Νέα στοιχεία βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχετικά με τη δράση του 43χρονου Ρουμάνου που ταυτοποιήθηκε ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης ομοεθνών του που έκλεβαν ακριβά ρολόγια και κοσμήματα με τη μέθοδο «Rip-Deal» σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Θύμα τους φέρεται να ήταν και ένας κοσμηματοπώλης στην Αττική, από τον οποίο κατάφεραν να αποσπάσουν κοσμήματα αξίας άνω των 240.000 ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 43χρονος φέρεται να προσέγγισε αρχικά τον 59χρονο κοσμηματοπώλη – ιδιοκτήτη ενεχυροδανειστηρίου.
Στις 23 Αυγούστου του 2023 ακολούθησε ραντεβού σε χώρο του ξενοδοχείου κατά την οποία εκτέθηκαν τα προς πώληση κοσμήματα, με τον 43χρονο Ρουμάνο να συστήνεται ως εκτιμητής και όχι ως ο απευθείας αγοραστής.
Τότε, ο κατηγορούμενος έπεισε τον κοσμηματοπώλη να βάλει όλα τα αντικείμενα σε χάρτινη συσκευασία και να τα αποθέσει σε θυρίδα που υπήρχε στο ξενοδοχείο.
Στη συνέχεια, ο δράστης αποχώρησε με το πρόσχημα ότι θα επιστρέψει με το ποσό που είχε συμφωνηθεί για την αγοραπωλησία των κοσμημάτων.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα και δεν επέστρεψε, ο 59χρονος άρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά και για τον λόγο αυτόν αποφάσισε να ανοίξει το πακέτο που είχαν τοποθετήσει εντός της θυρίδας.
Τότε διαπίστωσε πως δεν υπήρχε κανένα από τα δικά του κοσμήματα, ενώ στον φάκελο βρέθηκαν άλλα κοσμήματα, ψεύτικα και μικρής αξίας.
Η συνολική χρηματική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων ανέρχεται στις 243.400 ευρώ.
Από το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας συστάθηκε ειδική ομάδα και μετά από ανταλλαγή πληροφοριών με διεθνείς διωκτικές αρχές διακριβώθηκαν τα πλήρη στοιχεία του 43χρονου και, όπως προέκυψε την ημέρα της κλοπής, μετά το ραντεβού με τον κοσμηματοπώλη έφυγε από τη χώρα.
Ο ίδιος φέρεται να έχει απασχολήσει τις Αρχές αρκετών χωρών. Συγκεκριμένα, έχει συλληφθεί και καταδικαστεί από τις Αρχές της Γαλλίας τα έτη 2003 και 2014, της Ιταλίας το έτος 2010, της Ολλανδίας το έτος 2015 και της Γερμανίας το 2015.
Ο τρόπος δράσης της σπείρας
Ως προς τον τρόπο δράσης, διαπιστώθηκε ότι οι δράστες αρχικά εντόπιζαν σε εξειδικευμένες ιστοσελίδες μέσω των οποίων πραγματοποιούνται αγοραπωλησίες πολυτελών ειδών και κοσμημάτων στη διεθνή αγορά, αντικείμενα τα οποία τους ενδιέφεραν.
Στη συνέχεια, προσέγγιζαν τους πωλητές αυτών και επιδίωκαν συνεχή επικοινωνία μαζί τους προσπαθώντας να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Μάλιστα, για να γίνουν ακόμη πιο πειστικοί στα υποψήφια θύματά τους, δεν εμφανίζονταν ως απλοί εργαζόμενοι, αλλά ως επιχειρηματίες με υψηλό κοινωνικό και επαγγελματικό «status».
Χαρακτηριστικό της έρευνας που είχαν κάνει αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν προσωπικά στοιχεία αλλά και επωνυμίες εταιρειών, τα οποία σε περίπτωση που κάποιος πωλητής αναζητούσε στο Διαδίκτυο θα επιβεβαίωνε την ύπαρξή τους.
Ετσι, αφού οι δράστες κατέληγαν σε μια αρχική συμφωνία με τους πωλητές, κανόνιζαν μια διά ζώσης συνάντηση με σκοπό να ελέγξουν τα προς πώληση αντικείμενα, όμως ο έλεγχος αυτός δεν πραγματοποιούνταν από τους ίδιους που είχαν επωμιστεί τη διαδικασία προσέγγισης και επικοινωνίας με τον πωλητή, αλλά από «εξειδικευμένους» εκτιμητές που ήταν άλλα μέλη της οργάνωσης, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο έναν τυπικό και επίσημο χαρακτήρα στην όλη διαδικασία.
Η συνάντηση πραγματοποιούνταν σε κεντρικά ξενοδοχεία της κάθε πόλης που επιλεγόταν.
Κατά τη διαδικασία επίδειξης των πολυτελών αντικειμένων και, αφού είχε προηγηθεί η προφορική συμφωνία, ο «εκτιμητής – αγοραστής» έπειθε τον πωλητή να του παραδώσει τα αντικείμενα για να τα συσκευάσει κατάλληλα ενώπιόν του και να τα τοποθετήσει προσωρινά στο χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου, λέγοντάς του ότι θα μεταβεί στην κοντινότερη τράπεζα για να κάνει ανάληψη χρημάτων και θα επιστρέψει με το χρηματικό ποσό που ήταν το αντίτιμο της συναλλαγής.
Ωστόσο, κατά τη διαδικασία παράδοσης της συσκευασίας με τα αντικείμενα, ο «εκτιμητής» δεν παρέδιδε τα συσκευασμένα αντικείμενα αλλά διαφορετικά ψεύτικα, τα οποία είχε συσκευάσει πριν από τη συνάντησή του με τον πωλητή. Χωρίς να γίνει αντιληπτός, αφαιρούσε τα κοσμήματα και, καθώς οι συσκευασίες έμοιαζαν τόσο, ο πωλητής δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για σακούλα κλώνο «Rip-Deal».
Τέλος, έφευγε από το ξενοδοχείο με τη δικαιολογία ότι θα έφερνε εντός ολίγου το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό, ωστόσο δεν επέστρεφε ποτέ.
Οι δράστες χρησιμοποιούσαν πολυτελή οχήματα, ενώ συνήθιζαν αμέσως μετά την κλοπή να αποχωρούν από την εκάστοτε χώρα.