Search
Close this search box.
Search

Ποιος είναι ο ελληνοράπτης που έφτιαξε τον εντυπωσιακό ντουλαμά στη Γιάννα Αγγελοπούλου

Πριν 3 έτη

ια ακόμα μια φορά η Γιάννα Αγγελοπούλου ξεχώρισε για τις ενδυματολογικές της επιλογές. Η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» εμφανίστηκε στη δοξολογία στην Μητρόπολη Αθηνών φορώντας έναν ντουλαμά.

Πρόκειται για το πανωφόρι του 19ου αιώνα, ένα μεγαλοπρεπές ρούχο που ολοκλήρωνε την εμφάνιση. Αυτός που επέλεξε η κυρία Αγγελοπούλου είναι φτιαγμένος από τον Αριστείδη Τζονευράκη, τον τελευταίο ίσως, ή έναν από τους τελευταίους Έλληνες ελληνοράπτες ή «τερζήδες» όπως τους έλεγαν επί Τουρκοκρατίας.

Ο κ. Τζονευράκης είναι άμεσος συνεργάτης του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, στο Ναύπλιο, με πρόεδρο – ιδρύτρια την κυρία Ιωάννα Παπαντωνίου. Δημιουργεί σχέδια και κεντήματα για το «Αριστοτέχνημα» το δικό του εργαστήριο στο Αργος. Έχει μελετήσει σε βάθος τις παραδοσιακές φορεσιές και σήμερα εκμοντερνίζει την παράδοση.

Υπενθυμίζεται ότι η κυρία Αγγελοπούλου έχει επιλέξει ενδυμασίες με έντονο το παραδοσιακό στοιχείο στις εμφανίσεις που έχει κάνει το τελευταίο διάστημα στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.

Ποιος είναι ο Αριστείδης Τζονευράκης

Στην προσωπική πορεία του Αριστείδη Τζονευράκη η συνάντησή του το 2002 στο Ναύπλιο με τον ελληνοράπτη Κώστα ή Κωστάκη Γκίκα και στη συνέχεια με τον κόσμο του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος (ΠΛΙ) υπήρξε καθοριστική. Και ευτυχής. Έπειτα από έναν κύκλο σπουδών που διόλου δεν του είχαν κινήσει το ενδιαφέρον, ένα υπερατλαντικό ταξίδι αναζήτησης και βιοποριστικές εργασίες που ουδεμία σχέση είχαν με την παράδοση και το ένδυμα, περνώντας την πόρτα του ΠΛΙ, ο νεαρός Αριστείδης Τζονευράκης βρέθηκε «σε ένα πραγματικό για εμένα σχολείο, έναν παράδεισο γεμάτο θησαυρούς και ερεθίσματα.

Εκεί έλαβα τις πρώτες μου γνώσεις από τη μοναδική στην Ελλάδα, Ιωάννα Παπαντωνίου (σ.σ. ενδυματολόγο-σκηνογράφο, Πρόεδρο του ΠΛΙ). Εκεί έγινα ελληνοράπτης μαθητεύοντας πλάι στον Γκίκα, υπεύθυνο της δανειστικής ιματιοθήκης του Ιδρύματος».

«Ελληνοράπτης – Τερζής», εξηγεί, «την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν ένας περιοδεύων ράπτης, που έραβε και διακοσμούσε φορεσιές με δικά του σχέδια και κεντήματα από κορδόνι. Συνήθως τον φιλοξενούσε ο πελάτης στο σπίτι του με την καλύτερη περιποίηση (μαζί με τον βοηθό του, το τσιράκι), μέχρι να ολοκλη ρωθεί η παραγγελία – έναν μπορεί και δυο μήνες! Τα ελληνοραπτικά ενδύματα δεν είχαν πατρόν, το σχέδιο κοβόταν πάνω στο ύφασμα. Συνήθως όλα ξεκινούσαν από ένα βασικό φόρεμα μακρύ, «τo πουκάμισο», που πάνω του προσαρμόζονταν τα υπόλοιπα αξεσουάρ, όπως ένα γιλέκο ή ένα ζωνάρι, για να δώσουν την τελική εφαρμογή. Η αισθητική εκείνης της εποχής ερχόταν από την αρχαιότητα και τη ρωμαϊκή – βυζαντινή εποχή».

«Ο Κώστας Γκίκας, ο μέντοράς μου», συνεχίζει, «τραπεζικός υπάλληλος, ήταν ένας άνθρωπος έξω από στερεότυπα, που είχε βρει καλλιτεχνική διέξοδο καταρχήν στη χορευτική ομάδα των φίλων του ΠΛΙ. Έμαθε να ράβει μόνος υπό την καθοδήγηση της κυρίας Παπαντωνίου και με παραδείγματα από δουλειές του Φάφαλη, ενός από τους τελευταίους ελληνοράπτες από πατέρα και παππού».

Με το ενδιαφέρον του συνεχώς να μεγαλώνει για τον κόσμο της παραδοσιακής φορεσιάς, ο Αριστείδης Τζονευράκης παρακολουθεί μαθήματα πατρόν και σχεδίασης και το 2006 αποφασίζει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, δημιουργώντας στο Άργος το ΑριστοΤέχνημα, ένα εργαστήριο κατασκευής παραδοσιακών φορεσιών. «Ξεκινήσαμε με ένα βεστιάριο-προίκα από την Ιωάννα Παπαντωνίου, το προσωπικό της βεστιάριο από αυθεντικά κομμάτια χαμηλής μουσειακής αξίας, το οποίο συνεχώς εμπλουτίζουμε με φορεσιές αντίγραφα των αυθεντικών.

Το ΑριστοΤέχνημα είναι ένα εργαστήριο αληθινών ρούχων που μπορούν να φορεθούν σωστά και όχι περιστασιακά ως χορευτικές ή αποκριάτικες στολές», διευκρινίζει. «Το περιθώριο ανταγωνισμού, όταν ξεκινήσαμε, ήταν χαμηλό, τα περισσότερα βεστιάρια διέθεταν στολές που δεν ήταν μελετημένες – πρόχειρη δουλειά χαμηλής αισθητικής. Εμείς προσπαθήσαμε να συναντηθεί η τεχνολογία με την παλιά τεχνική σε ένα όσο το δυνατόν πιο πιστό χειροποίητο αποτέλεσμα – με σούρες, κόπιτσες, κουμπιά και φερμουάρ μόνο ως αναγκαία λύση!», καταλήγει αστειευόμενος. «Για να ωριμάσουν οι τεχνικές έπρεπε να περάσει χρόνος, έτρεξε μια δεκαετία για να τις κατακτήσω», καταλήγει.

Έχει σκεφτεί το ενδεχόμενο μιας σύγχρονης συλλογής μόδας; «Δεν γνωρίζω τον χώρο της μόδας ώστε να κινηθούμε σε επίπεδο συλλογών, δεν διαθέτουμε την υποδομή. Αλλά από το 2013 συνεργαζόμαστε με το brand Zeus+Δione.

Η σχεδιάστριά τους, η Λύδια Βουσβούνη, έχει μεγάλο χάρισμα και έχει αξιοποιήσει τα ελληνοραπτικά κοψίματα, προσθέτοντας βελτιώσεις. Από την πρώτη συνεργασία μας για την πουκαμίσα και το καφτάνι Tinos μέχρι το Argos Vest, F/W 2017, έχουμε κάνει πολλά κεντήματα σε δικές τους σειρές, τη ζώνη  με κορδόνια Argos, μανσέτες πουκαμίσων κ.ά.». Υπάρχει όμως ένα σχέδιο, μια ιδέα για το μέλλον της παραδοσιακής φορεσιάς; «Βλέπω ότι οι φουστανέλες, σε διάφορες μορφές τους, ως γυναικείο ρούχο, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον – στην Ιαπωνία, σε τμήμα νυφικών, πουλήθηκε φουστανέλα και πουκάμισο. Υπάρχει ένας κορεσμός ομοιογένειας, τα ρούχα με ταυτότητα ξεχωρίζουν.

Τα ασπρόρουχα του τσολιά, πουκάμισο και φουστανέλα, εντελώς παραδοσιακά κομμάτια, είναι ρούχα με ιστορία και βαρύτητα που μπορούν να φορεθούν με σύγχρονο τρόπο. Με μελετημένη έρευνα και ώθηση μπορούμε να προχωρήσουμε σε σωστή επιχειρηματική κατεύθυνση».

Δείτε τη συνέντευξή του στο Marie Claire

Ελληνοράπτες, ή «τερζήδες», όπως τους ονόμαζαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν εκείνοι που έραβαν ενδύματα σύμφωνα με την ελληνική ενδυματολογική παράδοση – ράφτες και κεντητές οργανωμένοι σε συντεχνίες που περιόδευαν ανά την Ελλάδα μεταφέροντας μαζί τους σύνεργα και τεχνογνωσία. Ενας σύγχρονος «ελληνοράπτης» είναι και ο Αριστείδης Τζονευράκης, ο οποίος έχοντας μελετήσει σε βάθος τις παραδοσιακές φορεσιές αντλεί έμπνευση από τις κοπές και τον διάκοσμό τους δημιουργώντας σχέδια και κεντήματα για το «ΑριστοTέχνημα», το δικό του εργαστήριο μόδας, αλλά και για οίκους, όπως το ZEUS+ΔΙΟΝΕ.

«Μία βασική διαφορά των ελληνικών ρούχων από τα ευρωπαϊκά είναι ο τρόπος κοπής τους. Στα ευρωπαϊκά ρούχα έχουμε το πατρόν, που είτε σχεδιάζεται κατευθείαν στο χαρτί είτε πρόκειται για ένα κομμάτι ύφασμα που προσαρμόζεται πάνω στο κορμί κι εφαρμόζει τέλεια στο σώμα με πένσες», μας εξηγεί στο στρατηγείο του, στο Aργος. Οι πάγκοι γύρω μας είναι γεμάτοι κλωστές, υφάσματα, ραπτομηχανές και βιβλία με παραδοσιακές φορεσιές. «Στα ελληνικά ρούχα δεν έχουμε πατρόν. Η κοπή πραγματοποιείται κατευθείαν στο ύφασμα. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα το βασικό ένδυμα σε όλες τις τοπικές γυναικείες φορεσιές, το πουκάμισο. Eνα είδος μακριού φουστανιού με μανίκια, συνήθως βαμβακερό του αργαλειού, το σχήμα του οποίου θυμίζει τουνίκα ρωμαϊκών χρόνων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα φαρδύ και μακρύ ριχτό φόρεμα, η εφαρμογή του οποίου επιτυγχάνεται με τα υπόλοιπα αξεσουάρ που απαρτίζουν την κάθε φορεσιά – το ζωνάρι, το σιγκούνι, τον τζάκο».

Τέτοιες τουνίκες στο χρώμα της άμμου βλέπουμε να πρωταγωνιστούν στο εργαστήρι με πανέμορφα χρωματιστά κεντήματα που ενίοτε απαιτούν ακόμα και είκοσι μέρες δουλειάς για να ολοκληρωθούν! Ισως κάποιοι θα έσπευδαν να χαρακτηρίσουν τα ρούχα αυτά φολκλόρ ή έθνικ. Οχι όμως, π.χ, ο Dries van Noten, ο οποίος έχει τιμήσει κατά καιρούς στις κολεξιόν τους τις παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές. Κομμάτια που δεν ήταν μόνο περίτεχνα, καμωμένα από υπέροχα υφάσματα σε εκπληκτικούς χρωματισμούς, ήταν και λειτουργικά. Στο εργαστήρι του Τζονευράκη αντιληφθήκαμε τη φιλοσοφία που κρύβουν τα παραδοσιακά ρούχα δοκιμάζοντάς τα*, όπως το κορινθιακό σιγκούνι, που φορώντας το επανέφερε το σώμα στη σωστή θέση, σχεδόν ευθυγράμμισε τη σπονδυλική στήλη. Ή το ζωνάρι, που έδεναν παλιά οι γυναίκες γύρω από την μέση τους, ζώνη που προσφέρει σιγουριά και θαλπωρή στο σώμα (σ.σ.: δεν είναι τυχαίο που συνήθιζαν να το ακουμπούν πάνω στην κοιλιά μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της γέννας).

Σήμερα, ο Τζονευράκης εκμοντερνίζει την παράδοση μέσω του δικού του οίκου και φτιάχνει παραδοσιακές φορεσιές για πολιτιστικούς συλλόγους, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Ξεκίνησε ως φοιτητής στο ΤΕΙ Αθήνας, στο τμήμα Ενεργειακής Τεχνικής, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ταξίδεψε για έναν χρόνο στην Αμερική, σε μια διαδρομή αναζήτησης, για να επιστρέψει στο Ναύπλιο και να δουλέψει σε ένα τοπικό καφέ, όπου γνώρισε τον άνθρωπο που άλλαξε την πορεία του, τον ελληνοράπτη και μετέπειτα μέντορα του Κώστα Γκίκα, που εργαζόταν εθελοντικά στη Δανειστική Ιματιοθήκη του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος (ΠΛΙ). «Από εκείνον έμαθα σχεδόν τα πάντα, όχι μόνο πώς να κατασκευάζω τις παραδοσιακές φορεσιές, αλλά και πώς να τους προσδίδω τον χαρακτήρα που πρέπει να έχουν για να ανταποκρίνονται όσο πιο πιστά γίνεται στην περιοχή στην οποία αναφέρονται», σημειώνει ο ίδιος. Στη συνέχεια έκανε εντατικά μαθήματα ραπτικής και έμαθε καλά τα μυστικά της, γνώσεις που συνδυάζει με τεχνικές της παράδοσης. Αυτή την εποχή προετοιμάζεται για το επόμενο βήμα του οίκου του που κλείνει το μάτι στο παρελθόν για να φέρει το μέλλον.

Δημοφιλη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Search
Close this search box.