Είναι το διαβόητο σκάνδαλο των ουκρανικών drones που κατά πολλούς δοκιμάζει τα όρια της πολιτικής αντοχής του Ζελένσκι. Είναι το πρώτο σκάνδαλο που έσκασε στα χέρια του Ουρανού προέδρου και που ακόμη δεν έχουμε μάθει αν κάποιοι τιμωρήθηκαν γι’ αυτό.
Ένα σκάνδαλο στο κέντρο του πολέμου
Στην καρδιά του ουκρανικού πολεμικού μηχανισμού βρίσκονται τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη — τα drones που χρησιμοποιούνται καθημερινά στο πεδίο της μάχης, συχνά με τεράστια αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, κάτω από αυτή την επιφανειακή εικόνα τεχνολογικής υπεροχής και επινοητικότητας, μια μεγάλη υπόθεση διαφθοράς ήρθε να ταράξει τα θεμέλια του συστήματος.
Η αποκάλυψη ενός οργανωμένου κυκλώματος υπερτιμολογήσεων και μιζών σε συμβόλαια για drones και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου προκάλεσε πολιτικό σεισμό. Βουλευτές, αξιωματικοί και στελέχη εταιρειών βρέθηκαν στο επίκεντρο της έρευνας, με τις κατηγορίες να μιλούν για «επιστροφές» έως και 30% επί της αξίας των συμβολαίων — ακόμη και εν μέσω πολέμου.
Πώς στήθηκε το κύκλωμα
Η έρευνα από τις ουκρανικές αρχές κατά της διαφθοράς αποκάλυψε ένα σχέδιο απλό στη σύλληψη αλλά τρομακτικό στις συνέπειές του:
Κρατικά συμβόλαια για κρίσιμο στρατιωτικό εξοπλισμό κατακυρώνονταν σε συγκεκριμένες εταιρείες. Οι τιμές εμφανίζονταν φουσκωμένες, συχνά πολύ πάνω από το πραγματικό κόστος παραγωγής. Μέρος μάλιστα της διαφοράς επιστρεφόταν στους εμπλεκομένους ως «μίζα».
Σε ορισμένες περιπτώσεις εμπλέκονταν και στρατιωτικά στελέχη που φέρονται να διευκόλυναν τις συμφωνίες ή να απέτρεπαν τον έλεγχο διαδικασιών.
Η υπόθεση δεν αφορά μόνο οικονομική ζημιά. Αφορά τον πυρήνα της πολεμικής ικανότητας της Ουκρανίας: όταν τα drones αποτελούν το «βλέμμα» και το «μακρύ χέρι» της άμυνας, η οποιαδήποτε διαφθορά στη διαδικασία παραγωγής τους έχει άμεσο αντίκτυπο στην πρώτη γραμμή.
Η πολιτική σκιά πάνω από την κυβέρνηση
Ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι βρέθηκε για πρώτη φορά εδώ και καιρό αντιμέτωπος με μια κρίση που δεν μπορεί να αποδώσει στη ρωσική επιθετικότητα. Το σκάνδαλο βρίσκεται στην καρδιά του δικού του πολιτικού χώρου, αγγίζοντας βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και αξιωματούχους που διορίστηκαν επί της προεδρίας του.
Ρήγμα στο κοινοβούλιο – ανησυχία στους συμμάχους
Στην Ουκρανία, όπου η κοινωνία παραμένει σε κατάσταση πολεμικής κόπωσης, το σκάνδαλο προκάλεσε έντονη αγανάκτηση. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία εμφανίζεται κλονισμένη, με βουλευτές να απαιτούν πλήρη διαφάνεια και δημόσια λογοδοσία — μια σπάνια εικόνα σε μια χώρα που λειτουργεί εδώ και χρόνια σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η αντίδραση εκτός Ουκρανίας. Οι δυτικοί σύμμαχοι, που χρηματοδοτούν μεγάλο μέρος του ουκρανικού αμυντικού εξοπλισμού, παρακολουθούν στενά την υπόθεση. Σε μια στιγμή που απαιτείται αδιάλειπτη εμπιστοσύνη και αποδείξεις ορθής διαχείρισης, τέτοια περιστατικά θέτουν σε δοκιμασία τη διεθνή στήριξη.
Μπορεί ο Ζελένσκι να το ελέγξει;
Η υπόθεση δεν είναι ένα τυπικό σκάνδαλο διαφθοράς. Είναι ένα σημείο καμπής. Οι δυτικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι η διαχείριση αυτής της κρίσης θα καθορίσει συνολικά την πολιτική σταθερότητα της κυβέρνησης, την εμπιστοσύνη των θεσμών, την αξιοπιστία της Ουκρανίας στην Ευρώπη και τη μακροπρόθεσμη εικόνα του Ζελένσκι ως ηγέτη που υποσχέθηκε να πολεμήσει το «σύστημα».
Αν υπάρξουν διαφάνεια, καταδίκες και βαθιές θεσμικές αλλαγές, το σκάνδαλο μπορεί να γίνει αφετηρία ανανέωσης.
Αν όμως το σύστημα αποτύχει να αυτοκαθαριστεί, μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτικό βάρος που θα συνοδεύσει τον Ζελένσκι για όλη τη θητεία του — ίσως και πέρα από αυτή.
Κι όλα αυτά λαμβάνουν ιδιαίτερη διάσταση αν αναλογιστούμε τα χρήματα που έχει προωθήσει η Δύση υπό μορφή βοήθειας στην Ουκρανία. Μιλάμε για ασύλληπτα ποσά.
Πάνω από 290 δισ. ευρώ σε βοήθεια από ΕΕ και ΗΠΑ
Η οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοδοτικά εγχειρήματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής και αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής έως σήμερα, η Δύση έχει διαθέσει τεράστιους πόρους με σκοπό τη σταθεροποίηση της ουκρανικής οικονομίας και την ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το συνολικό ύψος της βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες υπερβαίνει τα 290 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η συνολική στήριξη της ΕΕ —συμπεριλαμβανομένων τόσο των κοινοτικών θεσμών όσο και των κρατών-μελών— έχει φτάσει τα €177,5 δισεκατομμύρια. Από αυτά:
€93,6 δισεκατομμύρια αφορούν οικονομική, κοινωνική και ανθρωπιστική βοήθεια προς το ουκρανικό κράτος και τον άμαχο πληθυσμό.
Περίπου €63,2 δισεκατομμύρια έχουν δεσμευθεί για στρατιωτική υποστήριξη, εκπαίδευση και εξοπλισμό μέσω των ευρωπαϊκών μηχανισμών άμυνας.
Η ΕΕ έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο συνολικό χρηματοδότη της Ουκρανίας, συνδυάζοντας δάνεια, επιχορηγήσεις και θεσμικά προγράμματα ενίσχυσης.
Η αμερικανική βοήθεια
Αντίστοιχα υψηλή είναι η συμβολή των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα επίσημα στοιχεία που συγκεντρώνει η Statista καταγράφουν ότι έως τις 30 Ιουνίου 2025, η Ουάσινγκτον έχει παράσχει περισσότερα από €114 δισεκατομμύρια σε διμερή βοήθεια προς την Ουκρανία.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Kiel —μέσω στοιχείων που δημοσίευσε το Al Jazeera— εκτιμά ότι η συνολική αμερικανική συνεισφορά (στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική) ανέρχεται σε €111,28 δισεκατομμύρια από τον Ιανουάριο του 2022 έως σήμερα. Οι μικρές αποκλίσεις μεταξύ των πηγών οφείλονται στη διαφορετική μεθοδολογία μέτρησης της «δεσμευμένης» έναντι της «παραδοθείσας» βοήθειας.
Συνολικά, ΕΕ και ΗΠΑ έχουν στηρίξει την Ουκρανία με ποσά που αγγίζουν τα €290 δισεκατομμύρια, καθιστώντας την υπόθεση χρηματοδοτικής ενίσχυσης της χώρας μία από τις μεγαλύτερες στη σύγχρονη ιστορία. Η βοήθεια αυτή περιλαμβάνει άμεσες οικονομικές ενέσεις, στρατιωτικό εξοπλισμό, ανθρωπιστική συνδρομή, εκπαιδευτικά προγράμματα, υποδομές και ενεργειακή στήριξη.
Αν και τα ποσά είναι πρωτοφανή, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν ότι η σταθερότητα της Ουκρανίας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ασφάλεια της ευρύτερης ευρωπαϊκής περιφέρειας. Παράλληλα, η συζήτηση για τη βιωσιμότητα αυτής της υποστήριξης παραμένει ανοικτή, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, με τις αντιπαραθέσεις να εντείνονται όσο συνεχίζεται ο πόλεμος.