Ανάπτυξη στο 2,2% για το 2023, στο 3% για το 2024 και στο 2,7% για το 2025 προβλέπει η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,3%, δηλαδή σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο του 2022 (9,3%), ενώ για το 2024 αναμένεται στο 3,8% και για το 2025 στο 2,3%.
Στην ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος τονίζεται η ανάγκη υπευθυνότητας και δέσμευσης των υπευθύνων χάραξης της οικονομικής πολιτικής ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης δεκαετίας και να συνεχιστεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί. «Κάτι τέτοιο απαιτεί την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής που θα αποσκοπεί στην επίτευξη κυκλικά διορθωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ, στη συνέχιση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην αποτελεσματική καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και την αποτελεσματική και έγκαιρη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πράσινη ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες», τονίζει η έκθεση.
Οι πολιτικές αυτές θα εδραιώσουν την αξιοπιστία της Ελλάδος έναντι της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, με αποτέλεσμα την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και, σε μεταγενέστερο στάδιο, την υπέρβασή της ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και σε επεισόδια μεταβλητότητας των διεθνών αγορών, να περιοριστεί το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και να διευκολυνθούν η πραγματοποίηση επενδύσεων, η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, η πραγματική σύγκλιση και η κοινωνική συνοχή, εκτιμάται.
Οι κίνδυνοι και αβεβαιότητες
Η ΤτΕ μιλά για κυρίως καθοδικούς κινδύνους για τις προβλέψεις της, τους οποίους εντοπίζει στα εξής:
(α) Η περαιτέρω επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος,
(β) Ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός,
(γ) Ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης των κονδυλίων του NGEU,
(δ) Τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα,
(ε) Η περαιτέρω άνοδος των επιτοκίων, η οποία θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάπτυξη και να οδηγήσει σε μια νέα γενιά ΜΕΔ. Τυχόν θετικότερη έκβαση σχετίζεται με την ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και την καλύτερη του αναμενομένου επίδοση του τουρισμού.
Προκλήσεις
Επενδυτική βαθμίδα: Η βασικότερη πρόκληση για την οικονομική πολιτική είναι η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και, σε μεταγενέστερο στάδιο, η υπέρβασή της. Κάτι τέτοιο θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και επεισόδια μεταβλητότητας των διεθνών αγορών, θα περιορίσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα διευκολύνει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, την πραγματοποίηση επενδύσεων και την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.
Η διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού: Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής είναι αναγκαία προκειμένου να συνεχιστεί η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη και να καταστεί εφικτή η επιστροφή του στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Για όσο διάστημα διαρκεί η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αντιμετώπιση των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, απαιτείται η διατήρηση της περιοριστικής κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής, έτσι ώστε να καταστεί ταχύτερη η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να καταστεί αναγκαία περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, με αρνητικές προεκτάσεις στη διάρκεια και την έκταση των αρνητικών συνεπειών της νομισματικής συστολής στην οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, τόσο οι αυξήσεις των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών όσο και οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να είναι συνεπείς με το μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού (2%), λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι τα περιθώρια κέρδους των εταιριών παραμένουν υψηλά, τονίζει η έκθεση.
Υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ: Tο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει το υψηλότερο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το δεύτερο υψηλότερο διεθνώς. Οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων.
Υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Σημαντική πρόκληση αποτελεί ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά το ότι το υψηλό έλλειμμα που σημειώθηκε το 2022 (9,7% του ΑΕΠ) οφείλεται κατά 40% περίπου στις αυξημένες τιμές καυσίμων και αναμένεται υποχώρησή του στο 7% του ΑΕΠ το 2023. Μια οικονομία που βρίσκεται σε διαδικασία σύγκλισης προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των εταίρων της και η οποία επιδιώκει να αυξήσει το ποσοστό των εθνικών επενδύσεών της (σήμερα 14% του ΑΕΠ) στο μέσο όρο της ΕΕ (22% του ΑΕΠ) και επίσης δαπανά για την εθνική της άμυνα ποσοστό του ΑΕΠ πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ είναι αναπόφευκτο να έχει ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, ένα έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 4% του ΑΕΠ που διατηρείται μεσοπρόθεσμα έρχεται σε σύγκρουση με τον έλεγχο των μακροοικονομικών ανισορροπιών (macroeconomic imbalances procedure) της ΕΕ, κυρίως όμως υποδηλώνει ότι η εθνική δαπάνη είναι σημαντικά και διαχρονικά μεγαλύτερη από την εγχώρια παραγωγή ή, ταυτόσημα, ότι οι επενδύσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα είναι σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες αποταμιεύσεις.
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υψηλό ιδιωτικό χρέος: Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρά την αξιοσημείωτη αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδυτικών δράσεων.
Υψηλή ανεργία και αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας: Παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας τα τελευταία έτη, αρκετές στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται, καθώς τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών, των νέων και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ, οδηγώντας στην απαξίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Σημειώνεται ότι το φυσικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εκτιμάται κοντά στο 13%, διπλάσιο από ό,τι σε πολλές χώρες της ΕΕ, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ύπαρξης σοβαρών στρεβλώσεων και διαρθρωτικών προβλημάτων. Επιπλέον, παρατηρείται αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας, καθώς οι επιχειρήσεις σε ορισμένους κλάδους δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζόμενους για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ελλείψεις προσωπικού καταγράφονται ιδιαίτερα στον τουριστικό τομέα και στις κατασκευές.
Χρόνιες αδυναμίες: Παρά τη βελτίωση που σημειώθηκε την τελευταία πενταετία, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να κατατάσσεται ακόμη σχετικά χαμηλά στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, λόγω χρόνιων εγγενών αδυναμιών. Τέτοιου είδους αδυναμίες, που περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα στην πραγματοποίηση επενδύσεων είναι μεταξύ άλλων οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς του Δημοσίου (λ.χ. στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στην εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών), η υστέρηση σε βασικές υποδομές, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών και οι στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας. Πρόσθετα παραδείγματα εγγενών αδυναμιών αποτελούν η μικρή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, ο αυξημένος κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, οι σημαντικές περιφερειακές ανισότητες, οι ελλείψεις στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (παιδεία – έρευνα ‒ καινοτομία) και η υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από ορυκτά καύσιμα.
Χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ: Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος αντιστοιχεί περίπου στο 55% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης, έναντι περίπου 70% πριν από την κρίση χρέους. Για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, απαιτείται η διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης που να υπερβαίνουν κατά πολύ το μέσο ρυθμό της ευρωζώνης. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να χρειαστεί πάνω από μια δεκαπενταετία για να επανέλθει η ελληνική οικονομία στο επίπεδο όπου βρισκόταν σε σχέση με την ευρωζώνη πριν από την κρίση χρέους. Αυτή η αναγκαία διαρκής διαδικασία σύγκλισης προϋποθέτει την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων, οι οποίες είτε θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από εθνικές αποταμιεύσεις είτε θα πρέπει να καλυφθούν από εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό. Όμως, για την ενίσχυση των επενδύσεων και ιδίως για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων θα πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, δηλαδή φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, προσωπικό που διαθέτει υψηλή εξειδίκευση και τεχνικές δεξιότητες και υψηλού επιπέδου υποδομές και δίκτυα. H μη αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας την καθιστά ευάλωτη σε εξωγενείς διαταραχές που δύνανται να ανακόψουν εκ νέου τη διαδικασία σύγκλισης που έχει δρομολογηθεί τα τελευταία χρόνια.
Τι προτείνει η ΤτΕ
1. Υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα, ο ρυθμός αύξησης του δυνητικού προϊόντος και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
2. Αποτελεσματική και ταχεία αξιοποίηση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την τόνωση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και τον περιορισμό του επενδυτικού κενού.
3. Αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας.
4. Περαιτέρω μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Αυτό απαιτεί τη συστηματική επιστροφή σε πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ.
5. Διασφάλιση της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να αντιστοιχούν στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, ενώ χρειάζονται παρεμβάσεις και έλεγχοι στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών ώστε να αποφευχθούν υπερβολικές αυξήσεις στις τιμές.
6. Περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας και η αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Απαιτείται αναβάθμιση της τεχνικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και υλοποίηση στοχευμένων προγραμμάτων κατάρτισης του εργατικού δυναμικού.
7. Η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
8. Περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος, καθώς η ΤτΕ εντοπίζει προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με την ανάγκη διατήρησης ισχυρής κερδοφορίας και περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις (DTC) εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών.