Ο Σάντι Κομίνσκι είναι ένας ηλικιωμένος δάσκαλος υποκριτικής που προσπαθεί, με σχετική αισιοδοξία και σχεδόν πάντα με θετική διάθεση, να κρατήσει από το παρελθόν του όσα δεν χρειάζεται να διαγράψει και να διανύσει δημιουργικά το δικό του τελευταίο στάδιο. Εχοντας ξεπεράσει τα 75 χρόνια του, ο Σάντι κρύβει πίσω από την ιδιότητα του δασκάλου μια αποτυχημένη καριέρα ηθοποιού στο Χόλιγουντ, αλλά μέσα από ένα ιδιότυπο, ξεχωριστό χιούμορ είναι πάντοτε έτοιμος να γελάσει και να ξεγελάσει, να στηρίξει και να σαρκάσει, ακόμη και να ερωτευτεί την ώρα που επιχειρεί να ξανακολλήσει τα κομμάτια μιας διαλυμένης οικογένειας. Ο δρόμος της απώλειας, ωστόσο, μεγαλώνει μαζί με τα γερασμένα κύτταρα.
Πρόκειται για τον τελευταίο ρόλο που ενσαρκώνει ο Μάικλ Ντάγκλας στο τηλεοπτικό «Η μέθοδος Κομίνσκι» που έφθασε στον τρίτο κύκλο του (Netflix) μέσα σε διθυραμβικές κριτικές. Οσοι μεγάλωσαν με τον Ντάγκλας και την Κάθλιν Τέρνερ ως πρότυπο διδύμου σουπερστάρ της δεκαετίας του ’80 (στο «Κυνηγώντας το πράσινο διαμάντι» ή τον «Πόλεμο των Ρόουζ») μπορούν να τους ξαναβρούν σε αυτή τη σειρά, μετρώντας μαζί τους και τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος.
Στους δύο πρώτους κύκλους ο Ντάγκλας σβήνει τις μέρες του μαζί με τον μοναδικό φίλο του (που υποδύθηκε ο εξαιρετικός Αλαν Αρκιν), αλλά στον τρίτο κύκλο η απώλεια του φίλου οδηγεί σε έναν αναστοχασμό. Κι εκεί, στη δική του σχολή υποκριτικής, την ώρα που ένα ζευγάρι φοιτητών του αναπαριστά γλυκανάλατα την κλασική σκηνή του οσκαρικού «Τιτανικού» του Τζέιμς Κάμερον (με τα τελευταία λόγια του παγωμένου Τζακ που χάνεται ζητώντας από τη Ρόουζ να δεσμευτεί ότι θα πεθάνει ηλικιωμένη στη ζεστασιά του κρεβατιού της), έρχεται ένας σπουδαίος μονόλογος που καθορίζει όλη τη σειρά.
Ο Σάντι Κομίνσκι ανεβαίνει στη σκηνή και ανατρέπει μεμιάς στερεότυπα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά. Μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του: «Καθώς η ζωή αργοσβήνει και καθώς παραπαίουμε στο κατώφλι της ανυπαρξίας, πώς ψιθυρίζουμε ξεψυχισμένα τα τελευταία μας έξυπνα και σοφά λόγια; Υπάρχουν σοφά λόγια; Αυτό όντως συμβαίνει καθώς ο θάνατος πλησιάζει; Αποσπούν οι ετοιμοθάνατοι υποσχέσεις από αυτούς που αφήνουν πίσω;
Εξομολογούνται τις αμαρτίες τους; Αστειεύονται; Αυτό που σας ζητάω να σκεφτείτε είναι τι πραγματικά συμβαίνει αυτές τις τελευταίες στιγμές. Δεν μιλάω για έναν σοκαριστικό, βίαιο θάνατο. Μιλάω για τον θάνατο που περιμένεις. Όταν έχεις παραδοθεί πλήρως στο απόλυτο μαγικό κόλπο. Οπου πραγματικά και αληθινά εξαφανιζόμαστε. Κάθισα δίπλα τους και κράτησα το χέρι φίλων και αγαπημένων προσώπων, καθώς άφηναν την τελευταία τους πνοή. Και μπορώ να σας πω αυτό: Ο δραματικός μονόλογος στο τέλος της ζωής είναι καθαρή και απόλυτη ανοησία. Αν κάτι λέγεται, είναι εσωτερικό. Έχουν μια εσωτερική συζήτηση, γεμάτοι δυσπιστία και απορία που η ζωή τους έφθασε στο τέλος της. Δεν σε προσέχουν καθόλου που κάθεσαι εκεί. Για τον ετοιμοθάνατο οι ζωντανοί δεν έχουν σημασία. Οπότε, αν ποτέ έχετε την ευκαιρία να παίξετε μια τέτοια σκηνή, προσεγγίστε την με ευλάβεια. Θεωρήστε την ιερή. Φροντίστε να έχει από εσάς τη μέγιστη προσοχή και σεβασμό…».
Πριν από την τελευταία ανάσα, λοιπόν, δεν υπάρχουν μεγάλα λόγια. Η στιγμή είναι πιο μοναχική και από το πρώτο κλάμα. Οι συμβουλές και οι σοφίες που εκστομίζονται από πρωταγωνιστές βιβλίων και ταινιών δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Το αινιγματικό «ρόουζμπαντ» στον «Πολίτη Κέιν» δεν αποτελούσε μια παρακαταθήκη για τους επόμενους ή μια μετάνοια για τη ζωή που έπρεπε να είχε πάρει άλλον δρόμο. Ήταν μια βαθιά προσωπική αναφορά για ένα ανεξίτηλο σημάδι της ζωής εκείνου και μόνο που την επέλεξε για τελευταία λέξη. Ούτε ο λοχαγός Μίλερ ξεψύχησε με μόνη έγνοια να κερδίσει ο διασωθείς στρατιώτης Ράιαν το δώρο ζωής που του προσφέρθηκε. Ο μακάβριος μονόλογος του Μάικλ Ντάγκλας ίσως είναι ο πιο ανθρώπινος που έχει βρει θέση σε ένα σενάριο.
*Δημοσιογράφος της εφημερίδας Τα Νέα