«Καταρχάς, είναι ευχάριστο ότι, έστω και με μια καθυστέρηση, σημαντικό κομμάτι όσων συμμετέχουμε στον δημόσιο διάλογο, καταλαβαίνουν ότι αυτή η τοξική αντιπαράθεση δεν οδηγεί πουθενά», ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σε συνέντευξή του στο Talk Radio. «Η αντιπολίτευση κατηγόρησε χωρίς στοιχεία -και, μάλιστα, κατέρρευσαν αυτές οι κατηγορίες πανηγυρικά– τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον κ. Τασούλα, ότι απέκρυψε συμπληρωματικά στοιχεία και τα ίδια τα βίντεο της Βουλής διέψευσαν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τον κ. Ανδρουλάκη. Άρα, δυστυχώς βρεθήκαμε για άλλη μια φορά σε ένα σημείο να προσπαθούμε να κρατηθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Αυτή την φορά, όμως, το πιο τραγικό ήταν ότι όλο αυτό συνέβη επάνω σε ένα τραγικό δυστύχημα και πάνω στην αγωνία των συγγενών των θυμάτων», τόνισε.
Σχετικά με την κριτική της αντιπολίτευσης για την υποψηφιότητα Καραμανλή μετά το δυστύχημα και για τον νόμο περί ευθύνης υπουργών επισήμανε αρχικά ότι «αρμόδια για να δώσει απαντήσεις σε κάθε δικαστική υπόθεση, πολλώ δε μάλλον, σε μια τόσο σοβαρή δικαστική υπόθεση, για τη διερεύνηση ενός τραγικού δυστυχήματος είναι η Δικαιοσύνη». Προσέθεσε ως νομικώς ότι η κυβέρνηση ήταν αυτή που άλλαξε την αποσβεστική προθεσμία για να μπορούμε να συζητάμε ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του όποιου πολιτικού στελέχους, του όποιου υπουργού και υφυπουργού, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Καραμανλή. «Άρα, δεν υπάρχει ζήτημα παραγραφής. Συνεπώς, η βουλευτική ιδιότητα του όποιου πρώην υπουργού είναι εντελώς αδιάφορη για την εξέταση ποινικών ευθυνών του στην υπόθεση. Ένα το κρατούμενο» σημείωσε και συνέχισε: «Δεύτερον, για να δείτε ότι ξεκαθαρίζονται όλα με τη σειρά, η κατηγορία κατά της κυβέρνησης είναι πολύ συγκεκριμένη από την αντιπολίτευση και συμπυκνώνεται στην λέξη ”συγκάλυψη”. Δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο να έχει ερωτηθεί η κυβέρνηση ή η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή, είτε δηλαδή για απόδοση ευθυνών, είτε για αλλαγή κάποιας νομοθεσίας που να εξυπηρετεί τη Δικαιοσύνη, από τη Δικαιοσύνη και εμείς να έχουμε απαντήσει αρνητικά. Μας κατηγορούν για κάτι, χωρίς να το εξειδικεύουν: ποιον να συγκαλύψουμε, τι να συγκαλύψουμε και χωρίς να έχουμε κάνει κάτι, το οποίο να υπονοεί έστω άρνηση στη διερεύνηση της υπόθεσης. Σημασία έχει, λοιπόν, να βάλουμε τα δεδομένα κάτω.
Αναφορικά με τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για τον Χρήστο Τριαντόπουλο υπογράμμισε: «Ο κ. Τριαντόπουλος για όλα αυτά έχει απαντήσει από την πρώτη στιγμή. Καταρχάς, αν διαβάσετε την πρόταση για την προανακριτική του ΠΑΣΟΚ, θα δείτε ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ που κατηγορεί (γιατί είναι το κόμμα το οποίο έρχεται και κατηγορεί και ζητάει μια προανακριτική, σωστά;), στην ίδια την πρόταση δεν υπάρχει ούτε μια μαρτυρία, ούτε ένα στοιχείο που να εμπλέκει τον ίδιο τον κ. Τριαντόπουλο με την υποτιθέμενη συγκάλυψη, γιατί η κατηγορία ποια είναι; Η κατηγορία είναι: Το μπάζωμα με δόλο. Εμείς δεν αρνούμαστε να διερευνήσει η Δικαιοσύνη, αλίμονο αν το κάναμε, τυχόν παραλείψεις, λάθος κινήσεις, λάθος ενέργειες που μπορεί να έγιναν στο πεδίο. Βέβαια, και για το πεδίο έχουν δοθεί απαντήσεις από την πρώτη στιγμή. Αν έψαχναν οι κύριοι της αντιπολίτευσης τα ΦΕΚ διορισμού των υφυπουργών και του κ. Τριαντόπουλου, θα έβλεπαν ότι ο κ. Τριαντόπουλος ήταν αρμόδιος για την κρατική αρωγή. Τι σημαίνει αυτό; Για τη συνδρομή των θυμάτων και οτιδήποτε άλλου, στη συνέχεια, όπως συμβαίνει σε όλες τις φυσικές καταστροφές, σε όλα τα άσχημα γεγονότα, σε όλα τα αυτά τα συμβάντα». Τόνισε πως «εμείς, λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, παρά την απουσία στοιχείων, μαρτυριών, συγκεκριμένων δεδομένων, παρά την πολιτικοποίηση μιας πολύ σοβαρής διαδικασίας από την αντιπολίτευση, ερχόμαστε και λέμε: ”Όλα στο φως”» και συνέχισε: «Ας μας πουν εκείνοι που τον κατηγορούν σε ποια εντολή συγκεκριμένα αναφέρονται, ποια ενέργεια είναι αυτή για την οποία τον κατηγορούν, ποια ενέργεια ήταν αυτή που έκανε και ήταν παράνομη, να έρθει να απαντήσει. Το να έρθει να απαντάει σε αόριστες κατηγορίες όταν έχεις από την πρώτη στιγμή δώσει αυτός ο ίδιος άνθρωπος εξηγήσεις ποιος ήταν ο ρόλος του. Μιλάμε για μια άτυπη σύσκεψη. Έχετε ακούσει εσείς ”συγκάλυψη” σε άτυπη σύσκεψη με ψυχική συνδρομή;».
Όσον αφορά ΔΤ για την αποκατάσταση του πεδίου τόνισε ότι «δολίως η αντιπολίτευση μπλέκει δύο διαφορετικές συζητήσεις. Είναι μια συζήτηση αν έγιναν σωστά όλα στο πεδίο, που δικαίως οι συγγενείς έρχονται και ζητάνε δια των συνηγόρων τους… Είναι μια συζήτηση αυτή, έγιναν σωστές ενέργειες; Έγιναν σύννομα; Έγιναν στην ώρα τους; Έχουν δοθεί κάποιες απαντήσεις, μένει να αξιολογηθούν αυτές οι απαντήσεις από την Δικαιοσύνη». Είπε ότι «υπάρχει μια άλλη συζήτηση, το αν έγινε μπάζωμα με δόλο, δηλαδή εάν ήρθε ο οποιοσδήποτε Τριαντόπουλος, δεν ξέρω ποιον άλλον εννοούν, να κάνει αυτό το περιβόητο μπάζωμα για να κρύψει στοιχεία» και προσέθεσε: «Αυτό είναι μία σπέκουλα της αντιπολίτευσης, που είναι άλλο πράγμα από το πρώτο, βέβαια εμείς σε αυτό απαντάμε…». Είπε επίσης ότι «αν υπάρχουν αστοχίες και αν έγιναν ενέργειες κακώς ή έγιναν καλώς, όλα αυτά θα τα απαντήσει η Δικαιοσύνη. Δεν είναι δική μας δουλειά, ούτε των πολιτικών, ούτε αυτών που συμμετέχουν στα πάνελ να κάνουν ανακρίσεις ή δικαστήρια ερήμην των Δικαστών».
Όσον αφορά την εκτίμηση για επιφυλάξεις που εξέφρασε ο κ. Ανδρουλάκης για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στην υπόθεση, ο κ. Μαρινάκης είπε πως δεν το περίμενε αυτό από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. «Δεν περίμενα λοιπόν, από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και αρχηγού πλέον της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να μπει και αυτός στον μακρύ κατάλογο των πολιτικών που αμφισβητούν την Δικαιοσύνη και τους θεσμούς και κάνουν κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και θα το βρούμε μπροστά μας. Οφείλουμε να βάλουμε αναχώματα σε αυτή τη λογική. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τη διερεύνηση μιας τόσο σοβαρής υπόθεσης, ενός τόσο τραγικού δυστυχήματος, είναι οι δικαστές να τεθούν σε αμφισβήτηση. Και μάλιστα από κόμματα τα οποία έχουν μια ιστορία σεβασμού στους θεσμούς, όπως είναι και η Νέα Δημοκρατία, όπως είναι και το ΠΑΣΟΚ. Θεωρώ ότι είναι μια πολύ επικίνδυνη διαδικασία», είπε χαρακτηριστικά και τόνισε:
«Κάναμε αυτό το οποίο πρέπει να κάνει κάθε κυβέρνηση, μιας στοιχειωδώς σοβαρής Δημοκρατίας και θεωρώ ότι έχουμε μία σταθερή Δημοκρατία, η οποία έκλεισε πέρσι 50 χρόνια ζωής και πρέπει να την θωρακίσουμε, να δώσουμε όλα τα εργαλεία στη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της- και αυτό κάναμε».
Αλλάζοντας εντελώς θέμα και κληθείς να σχολιάσει τα σχετικά με το πανεπιστήμιο της Σορβόννης, παρέπεμψε και στο σχετικό σάιτ της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Γαλλικής Δημοκρατίας. «Είναι ένα από τα 13 διάδοχα πανεπιστήμια του παλιού πανεπιστημίου της Σορβόννης, είναι κάτι το οποίο δεν αμφισβητείται. Έχει, νομίζω, 16.000 φοιτητές, 5 πανεπιστημιακές κλινικές. Τα είπα χθες αναλυτικά, αλλά, εγώ θα πω ποια θεωρώ ότι είναι η ουσία. Ένα είναι το ερώτημα και στο οποίο όταν ψηφίστηκε είπε ”όχι” το ΠΑΣΟΚ και φαίνεται ότι επιμένει. Πρέπει ή δεν πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα σε ένα νέο παιδί στη χώρα μας, αν το επιθυμεί, να μπορεί να σπουδάσει στη χώρα του, στην Ελλάδα, δηλαδή, και σε ένα μη κρατικό πανεπιστήμιο; Εγώ θα πω ότι ακόμα και ένα πανεπιστήμιο να έρθει, που φαίνεται ότι θα έρθουν περισσότερα, ακόμα και ένας φοιτητής να έχει αυτή την ευκαιρία, είναι μια μεγάλη νίκη του αυτονόητου. Και κάτι ακόμα. Στον νόμο που ψηφίστηκε μπήκαν κάποια κριτήρια, για να μπορεί το Α ή το Β πανεπιστήμιο -παράρτημα ξένου πανεπιστημίου, για να είμαι ακριβής- να λειτουργήσει στη χώρα. Τα κριτήρια αυτά είναι πιο αυστηρά από τα κριτήρια λειτουργίας των δημόσιων πανεπιστημίων και τα κριτήρια αυτά είναι τα πιο αυστηρά κριτήρια στην Ευρώπη. Άρα, εδώ το ερώτημα είναι αυτό και ας μην το αντιμετωπίζουμε ούτε μικρόψυχα, ούτε μίζερα».
Γενικότερα για την έλευση ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα ο κ. Μαρινάκης ανέφερε: «Έχει σημασία να πούμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι η μεγαλύτερη ”έκρηξη” στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα γίνει με την έλευση πάρα πολλών -τον αριθμό θα τον μάθουμε στο τέλος- μεγάλων πανεπιστημίων του εξωτερικού, όπως το Yale, που θα έρθουν να συμπράξουν με τα δημόσια πανεπιστήμια. Και τη ναυαρχίδα για εμάς που, βεβαίως, είναι τα δημόσια πανεπιστήμια. Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο και έχει να κάνει και με τη διαδικασία, για να καταλαβαίνουν και οι ακροατές. Για να έρθει και να λειτουργήσει ένα παράρτημα ξένου πανεπιστημίου στην Ελλάδα -γιατί το να κάνει αίτηση είναι ένα πράγμα, το να λειτουργήσει είναι άλλο πράγμα- για να γίνει δεκτή αυτή η αίτηση περνάει από μια διαδικασία από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, την ΕΘΑΑΕ, με κριτήρια τα οποία είναι πιο αυστηρά από τα δημόσια πανεπιστήμια, -κτιριακά, ελάχιστο αριθμό καθηγητών, χρηματοδότησης, υποδομών, προγραμμάτων σπουδών. Πάρα πολλά κριτήρια, τα οποία έχουν να κάνουν με μια σειρά δεδομένα, που αν τα τηρεί κάποιος, σημαίνει ότι είναι τεράστια είδηση το κάθε ένα πανεπιστήμιο το οποίο θα έρθει. Αλλά θα πω κάτι, για να καταλάβετε τι συζητάμε. Αυτά τα κριτήρια δεν μπορεί ένα πανεπιστήμιο το οποίο δεν τα πληροί να έρθει στην Ελλάδα. Δεν μπορεί».