Η επιμόρφωση αυτή, νομοτελειακά, εξαρτάται σε υπερθετικό βαθμό από την ποιότητα και το βάθος της παρεχόμενης εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών της, οι οποίοι θα πρέπει να αναζητούν διαρκώς τρόπους να βελτιστοποιήσουν τον τρόπο που μεταλαμπαδεύουν την γνώση, τις αρχές και τις αξίες της κοινωνίας σε ένα περιβάλλον που αλλάζει γρήγορα, σε γενιές με ιδιαίτερες ανάγκες και ευαισθησίες.
Σε αυτές τις συνθήκες, κάτω από φρενήρεις ρυθμούς κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών, είναι απόλυτη ανάγκη οι εκπαιδευτικοί να έχουν τα απαραίτητα εργαλεία (και τις απαραίτητες υποδομές) που θα τους βοηθήσουν να προσαρμοστούν, να εξελιχθούν και τελικά να τα καταφέρουν στο κομβικής σημασίας έργο τους.
Σημασία για αυτήν την προσαρμογή και εξέλιξη έχουν οι στοχευμένες δράσεις βελτιώσεις. Αυτές όμως δεν έχουν ιδιαίτερη επίδραση στο τελικό αποτέλεσμα εάν δεν βασίζονται στην αναγνώριση, την «χαρτογράφηση», των προτερημάτων, των βέλτιστων πρακτικών, των αδυναμιών και των παρωχημένων πρακτικών των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού συστήματος εν γένει. Η διάγνωση προηγείται πάντα της παρέμβασης και η αξιολόγηση είναι η «διάγνωση» του εκπαιδευτικού, ο μόνος μεθοδολογικά συστηματικός δρόμος αναγνώρισης των βέλτιστων και παρωχημένων πρακτικών, ο μόνος τρόπος για μεθοδική βελτίωση και βελτιστοποίηση.
Κατά το παρελθόν στην χώρα μας, πέρα από ορισμένες φιλότιμες και μεμονωμένες προσπάθειες, ποτέ δεν έγινε μια συστηματική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με σύγχρονα εργαλεία ώστε να θέσει τις βάσεις για την βέλτιστη εκπαίδευση και επιμόρφωση τους και τελικά τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η τελευταία αξιοσημείωτη προσπάθεια για αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Σήμερα, κοντά 40 χρόνια μετά, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχειρεί να εισαγάγει κάτι που όλα τα σύγχρονα και πετυχημένα στην εκπαίδευση κράτη διαθέτουν εδώ και δεκαετίες: την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με γνώμονα την ευρύτερη αναγνώριση των βέλτιστων πρακτικών εκπαίδευσης και των σημείων τους προς βελτίωση – προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες.
Ο λόγος απλός όπως αναφέρθηκε προηγουμένως: Η επιμόρφωση των παιδιών οφείλει να είναι ύψιστη προτεραιότητα μιας κοινωνίας που προχωράει μπροστά και η επιμόρφωση αυτή, νομοτελειακά, εξαρτάται σε υπερθετικό βαθμό από την ποιότητα και το βάθος της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τους εκπαιδευτικούς της.
Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης ή εισαγωγής καινοτομιών στο εκπαιδευτικό σύστημα προκειμένου να εδραιωθεί στη συνείδηση της σχολικής κοινότητας (εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών) πρέπει να εμπεριέχεται σε ένα πρόγραµµα συνολικής αναβάθμισης των σχολικών μονάδων.
Θα πρέπει συνοδεύεται από μια σειρά απαραίτητων μέτρων που θα βελτιώσουν ποιοτικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα όπως η μείωση των μαθητών ανά τμήμα, η μαζική αναβάθμιση των σχολικών μονάδων με σύγχρονες υλικοτεχνικές υποδομές, η ενίσχυση της πλαισίωσης μαθητών με υποστηρικτικούς θεσμούς (όπως αυτούς του ψυχολόγου, του κοινωνικού λειτουργού, του σχολικού νοσηλευτή), ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας με σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία.
Για να πετύχει λοιπόν η αξιολόγηση στην πράξη και να μην χαθεί στην λήθη, όπως τόσα άλλα στην χώρα μας, θα πρέπει να εμπεριέχεται σε βιώσιμες προτάσεις και συνολικές λύσεις οι οποίες ‘ομως δεν θα έρθουν μέσα από τον στείρο αντίλογο μιας μειοψηφίας εκπαιδευτικών που έχουν εφησυχάσει στα κεκτημένα τους. Οι παραπάνω ανάγκες δεν πρέπει να αποτελούν τροχοπέδη, εμπόδιο ή δικαιολογία για την μη ένταξη της αξιολόγησης ως άλλο ένα εργαλείο αναβάθμισης της ποιότητας της εκπαίδευσης από όσους έχουν άλλες προτεραιότητες που αντιβαίνουν την βελτιστοποίηση της ποιότητας της εκπαίδευσης των μαθητών.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος αναβάθμισης της παιδείας. Οφείλει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι ενός εκπαιδευτικού που υπηρετεί τους μαθητές αναζητώντας συνεχώς την προσωπική του βελτίωση.
Τα παιδιά είναι το μέλλον, η παιδεία και επιμόρφωσή τους η παρακαταθήκη μας προς αυτά και τους εαυτούς μας.