποίες θα συναφθούν μεταξύ των δύο αντιπροσωπειών έως την 7η Δεκεμβρίου και θα καθορίσει και τα επόμενα βήματα.
Οι ηγέτες των δύο χωρών θα κληθούν να υιοθετήσουν, να εγκρίνουν μια σειρά από συμφωνίες θετικές, αμοιβαία επωφελείς, να καθορίσουν τα επόμενα βήματα και να επιβεβαιώσουν ένα κλίμα καταλλαγής» ανέφερε. Παρατηρώντας ότι από τον Φεβρουάριο έως και σήμερα υπάρχει μια μακρά περίοδος ησυχίας και καταλλαγής στη γειτονιά μας, σημείωσε:
«Είναι μια περίοδος η οποία δεν είναι καθόλου αυτονόητη και μας επιτρέπει να έχουμε μια συγκρατημένη αλλά βιώσιμη αισιοδοξία, ότι μπορούμε να χτίσουμε πάνω σε αυτήν την ηρεμία. Και η αίσθηση, την οποία έχω είναι ότι υπάρχει περιθώριο να μπορούμε πλέον να συζητούμε με την Τουρκία, χωρίς να συμφωνούμε σε όλα. Γνωρίζουμε ότι έχουμε θεμελιώδεις διαφορές σε κρίσιμα ζητήματα, εντούτοις, είναι σημαντικό να μπορούμε να βρίσκουμε έναν κοινό τόπο για να μπορούμε να πορευόμαστε».
Σχολιάζοντας τη θέση της Τουρκίας για τη Μέση Ανατολή, επισήμανε πως η Άγκυρα έχει αυτή τη στιγμή επιλέξει να αναπτύξει μια διπλωματία η οποία βρίσκεται κοντά στη Χαμάς.
«Είναι κάτι που δεν είναι αποδεκτό στο δικό μας πλαίσιο. Είναι αυτονόητο ότι οποιαδήποτε τρομοκρατική επίθεση, ιδίως κατά αμάχων και ευάλωτων, οφείλει να είναι καταδικαστέα από όλους» προσέθεσε, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι ανεξάρτητα από αυτό η Ελλάδα θα συνεχίσει την πορεία διαλόγου και συνεργασίας με την Τουρκία και εξέφρασε την ελπίδα να συνεχισθεί το καλό κλίμα για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Παράλληλα, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον ρόλο της Κύπρου ενόψει μάλιστα του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.
«Η Κύπρος έχει διαχρονικά πρωταρχική σημασία στην άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής. Αποτελεί ένα τεράστιο εθνικό κεφάλαιο και μια εθνική υποχρέωση απέναντι στην Ιστορία. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να παραβλέψουμε την κυπριακή διάσταση» ανέφερε και επισήμανε ότι σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της συνεργασίας με την Τουρκία, είναι κοινή κατανόηση και της κυπριακής κυβέρνησης ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μόνο θετικά θα μπορούσε να αποβεί και για την εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος. Ιδιαιτέρως για το ζήτημα του Ανώτατου Συμβουλίου Ελλάδας – Κύπρου, που θα διεξαχθεί σε λίγες ημέρες στην Αθήνα, είπε πως θα συζητηθούν μία σειρά από θέματα, κυρίως διμερούς χαρακτήρα.
«Θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για να αναπτύξουμε περαιτέρω την εθνική μας γραμμή στα κρίσιμα θέματα που μας απασχολούν» προσέθεσε και έκανε γνωστό ότι θα υπάρχει υπογραφή και ορισμένων συμφωνιών για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Αναφερθείς στο Κυπριακό, κατέστησε ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα εμμένει με επιχειρήματα και πειθώ, ότι το ζήτημα αυτό θα πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, καθώς και ότι πρέπει να συνεχιστεί ο διάλογος και σε αυτόν να προσέλθει η τουρκοκυπριακή πλευρά. Μάλιστα, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να θέτει τόσο σε διεθνείς οργανισμούς αλλά και σε κάθε άλλη περίσταση το Κυπριακό και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα έχουμε μια πολύ πιο παραγωγική συζήτηση το αμέσως επόμενο διάστημα.
Τέλος, ο υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε ως προς το ζήτημα Μπελέρη, ότι είναι αυτονόητο ότι για όσο χρόνο παραμένει η εκκρεμότητα αυτή, κλυδωνίζονται οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας και πως το θέμα αυτό είναι ένα ζήτημα θεμελιωδών αρχών του κράτους Δικαίου, το οποίο προασπίζει τα πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών και ιδίως των μειονοτήτων μέσα σε κάθε χώρα. Σημείωσε δε, ότι θα φροντίσει έτσι ώστε αυτό να ανάγεται σε όλα τα διεθνή φόρα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως το έχει πράξει και μέχρι σήμερα.