Μετά από δύο χρόνια με σχετικά ήπιους χειμώνες, τον φετινό τα θερμόμετρα φλερτάρουν πλέον με θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν, σε πολλές χώρες.
Το ξαφνικό κρύο συνέπεσε δυστυχώς με την αγορά φυσικού αερίου να είναι υπό πίεση: Οι τιμές του αερίου έχουν αυξηθεί απότομα και τα αποθέματα όλων των χωρών της ΕΕ έχουν πέσει κατακόρυφα, λόγω και της διακοπής από την Ουκρανία της μεταφοράς ρωσικού αερίου μέσω αγωγών.
Στην αγορά ΤΤF του Άμστερνταμ, η μεγαβατώρα διαπραγματεύεται κοντά στα 50 ευρώ – μια τιμή κατά 50% υψηλότερη από την αντίστοιχη περυσινή, την ίδια περίοδο.
Όσον αφορά τα αποθέματα, σύμφωνα με στοιχεία της Gas Infrastructure Europe, η πτώση είναι τεράστια: Ολόκληρο το σύστημα αποθήκευσης αερίου της ΕΕ βρίσκεται πλέον στο 69% της πλήρους χωρητικότητάς του.
Για σύγκριση, τον Δεκέμβριο του 2023 οι ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου ήταν γεμάτες κατά 95%, ενώ τον Ιανουάριο του 2024 είχαν το 84% της χωρητικότητάς τους.
Σύμφωνα με την Oxford Energy, «η εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη έχει μειωθεί και οι εισαγωγές μέσω αγωγών από τη Νορβηγία, τη Βόρεια Αφρική και το Αζερμπαϊτζάν είναι σχεδόν στο όριο». Το «έλλειμμα θα πρέπει να καλυφθεί από το πολύ πιο ακριβό LNG», δηλαδή «καταβολή επιπλέον χρημάτων τους χειρότερους μήνες, κατά τη διάρκεια του χειμώνα».
Η διακοπή του ρωσικού αερίου
Επιπλέον, η αγορά LNG δεν επαρκεί για να τροφοδοτήσει όλες τις χώρες. Σύμφωνα με την Bank of America, «οι περικοπές και οι καθυστερήσεις περιόρισαν σε χαμηλό ποσοστό τριετίας την αρχική προμήθεια LNG στην Ευρώπη, πριν από την έναρξη του χειμώνα
Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην απόφαση της Ουκρανίας να ακυρώσει τη συμφωνίας διαμετακόμισης ρωσικού αερίου, μέσω αγωγών. Στις αρχές του 2025, μια εποχή έφτασε στο τέλος της: Κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το 13% του συνόλου των εξαγωγών φυσικού αερίου από τη Μόσχα στην Ευρώπη διοχετεύονταν μέσω του αγωγού «Αδελφότητα», που διέσχιζε το Ουκρανικό έδαφος. Αυτό έχει πλέον τελειώσει. Με το de facto κλείσιμο από το Κίεβο της τελευταίας μεγάλης εξαγωγικής οδού του Κρεμλίνου, τελειώνει επίσημα η επί δεκαετίες κυριαρχία των ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών από το φθηνό αέριο από τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, θα πρέπει να έχει διακοπεί πλήρως κάθε ροή ενέργειας από τη Ρωσία στην Ευρώπη, το αργότερο έως το 2027. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Δανός, νέος Επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ, Νταν Γιόργκενσεν, ανακοίνωσε ένα άμεσο σχέδιο για επιταχυνθεί η πλήρης απεξάρτηση. Το αργότερο μέχρι τα μέσα Μαρτίου, αναμένεται επίσης να επιβληθεί εμπάργκο κατά των ρωσικών παραδόσεων LNG στην ΕΕ.
Η ενεργειακή απεξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία , κοστίζει πάντως ακριβά: Το φθηνό ρωσικό αέριο αντικαταστάθηκε με ακριβότερες εισαγωγές από τη Νορβηγία (30%), τις ΗΠΑ (20%), τη Βόρεια Αφρική (14%) και το Κατάρ (5%). Επιπλέον, στη Γερμανία χρειάστηκε να κατασκευαστούν νέοι τερματικοί σταθμοί επαναεριοποίησης LNG, που κόστισαν μερικά δισεκατομμύρια ευρώ.
Αλλά η απομάκρυνση από την Ευρώπη, που κάποτε ήταν ο σημαντικότερος πελάτης φυσικού αερίου, πλήττει επίσης σκληρά τη Μόσχα. Η Gazprom εκτιμάται ότι θα χάσει περίπου πέντε δισεκατομμύρια.
Από την εισβολή στην Ουκρανία βέβαια, το Κρεμλίνο προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να εξάγει στην Άπω Ανατολή αντί στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την S&P, οι παραδόσεις στην Κίνα αναμένεται να αυξηθούν στα 38 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως φέτος , καθιστώντας τη Ρωσία ως τον κορυφαίο προμηθευτή φυσικού αερίου στο Πεκίνο.
Αέριο μέσω Τουρκίας
Μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να απομακρυνθεί πλήρως από τη Μόσχα. Αφενός, γιατί η Ουγγαρία είναι η τελευταία χώρα της ΕΕ που επιμένει να λαμβάνει ρωσικό φυσικό αέριο μέσω του αγωγού Turkstream κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα.
Από την άλλη, ο εθισμός της Ευρώπης στο ρωσικό πετρέλαιο είναι ακόμη πιο σοβαρός από την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο. Μπορεί να έχει μεν, επιβληθεί εμπάργκο, αλλά η Ρωσία εξακολουθεί να εξάγει πετρέλαιο, μέσω του σκιώδους στόλου της, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ένα μεγάλο μέρος του ρωσικού πετρελαίου καταλήγει σε ευρωπαϊκά αεροπλάνα και αυτοκίνητα, μέσω παράκαμψης από χώρες, όπως η Ινδία.
Πηγή: naftemporiki.gr / Μιχάλης Ψύλλος