Η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά το 2024, θα παραμείνει στάσιμη το 2025, ενώ οι προοπτικές ανάπτυξης από το 2026 είναι αναιμικές: Ουσιαστικά η Γερμανία «τελειώνει», αν δεν τελείωσε ήδη, και συμπαρασύρει μαζί της και την ΕΕ της οποίας υπήρξε «ατμομηχανή» επί δεκαετίες.
Η οικονομική περιδίνηση στην οποία είναι παγιδευμένη η Γερμανία, σημαίνει και πιο αδύναμο ευρώ. Παράλληλα με την πυροδότηση πληθωριστικών τάσεων, αρνητική θα είναι και η επίδραση στην νομισματική πολιτική. Όσο επιβραδύνεται η ανάπτυξη στη Γερμανία, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναθεωρήσει την πολιτική της μείωσης των επιτοκίων, βάζοντας φρένο στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η Γερμανία, που αναμένεται να βρεθεί πρωτίστως στο στόχαστρο των δασμών του N.Τραμπ, εκτός από εξαγωγική χώρα, είναι και σημαντικός εμπορικός εταίρος για μια σειρά ευρωπαϊκά κράτη. Ειδικά για τη χώρα μας, η Γερμανία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος αποδέκτης των ελληνικών εξαγωγών προς την ΕΕ, και η χώρα με το μεγαλύτερο μερίδιο στις εισαγωγές από ΕΕ. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο διμερές εμπόριο, αυξάνοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου, αλλά και στις υπηρεσίες, εκ των οποίων ο τουρισμός αποτελεί τη βασική κινητήριο δύναμη.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Γερμανία θα αναπτυχθεί κατά 5% την επόμενη πενταετία, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 8%.
Η βιομηχανία, η κινητήρια δύναμη της γερμανικής οικονομίας, έχει υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Δεν μπορεί πλέον να έχει πρόσβαση στο φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο λόγω Ουκρανίας, ενώ χάνει έδαφος στις διεθνείς αγορές από την ισχυρή εξαγωγική μηχανή της Κίνας. Τώρα αντιμετωπίζει την απειλή ενός εμπορικού πολέμου, από τις ΗΠΑ.
Όλα αυτά έχουν σημασία σε μια χώρα όπου η βιομηχανία αντιπροσωπεύει σχεδόν το 20% του ΑΕΠ, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 15%. Όμως η βιομηχανική παραγωγή μειώνεται, από το 2017, παρά την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών την ίδια περίοδο.
Η αυτοκινητοβιομηχανία, η βιομηχανική ραχοκοκαλιά της χώρας, βρίσκεται σε τροχιά συρρίκνωσης από το 2018. Με τον μεγαλύτερο βιομηχανικό εργοδότη της Γερμανίας Volkswagen να σχεδιάζει να περικόψει 35.000 θέσεις εργασίας στη χώρα μέχρι το 2030, μειώνοντας δραστικά την εγχώρια παραγωγή, η κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας έφτασε το 2024 σε «σημείο βρασμού», εξηγεί εκτενές ρεπορτάζ των Financial Times.
Για τη Γερμανία απαιτείται τεράστια δημοσιονομική προσπάθεια σε μια χώρα όπου οι καθαρές δημόσιες επενδύσεις είναι αρνητικές εδώ και 20 χρόνια. Παράλληλα η γερμανική κυβέρνηση είναι δέσμια ενός συνταγματικού «φρένου χρέους» που περιορίζει τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο 0,35% του ΑΕΠ – πολύ χαμηλότερα από το ανώτατο όριο του 3% της ΕΕ. Πρόσφατη έρευνα υπολόγισε σε περίπου 600 δισεκατομμύρια ευρώ το ποσό των δημόσιων επενδύσεων που χρειάζεται η Γερμανία τα επόμενα 10 χρόνια για να καλύψει τη διαφορά στους τομείς της εκπαίδευσης, των μεταφορών ή της προστασίας του κλίματος. Αυτό θα ισοδυναμούσε με περίπου 1,5% του ΑΕΠ ετησίως και δεν περιλαμβάνει τις στρατιωτικές δαπάνες που απαιτούνται λόγω των νέων γεωπολιτικών εντάσεων.
Ο Φρίντριχ Μερτς, ο συντηρητικός ηγέτης του CDU που θεωρείται φαβορί για να αναδειχθεί καγκελάριος μετά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, έχει δεσμευτεί να αυξήσει τη χρηματοδότηση των ενόπλων δυνάμεων.
Η Γερμανία δαπανά ήδη το 2% του ΑΕΠ για την άμυνά της. Το Βερολίνο θα πρέπει να δαπανήσει τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ για να δημιουργήσει μια σύγχρονη στρατιωτική δύναμη. Από πού;
Η πρόκληση για τη μελλοντική κυβέρνηση είναι η εύρεση περισσότερο από το 3% του ΑΕΠ ή 140 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ακόμη και όταν η ανάπτυξη επιβραδύνεται και οι περικοπές δαπανών είναι δύσκολο να βρεθούν.