Την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης σε τρόφιμα πλούσια σε λίπη, ζάχαρη και αλάτι, τα οποία είναι επιβλαβή για την υγεία προτείνει ως μεταρρύθμιση στην Ελλάδα ο ΟΟΣΑ.
Ο φόρος λίπους ή αλλιώς fat tax είναι ένα μέτρο που έχει εφαρμοστεί σε ΗΠΑ αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης με στόχο (τουλάχιστον επίσημα) τον περιορισμό της κατανάλωσης των ανθυγιεινών προϊόντων.
To 1942 η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε να τον επιβάλλει ως μία προσπάθεια να αποτρέψει τους Αμερικανούς από παχυντικά προϊόντα -τα οποία λόγω και του σχετικού φόρου ανέβηκε η τιμή τους- θεωρώντας ότι έτσι μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους. Ο συγκεκριμένος φόρος ισχύει έως σήμερα και αφορά τη ζάχαρη, τα αναψυκτικά, το λίπος στο κρέας (για παράδειγμα στο μπέικον) και το βούτυρο.
Στην Ευρώπη η Δανία θέσπισε τον πρώτο «φόρο λίπους» το 2011 για να ακολουθήσουν κι άλλες χώρες όπως η Φινλανδία, η Ιρλανδία, η Γαλλία αλλά και η Ουγγαρία που έχει επιβάλλει τον λεγόμενο «φόρο χάμπουργκερ», ο οποίος καλύπτει τα αναψυκτικά, τα γλυκά, τα τσιπς και άλλα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα ζάχαρης, αλατιού και υδατανθράκων.
Ενώ η έννοια του φόρου για τα λιπαρά φαίνεται καινοτόμος, χώρες όπως η Ιαπωνία έχουν ήδη εφαρμόσει παρόμοια μέτρα από το 2008. Στην Ιαπωνία, οι εταιρείες και οι τοπικές κυβερνήσεις φορολογούνται, εάν οι εργαζόμενοι ή οι κάτοικοί τους δεν πληρούν συγκεκριμένα πρότυπα υγείας. Αυτή η προσέγγιση, γνωστή ως νόμος Metabo, έχει προωθήσει με επιτυχία έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής στους κατοίκους.
Η πρόταση της τρόικας για την Ελλάδα
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχετική εισήγηση στη χώρα μας από τον ΟΟΣΑ δεν είναι πρωτόγνωρη: Ήταν τα κλιμάκια της τρόικας που πρότειναν το 2014 στο υπουργείο Οικονομικών να υπολογίσει πόσα έσοδα θα μπορούσαν να εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία αν επιβαλλόταν ο φόρος λίπους σε τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα κορεσμένων λιπαρών (βούτυρο, κρέμες, γάλα, τυρί, πίτσα, κρέας, σοκολάτες, σνακ, κέτσαπ, μαγιονέζα).
Μάλιστα η πρόταση ήταν να επιβληθεί φόρος που θα κυμαίνεται από 8% έως 10% και θα προστεθεί στα προϊόντα που έχουν ΦΠΑ 13%. Σύμφωνα με τους τότε υπολογισμούς, από την επιβολή του φόρου το δημόσιο μπορεί να εισπράξει από 640 έως 800 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Τα συν
Η εφαρμογή ενός φόρου για τα λιπαρά θα μπορούσε να βελτιώσει τα αποτελέσματα της δημόσιας υγείας μειώνοντας τη συχνότητα εμφάνισης χρόνιων ασθενειών που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Επίσης η επιβολή ενός φόρου για τα λιπαρά θα μπορούσε επίσης να ενθαρρύνει τα άτομα να κάνουν πιο υγιεινές επιλογές τροφίμων. Όταν τα ανθυγιεινά τρόφιμα γίνονται πιο ακριβά, οι άνθρωποι τείνουν να καταναλώνουν λιγότερα από αυτά.
Είναι όμως γνωστό ότι η επιδημία της παχυσαρκίας επιβαρύνει σημαντικά στο κόστος της υγειονομικής περίθαλψης. Σύμφωνα με παλιότερα μελέτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), οι ασθένειες που προκαλούνται από την παχυσαρκία, όπως η στεφανιαία νόσος, τα εγκεφαλικά και ο διαβήτης, κοστίζουν στο ασφαλιστικό σύστημα ετησίως περίπου 1,2 δισ. ευρώ. Με τον περιορισμό των ποσοστών παχυσαρκίας, ένας φόρος λίπους έχει τη δυνατότητα να μετριάσει αυτά τα οικονομικά βάρη.
Ωστόσο, η παχυσαρκία επηρεάζει όχι μόνο τα οικονομικά του συστήματος υγείας, αλλά και το ευρύτερο δημοσιονομικό και μακροοικονομικό περιβάλλον. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία θα οδηγήσουν από το 2020 έως το 2050 σε μία μείωση 3% κατά μέσο όρο του ΑΕΠ, ενώ επιπλέον το οικονομικό κόστος της παχυσαρκίας αναμένεται να αυξηθεί πάρα πολύ έως το 2060, κυρίως στις υψηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες.
Και τα πλην
Πάντως ο φόρος… λίπους έχει προκαλέσει και αρκετές αντιδράσεις σε χώρες που έχει εφαρμοστεί. Για παράδειγμα στη Δανία, η κυβέρνηση είχε δεχθεί πιέσεις για την κατάργησή του με το επιχείρημα ότι οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας. Κι αυτό γιατί η αύξηση της τιμής των συγκεκριμένων προϊόντων, είχε ως αποτέλεσμα οι πολίτες να στραφούν σε φθηνότερα από γειτονικές χώρες με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να οδηγηθούν στην ανεργία χιλιάδες Δανοί. Μάλιστα, αρκετοί Δανοί είχαν αρχίσει τη διέλευση των συνόρων στη Γερμανία προκειμένου να αγοράζουν φθηνότερα τα τρόφιμα που ήθελαν από τη γειτονική χώρα.