Ημεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο (Ηνωμένες Πολιτείες), η πολυπληθέστερη χώρα (Ινδία), το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ (Ευρωπαϊκή Ένωση), η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα (Ινδονησία), η μεγαλύτερη ισπανόφωνη χώρα (Μεξικό) και η περιοχή που ενσωματώνει τον μεγαλύτερο κίνδυνο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων αυτού του αιώνα (Ταϊβάν) θα πραγματοποιήσουν εκλογές το 2024.
Περίπου 70 χώρες – με συνολικά περισσότερους από 3,7 δισεκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού – σχεδιάζουν να διεξαγάγουν προεδρικές ή βουλευτικές εκλογές το επόμενο έτος. Η ετυμηγορία των εκλογών, όπως γράφει η «El Pais», θα έχει βαθιές συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων και σε έναν κόσμο που περνάει ταραγμένες στιγμές, με βίαιους πολέμους στην Ουκρανία και τη Γάζα, καθώς η Δύση πέφτει σε παρακμή (χωρίς σαφή αντικαταστάτη).
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, αυτός ο εκλογικός κύκλος μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο. Αν και το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αποφάνθηκε ότι ο Ντόναλντ Τραπ δεν έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία, τα βλέμματα στρέφονται πλέον στο ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Επίσης, μια τρίτη συνεχόμενη νίκη στην Ταϊβάν από υποψηφίους που το Πεκίνο θεωρεί εχθρικούς, ή μια ισχυρή άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσαν να έχουν εκτεταμένες συνέπειες.
Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν και πολλές άλλες… Αυτές κυμαίνονται από τις βουλευτικές εκλογές του Πακιστάν -μιας ασταθούς πυρηνικής δύναμης- έως εκείνες του Ιράν- από τις πιθανές προεδρικές εκλογές στη Βενεζουέλα έως εκείνες στην Ουκρανία. Η θητεία του Ζελένσκι λήγει τον Μάρτιο του 2024, αλλά δεδομένης της ρωσικής εισβολής, δεν είναι σαφές πότε θα διεξαχθούν πραγματικά οι εκλογές.
Αυτές οι εκλογές θα αποτελέσουν ένα σημαντικό πεδίο δοκιμασίας για τη δημοκρατία σε όλον τον πλανήτη. Οι μελέτες συμφωνούν στην επισήμανση μιας παγκόσμιας επιδείνωσης της ποιότητας της δημοκρατίας, με πολλές ακραίες οπισθοδρομήσεις -όπως τα πραξικοπήματα σε αρκετές αφρικανικές χώρες- ή μέτριες οπισθοδρομήσεις, με ζητήματα που προκαλούν τη διολίσθηση πολλών κοινωνιών από υγιή δημοκρατικά περιβάλλοντα σε πιο «εύθραυστα».
Αφήνοντας στην άκρη τις εκλογές-παρωδία, όπως αυτή στη Ρωσία, θα είναι σημαντικό να δούμε τι θα συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Τραμπ προσπάθησε να ανατρέψει την ήττα του το 2020, ή στην Ινδία, όπου οι αντίπαλοι της κυβέρνησης Μόντι και οι διεθνείς παρατηρητές αναφέρουν ανησυχητικά πισωγυρίσματα.
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές τον ερχόμενο Νοέμβριο έχουν τεράστιες ανατρεπτικές δυνατότητες. Από την πλευρά των Δημοκρατικών, ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται αποφασισμένος να διεκδικήσει την επανεκλογή του. Σύμφωνα με όλες τις έρευνες, η απήχησή του είναι αδύναμη, ίσως λόγω των ενδείξεων της προχωρημένης ηλικίας του ή λόγω της ζημιάς που προκάλεσε ο υψηλότερος πληθωρισμός των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.
Η Ταϊβάν βρίσκεται στο μάτι του Πεκίνου. Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό ή οικονομία, το νησί είναι εξαιρετικά σημαντικό γεωπολιτικά. Έχει ένα πολύπλοκο πολιτικό σύστημα, γεμάτο αποχρώσεις όσον αφορά στη σχέση της με το Πεκίνο. Αλλά υπάρχει ένα αρκετά σαφές δίλημμα: μια νίκη του Κουομιντάνγκ (KMT) – υπέρ της επιδίωξης καλύτερων σχέσεων με το Πεκίνο – πιθανόν να αποκλιμακώσει την κατάσταση. Μένει να δούμε τι συνέπειες θα είχε μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μια πολιτική που θα πόνταρε λιγότερο στην ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων. Από την άλλη πλευρά, μια τρίτη συνεχόμενη νίκη του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) – φορέα μιας πιο διεκδικητικής ταυτότητας της Ταϊβάν, υπέρ της εμβάθυνσης των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και της ενίσχυσης της άμυνας – θα εκλαμβανόταν στο Πεκίνο ως απόδειξη ότι οι πολίτες του νησιού απομακρύνονται από τη διαλλακτική στάση του KMT. Κανείς δεν γνωρίζει πώς αυτό το αποτέλεσμα θα εισαχθεί στους στρατηγικούς υπολογισμούς του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει ξεκάθαρα σηματοδοτήσει ότι θεωρεί την επανένωση ουσιώδες μέρος του πολιτικού του σχεδίου. Έχει δώσει εντολή στις ένοπλες δυνάμεις του να φθάσουν σε ένα νέο επίπεδο επιχειρησιακής ικανότητας μέχρι το 2027. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Πεκίνο θα προτιμούσε να αποφύγει μια σύγκρουση με δυνητικά επιζήμια αποτελέσματα. Ακόμη και αν η κυβέρνηση επιτύχει την επανένωση στρατιωτικά με σχετική ευκολία, οι σοβαρές οικονομικές συνέπειες θα περιπλέξουν πιθανότατα την πορεία της προς την ευημερία. Αυτό είναι το «κλειδί», καθώς η ανεμπόδιστη ανάπτυξη αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της σιωπηρής συμφωνίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος για την παραχώρηση ελευθεριών με αντάλλαγμα την οικονομική πρόοδο. Αλλά θα εγκατέλειπε ο Σι πραγματικά τον στόχο της επανένωσης;
Τον Ιούνιο του 2024, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα διεξαγάγει εκλογές και στα 27 κράτη μέλη. Τα αποτελέσματα θα διαμορφώσουν το νέο σώμα, με πιθανές νέες νομοθετικές πλειοψηφίες που θα επηρεάσουν την ηγεσία της ΕΕ. Αναρωτιέται κανείς πόσο ψηλά θα φτάσει το ακροδεξιό κύμα.
Ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων που συγκέντρωσε το Politico δείχνει άνοδο των δύο ακροδεξιών μπλοκ και μείωση της υποστήριξης μεταξύ των παραδοσιακών Ευρωπαίων συντηρητικών, των σοσιαλδημοκρατών, των φιλελεύθερων και των Πρασίνων. Ακόμα κι έτσι, οι τελευταίες ομάδες θα διατηρήσουν πιθανότατα μια άνετη πλειοψηφία. Η ουσία του ζητήματος είναι να δούμε αν ένας ενδεχόμενος συνασπισμός μεταξύ λαϊκιστικών και ακροδεξιών ομάδων θα μπορούσε να σχηματίσει μια εναλλακτική πλειοψηφία. Στις αρχές Δεκεμβρίου, στην πρόβλεψη εδρών που δημοσίευσε το Politico, η απόσταση μεταξύ ακραίων και μετριοπαθών ήταν μόλις 20 έδρες (από τις 720).
Η απόλυτη πλειοψηφία της δεξιάς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι πιθανή. Αλλά ακόμη και αν δεν επιτευχθεί, μια αύξηση της επιρροής των σκληροδεξιών μπλοκ θα είχε σημαντικές συνέπειες. Στην τρέχουσα νομοθετική περίοδο έχουν ήδη σημειωθεί συγκλίσεις. Σε ορισμένα θέματα -για παράδειγμα, στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής- η δεξιά έχει επιρροή. Με περισσότερους εξτρεμιστές βουλευτές, υπάρχει η πιθανότητα ενός σεναρίου στο οποίο η κεντροδεξιά αναλαμβάνει έναν πιο σκληρό λόγο κατά των περιβαλλοντικών κανονισμών. Και, με ένα μεγαλύτερο ακροδεξιό μπλοκ, δεν είναι σαφές αν η ΕΕ θα μπορέσει να προχωρήσει στην αποδοχή των δώδεκα χωρών που είναι υποψήφιες για ένταξη ή αν θα συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία.
Μιλώντας για την Ουκρανία, τόσο η χώρα που εισέβαλε όσο και ο εισβολέας -η Ρωσία- υποχρεούνται να διεξαγάγουν εκλογές τον Μάρτιο. Στην περίπτωση της Ουκρανίας – λόγω του πολέμου και του στρατιωτικού νόμου – είναι πιθανό η ψηφοφορία να αναβληθεί.
Ωστόσο, η συζήτηση για το αν πρέπει να διεξαχθούν είναι έντονη τους τελευταίους μήνες. Υπάρχουν σχετικές φωνές στις Ηνωμένες Πολιτείες -μια χώρα που είναι θεμελιώδης για την κυβέρνηση στο Κίεβο- οι οποίες τάσσονται υπέρ της διεξαγωγής τους. Στη ρωσική περίπτωση, εν τω μεταξύ, δεν μπορεί να αναμένεται τίποτα άλλο εκτός από μια νίκη του Πούτιν. Ενώ ο Ζελένσκι και ο Πούτιν παραμένουν ηγέτες, οι πολιτικές συνθήκες εξακολουθούν να είναι ευαίσθητες. Σε μια τόσο σύνθετη σύγκρουση, κάθε πολιτική αναταραχή είναι σχετική.
Στον Παγκόσμιο Νότο, στο Πακιστάν και στην Ινδία, ο εθνικισμός και οι εντάσεις είναι διάχυτες. Η Ινδία -η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο, η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη και εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών- θα δει τον πρωθυπουργό της να προσπαθεί να κερδίσει μια τρίτη θητεία. Η ηγεσία του είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.
Τα τελευταία χρόνια, η Ινδία έχει επιτύχει σημαντική οικονομική ανάπτυξη και έχει βελτιώσει τη γεωπολιτική της επιρροή... αλλά η προώθησή του προς τον ινδουιστικό εθνικισμό δημιουργεί τεράστιους φόβους για την ασφάλεια των μειονοτήτων, ιδίως των περίπου 200 εκατ. μουσουλμάνων και των 200 εκατ. ντάλιτ (όσων ανήκουν στο κατώτερο στρώμα του ινδουιστικού συστήματος). Ο τρόπος διακυβέρνησης του Μόντι θεωρείται ιδιαίτερα διαβρωτικός για τη δημοκρατία, τόσο από τους εγχώριους αντιπάλους του όσο και από διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια τρίτη θητεία για τον Μόντι – ο οποίος κυβερνά από το 2014 – θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμη βήμα που απομακρύνει την Ινδία από την κοσμική και περιεκτική λογική του Συντάγματός της και οξύνει τον γεωπολιτικό της ακτιβισμό σε παγκόσμια κλίμακα.
Προγραμματισμένες είναι επίσης οι βουλευτικές εκλογές στον ταραχώδη γείτονα της Ινδίας, το Πακιστάν – μια πυρηνική δύναμη που μαστίζεται από σοβαρή οικονομική κρίση και υψηλές πολιτικές εντάσεις, συμπεριλαμβανομένων συλλήψεων πολιτικών ηγετών. Μετά τη διάλυση του Κοινοβουλίου τον Αύγουστο, οι εκλογές θα έπρεπε να είχαν διεξαχθεί εντός 90 ημερών, αλλά αναβλήθηκαν δύο φορές. Τώρα έχουν προγραμματιστεί για τον Φεβρουάριο. Η χώρα – με περίπου 240 εκατομμύρια κατοίκους – έχει τεράστιο στρατηγικό βάθος, όχι μόνο λόγω του πυρηνικού της οπλοστασίου, αλλά και λόγω της στενής της σχέσης με την Κίνα. Ο άξονας Πεκίνο-Ισλαμαμπάντ αποτελεί τη μεγαλύτερη ανησυχία του Νέου Δελχί.
Πολλά άλλα έθνη θα προσέλθουν στις κάλπες το επόμενο έτος. Και όλες θα παρακολουθούνται προσεκτικά από το Πεκίνο, από τον Σι Τζινπίνγκ, τον ηγέτη μιας χώρας που δεν μπαίνει στον κόπο να διεξάγει εκλογές, ούτε πραγματικές ούτε ψεύτικες. Η άνοδος του ασιατικού γίγαντα και η σχέση του με την Ουάσιγκτον θα καθορίσουν τον αιώνα μας. Για τον λόγο αυτό, οι εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ταϊβάν είναι ίσως οι πιο σημαντικές μέσα στον μεγάλο κύκλο των εκλογών που έχει προγραμματιστεί για το 2024.