Στις αρχές της εβδομάδας ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την αποστολή συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας Patriot και πυρομαχικών στην Ουκρανία, μέσω του ΝΑΤΟ. Η Αμερική δηλαδή θα πουλήσει όπλα στην Ευρώπη, η οποία στη συνέχεια θα τα δωρίσει στην Ουκρανία.
Παράλληλα, έστειλε τελεσίγραφο πενήντα ημερών στον Βλαντίμιρ Πούτιν προκειμένου να κλειστεί ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, διαφορετικά θα επιβληθούν κυρώσεις. Τόσο στη Ρωσία όσο και σε όσους έχουν συναλλαγές με τη χώρα. Δηλαδή την Κίνα και την Ινδία.
Οι εξελίξεις πανηγυρίστηκαν από πολλούς ως σημαντική στροφή στην στάση του Αμερικανού προέδρου απέναντι στην Ρωσία, η οποία μάλιστα αποδόθηκε- πέρα από την ένταση και τον αριθμό των τελευταίων ρωσικών επιθέσεων εναντίον πόλεων στην Ουκρανία- σε τρεις ανθρώπους του περιβάλλοντός του: στον ειδικό απεσταλμένο του για την Ουκρανία, Κιθ Κέλογκ, στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, και στην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, Μελάνια Τραμπ.
Σίγουρα βλέπουμε μια αλλαγή στον τόνο και την συμπεριφορά, με τον Αμερικανό πρόεδρο να εκφράζει την δυσαρέσκειά του για την στάση του Πούτιν που τέσσερις φορές, όπως αποκάλυψε ο ίδιος, νόμιζε λανθασμένα ότι είχαν φτάσει σε συμφωνία. Έτσι κατέληξε να εγκρίνει για πρώτη φορά επί προεδρίας του την αποστολή εξοπλισμού στην Ουκρανία, που όμως θα πληρώσουν άλλοι.
«Ονειρεμένος» πόλεμος
Η πραγματική αλλαγή του Αμερικανού προέδρου εντοπίζεται από μερίδα αναλυτών όχι στη διορία που έδωσε στον Πούτιν και την απειλή επιβολής κυρώσεων, που θεωρείται από άσκοπη έως απίθανη πυροβολώντας τα πόδια του – καθώς θα μπορούσαν να προκαλέσουν αύξηση των τιμών του πετρελαίου- αλλά στην ανακοίνωση περί εξοπλισμού του Κιέβου.
Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά εμπλέκεται στην Ουκρανία, «στον πόλεμο του Τζο Μπάιντεν», όπως συνηθίζει να χαρακτηρίζει τη σύγκρουση.
Και κάπως έτσι ο Τραμπ έχει τον πόλεμο που ονειρευόταν, όπως σχολιάζει ο καθηγητής και ειδικός στις σχέσεις εξουσίας στο Κρεμλίνο, Μαρκ Γκαλεότι. «Ένα πόλεμο στον οποίο μάχονται Ουκρανοί, με αμερικανικά όπλα που όμως πληρώνουν οι Ευρωπαίοι», λέει χαρακτηριστικά.
Πάντως, σύμφωνα με τον ίδιο, εδώ αξίζει προσοχής ο τρόπος που θα αντιδράσει ο Ρώσος πρόεδρος, εάν θα στραφεί δηλαδή στην διπλωματία ή θα κλιμακώσει τις επιθέσεις του στην Ουκρανία. «Αν ο Πούτιν πιστεύει ότι θα κερδίσει τον πόλεμο τελικά, και απ’ ό,τι φαίνεται θα τον κερδίσει όντως, φοβάται την κλιμάκωση ή θεωρεί ότι η κλιμάκωση είναι ο μόνος τρόπος για να πάρει αυτό που θέλει;», διερωτάται.
Για τον απόστρατο στρατηγό και αναλυτή, Μικ Ράιαν, δεν τίθεται θέμα αλλαγής στάσης από τον Ρώσο ηγέτη. «Θα ήταν αξιοσημείωτο εάν ο Πούτιν αλλάξει πορεία τώρα. Ακόμα και όταν τα πράγματα ήταν αρκετά δυσοίωνα για τους Ρώσους, όταν η αρχική τους εκστρατεία προς το Κίεβο απέτυχε το 2022, ο Πούτιν συνέχισε την πορεία του. Είναι πιθανό να κάνει το ίδιο και τώρα», εκτιμάει.
Ο Ρώσος ηγέτης πάντως δεν έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεων, σύμφωνα με τους αναλυτές του Ινστιτούτου για την Μελέτη του Πολέμου. Όπως τονίζουν, οι απώλειες της Ρωσίας στο πεδίο των μαχών είναι η βασική αιτία των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η χώρα, οι οποίες οφείλονται στις αυξημένες και μη βιώσιμες πολεμικές δαπάνες, τον πληθωρισμό, τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τον μειωμένο πλούτο στο κρατικό ταμείο της Μόσχας.
Εάν αυξηθεί έτσι η πίεση στις ρωσικές δυνάμεις στο πεδίο των μαχών, αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τις προσπάθειες του Πούτιν να εξισορροπήσει τις αμυντικές και τις κοινωνικές δαπάνες που με την σειρά του θα μπορούσε να τον φέρει μπροστά σε δύσκολες επιλογές νωρίτερα από ό,τι θα ήθελε, εκτιμούν οι αναλυτές του αμερικανικού think tank.
Μένει να δούμε στην πράξη ποια στάση θα τηρήσει ο Πούτιν και φυσικά ποια θα είναι η αντίδραση του Τραμπ σε αυτή, ειδικά στην περίπτωση που ο Ρώσος ηγέτης συνεχίσει απτόητος. Και αυτό γιατί κυκλοφορούν δημοσιεύματα το τελευταίο διάστημα που υποστηρίζουν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος εξέτασε το ενδεχόμενο να προσφέρει στην Ουκρανία επιθετικά όπλα και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που θα μπορούσαν να πλήξουν περιοχές βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος, όπως η Μόσχα.
Παράλληλα, δύο διαρροές διαμορφώνουν ένα ενδιαφέρον παρασκήνιο. Η πρώτη ανέφερε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ ρώτησε τον Ουκρανό ομόλογό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι εάν μπορεί η Ουκρανία να πλήξει τη Μόσχα και η δεύτερη ότι ιδιωτικά ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ρωσία θα κερδίσει τον πόλεμο.
Μιλούν οι πράξεις, όχι τα λόγια
Το σίγουρο είναι πάντως ότι όταν μιλάμε για ένα άνθρωπο απρόβλεπτο που αλλάζει εύκολα άποψη, σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι καλύτερα να κρίνουμε με βάση τις πράξεις και όχι τις δηλώσεις. Πόσο μάλλον όταν παράλληλα τείνει να επηρεάζεται εύκολα από τους εκάστοτε συνομιλητές του και οι ανακοινώσεις του σχετικά με την Ουκρανία είναι αρκετά ασαφείς- με τον Γκαλεότι να κάνει λόγο για αυτοσχεδιασμό που μετά οι ειδικοί του Λευκού Οίκου θα κληθούν να συμπληρώσουν τις λεπτομέρειες.
«Φοβάμαι ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι να υπάρξει μια νέα τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν, στην διάρκεια της οποίας ο Ρώσος ηγέτης θα κάνει κάποιου είδους παραχωρήσεις και θα ανακοινώσει μια πενθήμερη εκεχειρία και μετά θα γυρίσει και θα πει, λοιπόν, “η Ουκρανία παραβίασε αυτήν την εκεχειρία, επομένως θα συνεχίσουμε τον πόλεμό μας”», όπως σχολιάζει η αναλύτρια του CNN, Σαμπρίνα Σινγκ.
Oι πράξεις του Τραμπ πάντως μέχρι στιγμής δίνουν κι άλλο χρόνο στον Ρώσο ηγέτη, σε ένα άνθρωπο που από την αρχή της εισβολής στην Ουκρανία- και αφού έγινε σαφές πως δεν θα είχε ένα πόλεμο εξπρές- επένδυσε ακριβώς σε αυτό, τον χρόνο, αναζητώντας τρόπους να εξοπλίσει την χώρα, την οικονομία και τις ένοπλες δυνάμεις για μια μακρά σύγκρουση που θα προκαλέσει εν τέλει ρωγμές στην υποστήριξη της Δύσης και θα «σπάσει» τις ουκρανικές δυνάμεις.
Τι μπορεί να κερδίσει η Ρωσία σε 50 μέρες
Πέρα από το περιθώριο ελιγμών στο διπλωματικό μέτωπο, η προθεσμία των πενήντα ημερών θεωρείται από αρκετούς ότι δίνει πρόσθετο χρόνο στο Κρεμλίνο για την καλοκαιρινή του εκστρατεία, εντείνοντας τις επιθέσεις με στόχο να «φάει» περισσότερα εδάφη από την Ουκρανία.
Οι ρωσικές δυνάμεις ενέτειναν τις επιθέσεις τους από τον Φεβρουάριο και διατηρούν την πίεση στην πρώτη γραμμή τους τελευταίους έξι μήνες.
Η νέα στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ θα φτάσει σε μια δυναμική, όχι στατική, πρώτη γραμμή που χαρακτηρίζεται από συνεχιζόμενες ρωσικές επιθέσεις που στοχεύουν στην επίτευξη αργών ελιγμών και από ουκρανικές αντεπιθέσεις σε βασικές περιοχές της πρώτης γραμμής.
Ωστόσο, παρά την δυναμική των ρωσικών επιχειρήσεων, Ουκρανοί αξιωματούχοι και αναλυτές εκτιμούν ότι είναι απίθανο η Μόσχα να μπορέσει να πετύχει τέτοια εδαφικά οφέλη μέσα σε πενήντε ημέρες που θα αναγκάσουν την Ουκρανία να αποδεχτεί τους όρους του Κρεμλίνου για την επίτευξη ειρήνης.
Στηρίζουν την εκτίμησή τους στην κλίμακα και τον ρυθμό των ρωσικών επιχειρήσεων καθώς τα στρατεύματα της Μόσχας προελαύνουν αργά και με τεράστιο κόστος.
Απέναντί τους βέβαια έχουν τους εξαντλημένους, λιγότερους σε αριθμό και χωρίς αρκετό εξοπλισμό Ουκρανούς, οι οποίοι ωστόσο αξιοποιούν στο μέγιστο την τεχνολογία που διαθέτουν, και κυρίως τα drones.
Οι Ρώσοι στρατιωτικοί αναλυτές αναγνωρίζουν μάλιστα ότι αυτή η ικανότητα της Ουκρανίας στην αξιοποίηση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών καθιστά απίθανη οποιαδήποτε γρήγορη πρόοδο για τη Μόσχα.
Έτσι η Ρωσία προσπαθεί να εξαντλήσει τις ουκρανικές δυνάμεις και έχει υιοθετήσει την στρατηγική των «χιλιάδων τομών», ασκώντας αδιάκοπα πίεση σε πολλούς τομείς του μετώπου, αυξάνοντας σταθερά τις αεροπορικές επιθέσεις μεγάλης εμβέλειας αλλά και τον αριθμό των drone και των πυραύλων που χρησιμοποιούνται εναντίον βασικών υποδομών και άλλων στόχων στην Ουκρανία.
«Δεν είναι τόσο σημαντικό το πού και με ποια ταχύτητα θα προχωρήσουν: ο στόχος δεν είναι η κατάληψη της μίας ή της άλλης γραμμής. Ο στόχος είναι ο εχθρικός στρατός στην ολότητά του», όπως εξηγεί ο στρατιωτικός αναλυτής Σεργκέι Πολετάγιεφ.
Η κατάσταση στο πεδίο
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν σημειώσει μικρές αλλά στρατηγικά σημαντικές επιτυχίες, βελτιώνοντας τις θέσεις τους στην προσπάθειά τους να περικυκλώσουν τις ουκρανικές δυνάμεις σε τρεις βασικές πόλεις – το Ποκρόφσκ, την Κοστιαντίνοβκα και το Κουπιάνσκ.
Από την άνοιξη, τα ρωσικά στρατεύματα αυξάνουν σταθερά την πίεση, καταλαμβάνοντας περισσότερα εδάφη στην ανατολική Ουκρανία.
Πλέον, σε μια αργή επίθεση που είναι σε εξέλιξη εδώ και μήνες, πλησιάζουν τα οχυρά Ποκρόφσκ και Κοστιαντίνιβκα στην περιοχή του Ντονέτσκ, καταλαμβάνοντας μεθοδικά χωριά κοντά στις δύο πόλεις, σε μια προσπάθεια να αποκόψουν βασικές οδούς ανεφοδιασμού και να περικυκλώσουν τους Ουκρανούς υπερασπιστές τους.
Εάν «πέσουν» αυτές οι πόλεις, τότε η Ρωσία θα μπορέσει να προωθηθεί προς τις περιοχές Σλαβιάνσκ και Κραματόρσκ, προετοιμάζοντας το έδαφος για την κατάληψη ολόκληρης της περιοχής του Ντονέτσκ, το οποίο μαζί με το Λουγκάνσκ αποτελούν το Ντονμπάς. Εκτιμάται ότι η Ρωσία ελέγχει πλήρως το Λουγκάνσκ (στο 99%) αλλά το 70% του Ντονέτσκ.
Εάν τα ρωσικά στρατεύματα καταλάβουν αυτά τα τελευταία οχυρά, θα μπορέσουν να επεκταθούν δυτικά, προς την περιοχή του Ντνιεπροπετρόφσκ. Η πρωτεύουσα της περιοχής, Ντνίπρο, βρίσκεται περίπου 150 χιλιόμετρα δυτικά των ρωσικών θέσεων. Η επέκταση των μαχών στην περιοχή Ντνιεπροπετρόφσκ θα μπορούσε να αποτελέσει πλήγμα για το ηθικό των Ουκρανών και να χαρίσει στο Κρεμλίνο μεγαλύτερη επιρροή στις διαπραγματεύσεις.
Στη γειτονική περιοχή του Λουγκάνσκ, τα ουκρανικά στρατεύματα ελέγχουν μια μικρή έκταση γης, αλλά η Μόσχα δεν φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην κατάληψή της.
Ο πλήρης έλεγχος των άλλων δύο ουκρανικών περιφερειών που η Μόσχα προσάρτησε παράνομα, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια, αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση για τις ρωσικές δυνάμεις.