Κορυφώνεται η πολιτική αντιπαράθεση, για τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής σήμερα Τετάρτη 6 Μαρτίου, και αναμένεται να τεθεί προς ψήφιση την Παρασκευή 8 Μαρτίου, με την κυβέρνηση να επισημαίνει πως αυξάνει τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες και την κοινωνική κινητικότητα και αναβαθμίζει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, και την αντιπολίτευση να μιλάει για διευθετήσεις συμφερόντων.
Σε δηλώσεις του ο υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Κυριάκος Πιερρακάκης χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως ένα «στέρεο συνταγματικό βήμα» και πως δεν τίθεται “αντισυνταγματικότητα με βάση το άρθρο 16 “.
Η κυβέρνηση αναφέρει πως 176 από τα 205 άρθρα του νομοσχεδίου αφορούν την αναβάθμιση του δημόσιου Πανεπιστημίου, λέγοντας πως αξιοποιήθηκαν οι προτάσεις της Συνόδου των Πρυτάνεων.
Το νομοσχέδιο προβλέπει, την ίδρυση μη κρατικών μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ, με αυστηρές, όπως αναφέρεται και συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αφορούν στα προγράμματα σπουδών, την οικονομική επάρκεια των παραρτημάτων και των μητρικών τους ιδρυμάτων, την ακαδημαϊκή επάρκεια του επιστημονικού προσωπικού, την αναγνώριση των προγραμμάτων σπουδών από την ΕΘΑΑΕ και αντίστοιχες αρχές από τα κράτη προέλευσης των τμημάτων. Τα κριτήρια εισαγωγής θα αποφασίζονται από το μητρικό ιδρυμα του παραρτήματος και θα εγκρίνονται από την ελληνική διοίκηση, δηλαδή την ΕΘΑΑΕ. Όποιος δεν μπορεί να εισαχθεί στο δημόσιο πανεπιστήμιο δεν θα μπορεί να εγγραφεί ούτε στο μη κερδοσκοπικό.
Το νομοσχέδιο έγινε δεκτό «κατά πλειοψηφία», από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής την περασμένη Δευτέρα. Υπέρ τάχθηκαν οι βουλευτές της ΝΔ, κατά τάχθηκαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, του ΚΚΕ, της ΚΟ Νέα Αριστερά, της ΚΟ Σπαρτιάτες και της ΚΟ Νίκη, ενώ την επιφύλαξή τους να τοποθετηθούν στη συζήτηση της ολομέλειας, εξέφρασαν οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Λύσης και της Πλεύσης Ελευθερίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για ισοπέδωση της ανώτατης παιδείας και παραβίαση του Συντάγματος. Σύμφωνα και με ανακοίνωση του Think Τank Έρευνας στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο η «έρευνα δεν αποτελεί κριτήριο ούτε για την αδειοδότηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε για τη στελέχωσή τους».
Την απόφαση για καταψήφιση του νομοσχεδίου, επιβεβαίωσαν χθες οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, και με τη σαφή προειδοποίηση του Νίκου Ανδρουλάκη ότι: «Δεν θα επιτρέψω να υπάρξει ρήγμα στην ψηφοφορία». «Δεν μπορεί κάποιοι εδώ και δύο χρόνια να αγοράζουν και να επενδύουν, και να έρχεται ένα νομοσχέδιο κομμένο και ραμμένο στις επενδύσεις τους» ανέφερε.
Το ΚΚΕ χαρακτήρισε το σχέδιο νόμου «έκτρωμα».
Η Ελληνική Λύση σημειώνει πως για την κυβέρνηση όταν κάποιοι ενδιαφέρονται να ιδρύσουν πανεπιστήμια στην Ελλάδα, τότε δεν υπάρχει σύνταγμα.
Η Νέα Αριστερά τονίζει η ιδέα της κυβέρνησης πως πρέπει να επικρατήσει ένας ακαδημαϊκός νεοφιλελευθερισμός θα συγκρουστεί με την πραγματικότητα και θα ηττηθεί.
Οι Σπαρτιάτες χαρακτηρίζουν το νομοσχέδιο αντισυνταγματικό και οι βουλευτές της Νίκης καταλογίζουν απόπειρα παράκαμψης με νόμο των αποφάσεων του συμβουλίου της Επικρατείας.
Η Πλεύση Ελευθερίας τονίζει ως πρωταρχική την υποχρέωση της Πολιτείας για παροχή δημόσιας δωρεάν παιδείας σε όλα τα παιδιά.
Επιστημονική Υπηρεσία Βουλής: Από τη δικαιοσύνη θα κριθεί το ζήτημα των μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ
Από την ελληνική δικαιοσύνη θα κριθεί, το ζήτημα της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα, ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, που έχουν την έδρα τους σε χώρα της αλλοδαπής, αναφέρει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων».
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «υπό το φως των ρυθμίσεων του Συντάγματος, της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 3457/1998 και λοιπές), του γεγονότος ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, κατ’ αρμοδιότητα, στα κράτη μέλη της Ένωσης, της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, [..] σε σχέση προς την ελληνική έννομη τάξη, και της ερμηνείας του Συντάγματος νοούμενης ως αντικειμενικής, το ζήτημα θα κριθεί, όπως μπορεί σχεδόν μετά βεβαιότητας να υποτεθεί, από την ελληνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι τα ζητήματα που μπορούν να τεθούν από την ψήφιση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριμένη μορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή».
Αναλυτικότερα, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αναφέρει τα εξής:
«..αναδεικνύονται δύο ενδεχόμενα, ως προς το επιτρεπτό́ της παροχής στην Ελλάδα ανώτατης εκπαίδευσης από παραρτήματα αλλοδαπών πανεπιστημίων και της ακαδημαϊκής αναγνώρισης των χορηγούμενων τίτλων:
Πρώτον, η νομολογία να επιβεβαιώσει την έως σήμερα κρατούσα σε αυτήν ερμηνεία, την οποία ασπάζεται μέρος της θεωρίας, κρίνοντας, πρώτον, ότι η γραμματική διατύπωση της συνταγματικής ρύθμισης αποδίδει σαφή αρνητική θέση, η οποία δεν δύναται να ανατραπεί στο πλαίσιο ερμηνευτικής προσαρμογής (σε αντίθεση, π.χ., με την περίπτωση της επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, για την οποία η ΟλΣτΕ 2411/2012 δέχθηκε ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν είχε υπόψη του, το 1975, το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των μεταπτυχιακών σπουδών (σκέψη 8)) και, δεύτερον, ότι η άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών του δικαίου της Ένωσης προστατεύεται επαρκώς με την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους τίτλους αλλοδαπών πανεπιστημίων που χορηγούνται για σπουδές σε ημεδαπά παραρτήματα, η λειτουργία των οποίων, άλλωστε, μπορεί να υπαχθεί σε δημόσια εποπτεία.
Δεύτερον, να υπάρξει μεταστροφή της νομολογίας, και να γίνει δεκτό ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 16, κατά την οποία η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αναφέρεται μόνο στα ημεδαπά ιδρύματα, όπως δηλαδή υπέλαβε, ερμηνεύουσα την παράγραφο 8 του άρθρου 16, η μειοψηφία στην ΟλΣτΕ 3457/1998, και υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας. Μια τέτοια ερμηνεία θα εμπνεόταν από το ότι, στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν συγγενή, σε σχέση με την ημεδαπή ρύθμιση, χαρακτηριστικά, σε έννομες τάξεις που ομοίως ενδιαφέρονται για την ιδιαίτερη φύση και την κοινωνική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε η κάμψη του καθολικού αποκλεισμού υπέρ αλλοδαπών ιδρυμάτων που φέρουν τέτοια χαρακτηριστικά να θεωρηθεί, ενδεχομένως, συμβατή με την ratio του Συντάγματος της χώρας. Η εν λόγω ερμηνεία είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης καθώς αφορά στην κατά το άρθρο 165 ΣλΕΕ οργάνωση του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος. Παραλλήλως, υπό την εκδοχή ότι θα είναι εφαρμοστέα η νομολογία του ΔΕΕ, όπως διαμορφώθηκε στην υπόθεση της Λεττονίας, η προστασία και τήρηση αυτών των χαρακτηριστικών, δύναται, μέσα στην Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική και πολιτιστική ποικιλομορφία, να θεμελιώσει επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια της νομολογίας του ΔΕΕ. Περαιτέρω, ο αποκλεισμός παροχής ανώτατης εκπαίδευσης που δεν φέρει τέτοια χαρακτηριστικά (αλλά, π.χ., ενέχει επιδίωξη κέρδους) πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν θίγεται το ισχύον σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων που αποκτώνται διά σπουδών παρεχόμενων στο πλαίσιο κερδοσκοπικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας (βλ., συναφώς, και την παρατήρηση Γ. I. και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Είναι ευνόητο ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας αντικειμενικής ερμηνείας, η παράγραφος 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος θα ερμηνευόταν στενά και κατά το γράμμα της, δηλαδή ότι αφορά και απαγορεύει μόνο τη σύσταση, υπό την έννοια της ίδρυσης, ανώτατων σχολών από ιδιώτες, και όχι την εγκατάσταση στην Ελλάδα ήδη υφιστάμενων στην αλλοδαπή και αναγνωρισμένων στην Ελλάδα πανεπιστημίων που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, και υπό το φως της κοινωνικής αποστολής της εκπαίδευσης, όπως αυτή εννοείται κατά το ελληνικό Σύνταγμα, τα παραρτήματα των αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορούν να έχουν μόνο μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, με αποκλειστικό σκοπό την προαγωγή της εκπαίδευσης, της έρευνας και του πολιτισμού, και με κατοχυρωμένη την αξιοκρατία, την προσβασιμότητα, την ακαδημαϊκή ελευθερία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και ορισμένο βαθμό εσωτερικής αυτοδιοίκησης επί ακαδημαϊκών ζητημάτων.
Υποστηρίζεται, τέλος, στη θεωρία, και η άποψη ότι το ζήτημα ανήκει, αποκλειστικά, στο ρυθμιστικό πεδίο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη σκέψη ότι αφορά στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αλλοδαπά Α.Ε.Ι. μπορούν να εγκατασταθούν και να προσφέρουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, δηλαδή εντός της ενιαίας αγοράς. Η θέση αυτή ομοίως προϋποθέτει μεταβολή της νομολογίας η οποία, κατά τα ανωτέρω (υπό II), διακρίνει μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης. Η εν λόγω άποψη υποστηρίζει, εν προκειμένω, ότι η άρνηση αναγνώρισης ακαδημαϊκών δικαιωμάτων συνιστά δυσμενή διάκριση στο πλαίσιο του δικαίου της Ε.Ε. ή πάντως παρακωλύει την ελευθερία εγκατάστασης, κατά τρόπο μη δυνάμενο, κατά την ίδια, να δικαιολογηθεί αντικειμενικά.
Υπό το φως των ρυθμίσεων του Συντάγματος, της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 3457/1998 και λοιπές), του γεγονότος ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, κατ’ αρμοδιότητα, στα κράτη μέλη της Ένωσης, της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή αναλύεται ανωτέρω σε σχέση προς την ελληνική έννομη τάξη, και της ερμηνείας του Συντάγματος νοούμενης ως αντικειμενικής, το ζήτημα θα κριθεί, όπως μπορεί σχεδόν μετά βεβαιότητας να υποτεθεί, από την ελληνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι τα ζητήματα που μπορούν να τεθούν από την ψήφιση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριμένη μορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή».