Η εύρεση ζωής σε έναν πλανήτη ή απλώς η απόδειξη ότι κάποτε υπήρχε ζωή σε αυτούς τους μακρινούς κόσμους είναι ένας από τους βασικούς στόχους της επιστήμης. Πολλά τηλεσκόπια έχουν εστιάσει στις ατμόσφαιρες των πλανητών κατά τη διάρκεια των ετών, ωστόσο κανένα από αυτά δεν έχει ανακαλύψει ζωή εκεί.
Η NASA με το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb αποσκοπούσε αποκλειστικά στην αναζήτηση εξωγήινης ζωής. Οι επιστήμονες έχουν αναπτύξει ένα μέσο για τον περιορισμό των πιθανών κόσμων που θα μπορούσαν να περιέχουν πιθανή ζωή και έχουν μια προσέγγιση για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Αυτή τη στιγμή, οι ερευνητές επικεντρώνονται στην εξέταση του προστατευτικού στρώματος του όζοντος στους πλανήτες. Το στρώμα του όζοντος προστατεύει τη βιόσφαιρα της Γης από την επικίνδυνη υπεριώδη ακτινοβολία (UV) του ήλιου.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communication, καθώς ο κόσμος διαστέλλεται, τα «νεογέννητα» αστέρια γίνονται προοδευτικά πιο πλούσια σε μέταλλα, υποβάλλοντας τα πλάσματα σε όλο και πιο ισχυρή υπεριώδη ακτινοβολία.
Με αυτά τα δεδομένα οι επιστήμονες, λοιπόν, διαπίστωσαν ότι τόσο καιρό έψαχναν τους εξωγήινους σε «όλα τα λάθος μέρη». Όπως προέκυψε από τη μελέτη, η εξωγήινη ζωή μπορεί να βρίσκεται σε πλανήτες με μια πολύ συγκεκριμένη ιδιότητα, την οποία δεν είχαν λάβει υπόψη τους στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι πλανήτες που φιλοξενούνται από αστέρια με χαμηλή μεταλλικότητα «μπορεί να είναι πιο κατάλληλοι για ζωή».
Οι επιστήμονες βρήκαν πως παρόλο που τα πλούσια σε μέταλλα αστέρια (όπως ο Ήλιος της Γης μας) εκπέμπουν «ουσιαστικά λιγότερη υπεριώδη ακτινοβολία» από τα φτωχά σε μέταλλα αστέρια, η επιφάνεια των πλανητών τους εκτίθεται στην πραγματικότητα σε πιο έντονη υπεριώδη ακτινοβολία.
Επομένως, αυτό μπορεί να αποτελεί παράγοντα που οδηγεί σε γονιδιωματική βλάβη και απειλή για όλες τις μορφές ζωής.