Μετά την εκδήλωση της κρίσης της COVID-19 και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαλάρωσε τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, για να δώσει στις χώρες της ΕΕ τη δυνατότητα να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να επιβιώσουν.
Σύμφωνα, όμως, με τη νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), αυτό περιόρισε την ικανότητά της να ελέγχει αποτελεσματικά τη στήριξη αυτού του είδους.
Παρότι ο όγκος των κρατικών ενισχύσεων αυξήθηκε σημαντικά από το 2020, η Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη-μέλη ή με τον αντίκτυπό τους στον ανταγωνισμό.
Επιπλέον, τα κράτη-μέλη έχουν διαφορετικούς κανόνες για τη χορήγηση ενισχύσεων στις επιχειρήσεις τους.
Αυτό μπορεί να υπονομεύσει την ενιαία αγορά της ΕΕ, καθώς οι οικονομικές δυνατότητες των χωρών διαφέρουν.
Στην ΕΕ, οι κρατικές ενισχύσεις προς επιχειρήσεις κατ’ αρχήν απαγορεύονται, διότι μπορούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.
Ωστόσο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η κρατική παρέμβαση μπορεί να είναι επιθυμητή ή και αναγκαία.
Τα τελευταία χρόνια, η Επιτροπή θέσπισε τρία προσωρινά πλαίσια κρατικών ενισχύσεων για να δώσει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να στηρίξουν επιχειρήσεις που επλήγησαν από τις κρίσεις: το πρώτο με την εκδήλωση της πανδημίας COVID-19 το 2020, το δεύτερο ως απάντηση στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και, το πλέον πρόσφατο, για τη στήριξη της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας το 2023.
«Ακόμη και σε περιόδους κρίσης, η ΕΕ οφείλει να τηρεί υπό έλεγχο τις κρατικές ενισχύσεις προκειμένου να προστατεύει την εσωτερική αγορά μας και να διασφαλίζει ελεύθερο και θεμιτό ανταγωνισμό», δήλωσε ο κ.George Hyzler, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο. «Οι πολίτες πρέπει να αισθάνονται σίγουροι ότι κρατικές ενισχύσεις χορηγούνται μόνο όταν είναι πράγματι αναγκαίο και ότι οι βραχυπρόθεσμες λύσεις δεν αποβαίνουν τελικά σε βάρος της εσωτερικής αγοράς μας.»
Με τη θέσπιση των δύο πρώτων πλαισίων κρίσης, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε γρήγορα στην ανάγκη των κρατών-μελών να χορηγήσουν κρατικές ενισχύσεις για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές στρεβλώσεις που προκλήθηκαν από την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ως αποτέλεσμα, οι δαπάνες για κρατικές ενισχύσεις στην ΕΕ σχεδόν τριπλασιάστηκαν: από το προ κρίσης επίπεδο των 120 δισ. ευρώ ετησίως ανήλθαν σε περισσότερα από 320 δισ. ευρώ τόσο το 2020 όσο και το 2021, και σε σχεδόν 230 δισ. ευρώ το 2022.
Ωστόσο, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας δεν ήταν πάντοτε σαφώς καθορισμένες, ούτε επαρκώς στοχευμένες στις επιχειρήσεις που επλήγησαν περισσότερο.
Η Επιτροπή απλούστευσε τις διαδικασίες της για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων που κοινοποιούν τα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα την ταχύτερη αξιολόγησή τους.
Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις ελήφθησαν αποφάσεις χωρίς να υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τους μηχανισμούς χρηματοδότησης που δημιουργήθηκαν τελικά.
Στη διάρκεια των κρίσεων, η Επιτροπή περιόρισε επίσης την παρακολούθηση των κρατικών ενισχύσεων.
Επιπλέον, δεν έχει μέχρι στιγμής συστηματοποιήσει την προσέγγιση εντοπισμού περιπτώσεων μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων.
Οι κρατικές ενισχύσεις χρησιμοποιούνται ολοένα και συχνότερα προκειμένου να στηριχθεί η επίτευξη στόχων της βιομηχανικής πολιτικής. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η ενίσχυση της στρατηγικής ανεξαρτησίας της ΕΕ και η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών. Ωστόσο, το ισχύον πλέγμα κανόνων της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις είναι σύνθετο, ενώ οι κανόνες δεν είναι πάντοτε συνεπείς ή ενδεχομένως δεν υποστηρίζονται επαρκώς από οικονομική ανάλυση.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να υπονομεύσει την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, καθώς οι πλουσιότερες χώρες μπορούν απλώς να δαπανούν μεγαλύτερα ποσά, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό.
Τέλος, το ΕΕΣ επισημαίνει ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει επαρκής διαφάνεια σχετικά με τους αποδέκτες των κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα, τα κράτη-μέλη δεν παρέχουν πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τις ενισχύσεις που πράγματι χορηγούν, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η παρακολούθησή τους από την Επιτροπή.
Τα ευρωπαϊκά όργανα οφείλουν να δώσουν όλα τα στοιχεία και οι ευρωβουλευτές να απαιτήσουν έλεγχο και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα.