Δεύτερον, μια ευρύτερη πολιτιστική εταιρική σχέση: ένα διμερές ίδρυμα, ίσως χρηματοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τους πολλούς πλούσιους ιδιώτες που ενδιαφέρονται για το ζήτημα αυτό, για να ανεβάσει την ακαδημαϊκή και επιστημονική συνεργασία σε ένα νέο επίπεδο- και μια συμφωνία για τη χαλάρωση ή την εξάλειψη των περιορισμών (τα εμπόδια είναι πολύ ισχυρότερα στην ελληνική πλευρά από ό,τι στη δική μας) στη διδασκαλία της γλώσσας, στο πολιτιστικό έργο και στην καλλιτεχνική απόδοση από τους πολίτες του άλλου κράτους.
Τρίτον, μια κοινή εκστρατεία για την επιστροφή στην Ελλάδα όσων τμημάτων των μαρμάρων βρίσκονται σε άλλα μουσεία παγκοσμίως – γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν και το Βρετανικό Μουσείο έχει τα περισσότερα, δεν τα έχει όλα. Μια τέτοια σύμπραξη θα πρέπει να βάλει τέλος στην αντιπαράθεση γύρω από τα καλά και τα στραβά της αρχικής απόκτησης και της μετέπειτα μεταχείρισης των μαρμάρων από τις δύο χώρες. Θα έπρεπε επίσης να είναι σαφές ότι δεν θα αποτελεί προηγούμενο για αιτήματα “επιστροφής” για οτιδήποτε άλλο».
Φροστ: Τι είναι για την Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Ο λόρδος Φροστ στέκεται και στη σημασία που έχουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα για την Ελλάδα, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Για εμάς, τα μάρμαρα είναι απλώς ένα, αν και πολύ σημαντικό, έκθεμα στα εθνικά μας μουσεία. Για την Ελλάδα, είναι μέρος της εθνικής της ταυτότητας και εθνική πολιτιστική υπόθεση. Δεν εννοώ ότι κάθε Έλληνας πολίτης ξυπνάει κάθε πρωί και αναρωτιέται: “Πότε θα επιστρέψουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα;”, αλλά ότι ένα πολύ σημαντικό μέρος της σύγχρονης ελληνικής εθνικής ταυτότητας, το σύγχρονο ελληνικό κράτος, βασίζεται στη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα και την κληρονομιά της».
Ο λόρδος Φροστ προσθέτει: «Η Ακρόπολη και τα κτήριά της είναι το πιο ορατό και συμβολικό μέρος αυτού του γεγονότος, οπότε καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο σημαντικό για την Ελλάδα να φέρει αυτό το μέρος της διάσπαρτης κληρονομιάς της στο σπίτι της σήμερα. Καταλαβαίνω λοιπόν γιατί ο Όσμπορν (σ.σ. πρόεδρος βρετανικού Μουσείου) προσπαθεί να βρει μια νέα διέξοδο. Αλλά, δεδομένου του πόσο πολιτικό είναι το θέμα, δεν νομίζω ότι είναι σωστό να αφήσουμε το θέμα εξ ολοκλήρου σε αυτόν και το μουσείο, και ακόμη λιγότερο ότι οι συζητήσεις τους δεν θα πρέπει να είναι “μυστικές”».