Με αριθμητικούς πίνακες, συγκριτικά στοιχεία του πριν και του σήμερα και ανέβασμα των τόνων έναντι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση πέρασε χθες στην αντεπίθεση για το ασφαλιστικό, την ώρα που ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Μαργαρίτης Σχοινάς επιβεβαίωσε ότι οι ελληνικές προτάσεις παρελήφθησαν και αξιολογούνται.
Τόσο οι υψηλοί τόνοι για το θέμα της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη η οποία κατηγόρησε τα δύο κόμματα πως «Θεωρούν ότι απευθύνονται σε λωτοφάγους» όσο και η ομοβροντία σχετικών δηλώσεων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών, είναι απόρροια απόφασης, σε κορυφαίο επίπεδο, η οποία ελήφθη στη χθεσινή συνεδρίαση στο Μέγαρο Μαξίμου σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση «επιβάλλεται να βγει μπροστά στο μείζων θέμα τους ασφαλιστικού και να μην αφήσει την αντιπολίτευση και τα συστημικά ΜΜΕ να διαμορφώσουν κλίμα» το οποίο θα επηρεάσει και την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή ενόψει των δύσκολων ψηφοφοριών.
Χθες το Μαξίμου σε συνεργασία με τον πρόεδρο τη βουλής Ν. Βούτση πήρε θέση και στο μείζον θέμα της στελέχωσης του ΕΣΡ μη διαψεύδοντας δημοσιεύματα που είδαν το φως της δημοσιότητας με συγκεκριμένα ονόματα μερικά εκ των οποίων είχαν και έχουν στενούς δεσμούς με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Το θέμα θα «τρέξει» αμέσως μετά την εκλογή του νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας με κυβερνητικά στελέχη να εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι δεν θα χρειαστεί νομοθετική παρέμβαση και το θέμα θα λυθεί από την πλειοψηφία της διάσκεψης των Προέδρων στη Βουλή.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το αιχμηρό χθεσινό σχόλιο του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου στις ενστάσεις που εξέφρασαν οι δικαστικοί στην κυβερνητική τροπολογία προκειμένου να μπορούν να διερευνηθούν από τη δικαιοσύνη για τυχόν φοροδιαφυγή τα ονόματα όσων περιλαμβάνονται στις διάφορες λίστες που φθάνουν στα χέρια των αρμόδιων αρχών και οι οποίες δεν αποκτήθηκαν με νόμιμο τρόπο.
Σε κάθε περίπτωση το Μαξίμου έχει δώσει το σήμα για αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα, ώστε να συσπειρωθούν και οι κοινοβουλευτικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ενόψει τους αναμενόμενου μπρα – ντε – φερ με την πλευρά των δανειστών για το ασφαλιστικό.
Οι κρυφοί κώδικες του Ασφαλιστικού
Σαρωτικές ανατροπές στον υπολογισμό των κύριων και επικουρικών συντάξεων, του εφάπαξ και των εισφορών εισάγει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που παρουσίασε χθες στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων ο υπουργός Εργασίας, Γ. Κατρούγκαλος.
Το σχέδιο νόμου, που απεστάλη χθες και στους εκπροσώπους των δανειστών, κατοχυρώνει τις σημερινές κύριες και επικουρικές συντάξεις στο ύψος που καταβάλλονται, ώστε να μην προκύψουν μειώσεις τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Εισάγει ωστόσο ριζικά νέο τρόπο υπολογισμού της κύριας σύνταξης, που θα ισχύσει για όσους ανοίξουν την πόρτα της εξόδου από το 2016, με σύντομη μεταβατική περίοδο τριών ετών. Ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης εκτιμούν πως για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα ο νέος υπολογισμός θα οδηγήσει σε μειωμένες παροχές σε σχέση με τα σημερινά ισχύοντα μεσοσταθμικά κατά περίπου 15%.
Μεγάλοι χαμένοι όσοι βγαίνουν με πολλά χρόνια ασφάλισης και υψηλές αποδοχές καθώς θα δουν τις συντάξεις τους να συμπιέζονται. Αντίθετα δεν προκύπτουν σημαντικές διαφορές για τους χαμηλόμισθους. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως για τους χαμηλόμισθους οι νέες συντάξεις μπορεί να έχουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και μικρή αύξηση, ενώ σημειώνει πως για τα μεσαία και μεγάλα εισοδήματα προβλέπεται «προσωπική διαφορά» για διάστημα τριετίας, όπως και για τους σημερινούς συνταξιούχους. Κυβερνητικοί κύκλοι υποστηρίζουν πως μετά την 3ετία το ΑΕΠ θα ανεβεί και θα αρχίσει να λειτουργεί ως ρήτρα ανάπτυξης η εθνική σύνταξη.
Οι εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης θα υπολογιστούν σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν κατά την 31/12/2014, ενώ για τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά τη δημοσίευση του νόμου εισάγεται τριετής περίοδος προσαρμογής: Το 2016 αν το ποσό της νέας σύνταξης υπολείπεται του ποσού που θα έπαιρνε ο ασφαλισμένος με το προηγούμενο καθεστώς κατά 20% και άνω, το ήμισυ της διαφοράς θα δίνεται ως «προσωπική διαφορά».
«Προσωπική διαφορά»
Αντίστοιχα για τις αιτήσεις που θα κατατεθούν το 2017 ο δικαιούχος θα εξασφαλίζει ως «προσωπική διαφορά» το ένα τρίτο (1/3), και το 2018 το ένα τέταρτο (1/4) της διαφοράς.
Ολες οι νέες συντάξεις από 1/1/2016 θα υπολογίζονται ως το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης. Η εθνική σύνταξη ορίζεται στα 384 ευρώ και καταβάλλεται σε όλους όσοι έχουν τουλάχιστον 15 έτη νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα μεταξύ 15 και 67 ετών ή το έτος κατά το οποίο θεμελιώνουν δικαίωμα για πλήρη σύνταξη. Το ποσό της μειώνεται για όσους φεύγουν με μειωμένη (κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από την ηλικία πλήρους συνταξιοδότησης) ή για όσους φεύγουν με μειωμένη αναπηρίας.
Στην εθνική σύνταξη προστίθεται η ανταποδοτική, που υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, τα έτη ασφάλισης και τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Για τον υπολογισμό λαμβάνεται πλέον υπόψη ο μέσος όρος των αποδοχών όλου του ασφαλιστικού βίου. Για όσους δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία λαμβάνονται υπόψη μόνο τα διαθέσιμα. Ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη:
• Για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών όλου του ασφαλιστικού βίου (το πηλίκο του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές διά του συνολικού χρόνου ασφάλισης).
• Για τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες οι ασφαλιστικές κατηγορίες βάσει των οποίων υπολογίζονταν οι εισφορές για κύρια σύνταξη μέχρι την ψήφιση του νόμου και για το υπόλοιπο διάστημα το εισόδημα που υπόκειται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου.
Το τελικό ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης υπολογίζεται με βάση κλιμακωτά ποσοστά αναπλήρωσης που εξαρτώνται από τον χρόνο ασφάλισης. Για τα πρώτα 15 χρόνια ο συντελεστής είναι 0,8% κατ’ έτος. Από 15 χρόνια έως 18 είναι 0,92% και φτάνει σταδιακά στο 2% για τα 39 έως 42 ή και περισσότερα χρόνια. Αυτό σημαίνει πως η ανταποδοτική σύνταξη σπάει σε κομμάτια ανάλογα με τα πόσα χρόνια ασφάλισης έχει ο συνταξιούχος και κάθε ένα από αυτά υπολογίζεται ξεχωριστά με διαφορετικό συντελεστή.
«Ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων προμηνύει εξαιρετικά χαμηλές συντάξεις για τους ασφαλισμένους που θα αποχωρήσουν από εδώ και στο εξής», τονίζει ο δικηγόρος Διονύσης Ρίζος, ειδικός σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Κυβερνητικοί κύκλοι υποστηρίζουν πως λόγω και της εθνικής σύνταξης το ποσοστό αναπλήρωσης φτάνει στο 80% για μηνιαίο εισόδημα μέχρι 1.000 ευρώ.
Οι σημερινές καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις επανυπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού και το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται ως «προσωπική διαφορά». Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, αυτή η προσωπική διαφορά θα βαίνει «απομειούμενη μέχρι την τελική αντιστοίχιση με τις νέες συντάξεις».
Ο υπουργός Εργασίας, Γ. Κατρούγκαλος, εξήγησε, πως «ο σημερινός συνταξιούχος θα έχει εγγυημένη την προσωπική του διαφορά, όσο όμως θα αυξάνεται η σύνταξη του καινούργιου θα φτάσει σε κάποιο σημείο να ισοφαρίσει τη σύνταξη που θα έχει ο παλιός». Στο σχέδιο προβλέπεται πως οι νέες συντάξεις θα αυξάνονται κατ’ έτος στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται από τη μεταβολή του ΑΕΠ και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Περίπου 120.000 άτομα χάνουν το ΕΚΑΣ
Νέα μειωμένα εισοδηματικά κριτήρια εισάγει το σχέδιο νόμου για τη χορήγηση του ΕΚΑΣ, σε εφαρμογή της μνημονιακής δέσμευσης για σταδιακή κατάργησή του μέχρι το 2019, ενώ καθιερώνει επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων 360 ευρώ.
Ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης εκτιμούν πως το ΕΚΑΣ χάνουν φέτος περί τα 120.000 άτομα και ειδικότερα όσοι εισπράττουν τα 30 ευρώ, καθώς και αρκετοί από όσους παίρνουν τα 230 ευρώ.
Ειδικότερα προβλέπεται πως φέτος το ΕΚΑΣ θα δοθεί με τα εξής κριτήρια (εισοδήματα του προηγούμενου φορολογικού έτους):
Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημα από συντάξεις, μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 7.972 ευρώ. Εξαιρούνται τα ποσά που αντιστοιχούν σε σύνταξη αναπήρων, θυμάτων πολεμικής περιόδου, τρομοκρατίας και προνοιακά βοηθήματα.
Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα του συνταξιούχου να μην υπερβαίνει τις 8.884 ευρώ.
Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει τις 11.000 ευρώ.
Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που καταβάλλεται κατά τη δημοσίευση του νόμου να μην υπερβαίνει τα 664 ευρώ.
Για συνολικό εισόδημα από συντάξεις, μισθούς, ημερομίσθια κ.λπ. μέχρι 7.216 ευρώ το επίδομα είναι 230 ευρώ μηνιαίως. Για εισόδημα από 7.216 μέχρι 7.972 το ΕΚΑΣ καταβάλλεται κλιμακωτά ως εξής:
• Από 7.216 και μέχρι 7.518 – ΕΚΑΣ 172,50.
• Από 7.518 και μέχρι 7.720 – ΕΚΑΣ 115 ευρώ.
• Από 7.720 και μέχρι 7.972 – ΕΚΑΣ 57,50.
Τα ίδια ποσά χορηγούνται και στους συνταξιούχους αναπηρίας που λαμβάνουν πλήρη σύνταξη.
Στους συνταξιούχους γήρατος και αναπηρίας που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη το επίδομα ισούται με τα 2/3 των ανωτέρω ποσών.
Από το 2017 μέχρι το 2019 αναπροσαρμόζονται τα εισοδηματικά κριτήρια και τα ποσά του βοηθήματος σε ετήσια βάση, ώστε από 1-1-2020 η παροχή αυτή να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από την Εθνική Σύνταξη και τις παροχές του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Επίδομα
Από φέτος χορηγείται και επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων 360 ευρώ στους ανασφάλιστους υπερηλίκους και σε αυτούς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, από τον ΟΓΑ, εφόσον είναι άνω των 67, δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται σύνταξη από το εξωτερικό ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή προνοιακή παροχή από την Ελλάδα, μεγαλύτερη από το πλήρες ποσό του επιδόματος. Σε περίπτωση που η κατά τα ανωτέρω σύνταξη ή παροχή από δημόσιο φορέα που λαμβάνουν είναι μικρότερη από το επίδομα, δικαιούνται το ποσό της διαφοράς. Για τη χορήγησή του το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα δεν πρέπει να ξεπερνά τις 4.320 ευρώ ή στην περίπτωση εγγάμων τις 8.640 ευρώ.