Η Ουάσινγκτον είναι πολύ επιθετική τόσο ως προς τη φορολογική όσο και ως προς τη δημοσιονομική της πολιτική. Ο Τζο Μπάιντεν θέλει να λύσει προβλήματα που συσσωρεύονται εδώ και δεκαετίες: ανισότητες, υγεία, εκπαίδευση, δημόσιες επενδύσεις, περιβάλλον. Θέλει επίσης να αναμορφώσει τους διεθνείς κανόνες. Δεν θέλει μόνο να δώσει μια ώθηση όπως ο Ομπάμα, αλλά κάτι περισσότερο. Δεν θέλει μόνο να επιστρέψει στην εποχή προ του Τραμπ, θέλει να αξιοποιήσει τη νίκη του και την κρίση της Covid-19 για να προωθήσει την πολυμέρεια σε όλα τα επίπεδα. Και γνωρίζει ότι δεν έχει πολύ χρόνο.
Η πολιτική του Μπάιντεν είναι ένα “whatever it takes” κατά του λαϊκισμού: μια εκτόξευση των προσδοκιών ώστε ο κόσμος να καταλάβει ότι άλλαξαν τα πράγματα. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη συντηρητική επανάσταση της δεκαετίας του ΄80, ένα ταρακούνημα του συστήματος με τη χρησιμοποίηση της μέγιστης δυνατής δύναμης πυρός. Ο Μπάιντεν ξέρει ότι μπορεί να χάσει την πλειοψηφία σε δύο χρόνια κι έτσι θέλει γρήγορα αποτελέσματα που να βελτιώσουν τη ζωή του μέσου Αμερικανού.
Είναι αλήθεια ότι ο νέος πρόεδρος πηγαίνει ίσως πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα έπρεπε. Έχει υπολογίσει όμως τους κινδύνους: έχει δύο χρόνια για να κόψει τα φτερά του λαϊκισμού. Ο Λάρι Σάμερς και άλλοι οικονομολόγοι μιλούν για τον κίνδυνο υπερθέρμανσης της οικονομίας και έχουν δίκιο. Η κεντρική τράπεζα όμως μπορεί να διαχειριστεί στην κατάσταση. Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα να είναι τι χρήμα δαπανάται και με ποιον τρόπο.
Η Ευρώπη συνήθως κινείται αργά, αυτή τη φορά όμως φάνηκε πιο γρήγορη. Το κακό είναι πως όταν εξαφανίζεται η αίσθηση του επείγοντος αρχίζουν οι καθυστερήσεις, το είδαμε με τα εμβόλια και με το Ταμείο Ανάκαμψης. Η ΕΚΤ έδρασε αστραπιαία και οι Βρυξέλλες ανέστειλαν το Σύμφωνο Σταθερότητας και έβαλαν μπροστά το Ταμείο. Τα προβλήματα ήρθαν μετά. Ο κόσμος δεν θα δεχθεί όμως συσσώρευση των καθυστερήσεων.
Οι ΗΠΑ θα φτάσουν το 2021 και το 2022 σε ένα έλλειμμα ύψους 15% του ΑΕΠ και σε ένα χρέος ύψους 130% του ΑΕΠ. Αν δαπανήσει σωστά αυτά τα χρήματα, δεν θα έχει προβλήματα. Ο Μπάιντεν έχει πάρει τον αντίθετο δρόμο από τη λιτότητα. Η Ευρώπη δεν έδρασε όπως το 2010, οι υπουργοί Οικονομικών όμως ανησυχούν για τους κινδύνους που υπάρχουν στη χρησιμοποίηση αυτού του χρήματος. Αλλά πρέπει να γνωρίζουν ότι το να κάνεις λίγα έχει μεγαλύτερους κινδύνους από το να κάνεις πολλά. Αν η Ευρώπη δεν μπορέσει να παρουσιάσει ένα σχέδιο ανάλογο με εκείνο των ΗΠΑ, θα χαθεί το σοκ των προσδοκιών που πέτυχε ο Μπάιντεν.
Με τα εμβόλια χάσαμε ένα τρίμηνο. Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση, τόσο μεγαλύτερη ζημιά θα προκαλέσει. Μπορούμε και στην Ευρώπη να είμαστε τολμηροί και φιλόδοξοι. Όπως φάνηκε και με το “ whatever it takes” του Ντράγκι, όταν έχεις καθαρό στόχο δεν χρειάζεται να ξοδέψεις πολλά χρήματα.
(*) Ο Πίτερ Πρατ είναι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ