Σε αίθουσα στην ΕΣΗΕΑ πραγματοποιήθηκε εκδήλωση για το Σύνταγμα με πρωτοβουλία της ΔΗΜΑΡ. Ομιλητές στην ημερίδα που είχε τίτλο ” Συνταγματική Αναθεώρηση – Πολιτική Σκοπιμότητα ή Θεσμική Αναγκαιότητα “, ήταν ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος, ο κοινβουλευτικός εκπρόσπωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ξυδάκης, ο αντιπροέδρος της ΝΔ Κωστής Χατζηδάκης, ο καθηγητής νομικής Γιώργος Σωτηρέλης και ο νομικός Μανώλης Βελεγράκης απο το Κίνημα Αλλαγής.
Το παρών έδωσαν πολλά στελέχη της ΔΗΜΑΡ και του Κινήματος Αλλαγής. Μεταξύ αλλων οι Μανώλης Χριστοδουλάκης, Μανώλης Όθωνας, Παύλος Χρηστίδης, Χρήστος Πρωτόπαπας, οι βουλευτές της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Γιώργος Καρράς και Εύη Χριστοφιλοπούλου, ο βουλευτής του Ποταμιού Σπύρος Δανέλης και οι πρώην βουλευτές Ασημίνα Ξυροτύρη, Γιάννης Αμοιρίδης και Θανάσης Οικονόμου.
Ακόμη παραβρέθηκαν οι: Αντώνης Ρουπακιώτης, Γιάννης Σγουρός, Γιώργος Ελενόπουλος, Ανδρέας Παπαδόπουλος, Γιάννης Μειμάρογλου, Παναγιώτης Βλάχος, Τάνια Καραγιάννη, Κώστας Ασκούνης, Γιώργος Θωμάς, Μιχάλης Χάλαρης, Παναγιώτης Ιωακειμίδης, Κατερίνα Δωρή, Μπάμπης Βακαλόπουλος, Σπύρος Κίντζιος πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, Ιορδάνης Χατζηπαυλίδης αντιπρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και ο Κώστας Ναούμης που έχει διατελέσει για σειρα ετών γραμματέας του τομέα Δικαιοσύνης της ΝΔ.
Στις παρεμβάσεις τους οι ομιλητές επεσήμαναν:
Θανάσης Θεοχαρόπουλος Πρόεδρος ΔΗΜΑΡ
Θα είμαστε παρόντες στο διάλογο, για ένα σύγχρονο συνταγματικό χάρτη γιατί μόνο αν ανοίξει τώρα η διαδικασία θα γίνει εφικτό να ολοκληρωθεί από την επόμενη κυβέρνηση, ώστε να μην χαθεί ακόμα μια πενταετία.
Οφείλουμε όμως επιτέλους να προωθήσουμε εκείνες τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που είναι ώριμες και αναγκαίες
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών στον οποίο υπάρχει ευρεία συναίνεση. Την αναθεώρηση του άρθρου 62 «περί ασυλίας των βουλευτών», ώστε αυτή να μην υπάρχει αυτοδικαίως ακόμα και όταν κατηγορούνται για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Ο διαχωρισμός των σχέσεων εκκλησίας – κράτους είναι μία επιβεβλημένη προοδευτική μεταρρύθμιση εκσυγχρονισμού εάν θέλουμε επιτέλους να γίνουμε ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος.
Πρέπει να εναρμονίσουμε τον συνταγματικό μας χάρτη με τις σύγχρονες ανάγκες και να ανταποκριθούμε σε ζητήματα που έχουν ωριμάσει και αποτελούν αιτήματα της κοινωνίας και κοινούς τόπους του πολιτικού συστήματος αλλά μακριά από ένα νέο είδος συνταγματικού λαϊκισμού.
Νίκος Ξυδάκης Βουλευτής Β Αθηνών – Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΣΥΡΙΖΑ
«Η αναθεώρηση είναι κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Ειδικά σε αυτήν τη συγκυρία, που η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση, πέρα από οικονομικά τραυματισμένη και θεσμικά πληγωμένη, η όλη προσπάθεια παίρνει μια ιστορική διάσταση. Οφείλει το πολιτικό σύστημα λοιπόν να ενισχύσει τους θεσμούς και να επαναφέρει την πίστη των πολιτών στη δημοκρατία.
Χωρίς να παραβλέπουμε ότι η πολιτική είναι πεδίο ανταγωνισμών συγκρούσεων, μπορούμε να προχωρήσουμε με αίσθηση ευθύνης προς μια σύνθεση, ειδικά σε ένα τρίπτυχο θεμάτων: Στη διάκριση ρόλων εκκλησίας-κράτους, στη βουλευτική ασυλία και την ευθύνη υπουργών, αλλά και στον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Αυτά είναι το μίνιμουμ για να αποφύγει η χώρα στο μέλλον θεσμικές ακροβασίες, που στο παρελθόν στοίχισαν. Παράλληλα να μείνουμε πιστοί στην προοδευτική συνταγματική μας παράδοση διασφαλίζοντας τα κοινωνικά δικαιώματα».
Κωστής Χατζηδάκης Αντιπρόεδρος Νέας Δημοκρατίας
Η σημερινή συζήτηση είναι φυσικά σημαντική και ιδιαίτερα επίκαιρη. Επιτρέψτε μου όμως να ξεκινήσω λέγοντας το εξής. Ότι είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε πως η πορεία που ακολουθούν οι χώρες δεν είναι τόσο θέμα Συντάγματος. Είναι θέμα εφαρμογής του Συντάγματος και γενικότερης νοοτροπίας. Στη Νέα Δημοκρατία θεωρούμε ότι μια γενναία συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να βοηθήσει τη χώρα μας να προχωρήσει μπροστά.
Με δεδομένη την απόκλιση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, προτείναμε να τεθούν προς αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή όλα τα άρθρα που θα προταθούν από κάθε δημοκρατική πλευρά του Κοινοβουλίου. Ώστε να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση για τις προτεινόμενες λύσεις στην προεκλογική περίοδο. Και στη συνέχεια το εκλογικό σώμα το ίδιο να αποφασίσει για την κατεύθυνση των αλλαγών στις ερχόμενες εκλογές.
Ανεξάρτητα από την πορεία που θα λάβει τελικά η συνταγματική αναθεώρηση, επιτρέψτε που να αναφερθώ προσωπικά σε 3 θέματα που θεωρώ μεγάλης σημασίας. Να ξεκαθαρίσω ότι δεν πρόκειται να αναφερθώ στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, ο οποίος έχει συζητηθεί τόσο πολύ που δεν έχω να προσθέσω κάτι νέο. Το πρώτο θέμα στο Σύνταγμα έχει να κάνει με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι η ανάγκη για αποσύνδεση της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Η τρίτη αλλαγή έχει να κάνει με τη θέσπιση ορίου στο έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να ξεπερνούν. Η συνταγματική αναθεώρηση, ακόμα και αν όλα πάνε κατ’ ευχή, δεν θα αντιμετωπίσει όλα τα μεγάλα προβλήματα της χώρας μας. Δεν είναι σωστό, όμως, να ευτελιστεί και να γίνει αντικείμενο μικροκομματικών σκοπιμοτήτων. Στο χέρι μας είναι, ανεξάρτητα από τις διαφορές μας, να συμπεριφερθούμε υπεύθυνα, δημοκρατικά και συναινετικά.
Μανόλης Βελεγράκης, νομικός, μέλος του τομέα Θεσμών του Κινήματος Αλλαγής
Πρόταση αναθεώρησης εντός ή προς το πέρας δεινής οικονομικής κρίσης ήταν αυτή βουλευτών του κόμματος των Φιλελευθέρων το 1932, που προέβλεπαν την ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας και ιδίως την πρόβλεψη ότι η Κυβέρνηση μπορεί να αναστέλλει την εφαρμογή διατάξεων του Συντάγματος όχι μόνον σε περίπτωση κήρυξη πολέμου ή γενικής επιστράτευσης αλλά και σε περίπτωση εσωτερικού κινδύνου. Η οικονομική κρίση που διήλθε η χώρα δεν έχει ευτυχώς σήμερα οδηγήσει τις κυρίαρχες και δημοκρατικές ακόμη δυνάμεις στην υιοθέτηση αντίστοιχης κατεύθυνσης θέσεων, ενδεικτικό της δημοκρατικής ωρίμανσης όχι μόνον του πολιτικού μας συστήματος αλλά και της κοινωνίας μας
Άλλωστε το Σύνταγμα και η εφαρμογή του δεν απέφυγαν και αυτά τη βαριά φθορά από την κρίση.Το ίδιο το Σύνταγμα, ο θεμελιώδης νομικός κανόνας λειτουργίας του κράτους μας απέκτησε στην ουσία ένα σιωπηρό προοίμιο με το εξής περίπου περιεχόμενο: «Οι κατωτέρω διατάξεις του Συντάγματος ισχύουν, εφόσον υπάρχουν χρήματα για το σκοπό αυτό».
Η αντιστροφή της σχέσης οικονομίας και δικαίου/πολιτικης είχε ως συνέπεια να εισάγονται διατάξεις πρόδηλα πολλές φορές αντισυνταγματικές, αναντίστοιχες προς το επίπεδο νομικού πολιτισμού το οποίο είχε κατακτήσει η χώρα. Στη συνέχεια το κύρος των διατάξεων αυτών διεσώζετο και μάλιστα κατά περίπτωση και με τουλάχιστον αμφισβητούμενα κριτήρια από τη δικαστική εξουσία, πράγμα που μετέφερε τη θεσμική κρίση στην Τρίτη εξουσία.
Εξάλλου, η κυνική εργαλειοποίηση συνταγματικών διαδικασιών, η διαστροφή του αληθούς σκοπού τέτοιων διαδικασιών δεν μπορεί παρά να οξύνει την κρίση αξιοπιστίας των θεσμών: Ποιά ανάγκη θα υπήρχε σήμερα για αναθεώρηση των διατάξεων για τη διάλυση της βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου της δημοκρατίας, αν δεν υπήρχε το προηγούμενο του 1990 και του 2015, και αν κάθε προεδρική εκλογή δεν αντιμετωπιζόταν ως μέσο ανατροπής της κυβέρνησης; Ποιά ανάγκη θα υπήρχε για τροποποίηση των διατάξεων για τη διάλυση της βουλής, αν το κρίσιμο εθνικό θέμα δεν χρησιμοποιείτο το 2004, το 2007, το 2009 και το Μάιο του 2012, για τη διάλυση της Βουλής, αντί της παραίτησης της κυβέρνησης και της αποτυχίας διερευνητικών εντολών.
Θα υπήρχε συζήτηση για τον τρόπο εκλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, αν δεν υπήρχαν τραυματικές στιγμές σε αντίστοιχες επιλογές στο παρελθόν;
Και τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν.
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το μεγάλο πρόβλημα της συγκεκριμένης διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι η έλλειψη απόψεων και προτάσεων αλλά η πολιτική αναξιοπιστία των κομμάτων και η περίσσεια διχαστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών.
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι αυτές οι δύο συγκεκριμένες πολιτικές παθογένειες είναι δομικές και διαχρονικές. Ωστόσο, είναι επίσης γνωστό ότι μετά την κρίση το πρόβλημα αυτό έχει παροξυνθεί, επηρεάζοντας αναμφισβήτητα και την συνταγματική αναθεώρηση, τόσο με τις πολλαπλές στρεβλώσεις του νοήματός της όσο και με την υποταγή της σε λαϊκιστικές ή παρελκυστικές λογικές.
Το μεγάλο δε ζητούμενο είναι η πλήρης απεμπλοκή από τις πολωτικές και εκβιαστικές λογικές που επικράτησαν έως τώρα και η ειλικρινής προσχώρηση όλων σε μια νηφάλια και εποικοδομητική διαβούλευση. Μόνον έτσι θα μπορέσει η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό της Βουλής Επιτροπή Αναθεώρησης να προετοιμάσει μια τελική πρόταση, που θα στηριχθεί στις ευρύτερες εφικτές συναινέσεις και συγκλίσεις.
Υπάρχουν χονδρικά τρεις ομάδες προτάσεων. Η μια ομάδα, που συγκεντρώνει ούτως ή άλλως ευρεία συναίνεση, μπορεί να ψηφισθεί ευχερώς και χωρίς προβλήματα, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη Βουλή. Η δεύτερη ομάδα, που συγκεντρώνει μερική συναίνεση, πρέπει να τύχει ιδιαίτερης επεξεργασίας στην Βουλή, ώστε να εξομαλυνθούν οι διαφορές και να αναζητηθούν κοινοί τόποι πριν ψηφισθούν οι αναθεωρητέες διατάξεις που εντάσσονται σε αυτήν. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ομάδα προτάσεων, που κατ’αρχήν δεν συγκεντρώνουν συναίνεση (πχ ιδιωτικά πανεπιστήμια, σχέσεις κράτους-εκκλησίας). Η μόνη λύση, ως προς αυτές, είναι να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια –χωρίς πάντως εκβιαστικές λογικές…– ώστε να αναζητηθεί ένας ελάχιστος παρονομαστής, προκειμένου να κριθούν οι σχετικές διατάξεις αναθεωρητέες.
Από εκεί και πέρα απομένει ανοιχτό το ζήτημα των εγγυήσεων που μπορούν να συμφωνηθούν, είτε σε σχέση με την διαδικασία (πχ πλειοψηφία κάτω από 180 στην πρώτη ψηφοφορία για κάποιες επίμαχες διατάξεις) είτε σε σχέση με το περιεχόμενο (πχ να επιλεγούν σαφείς διατυπώσεις, ως προς την κατεύθυνση των τροποποιήσεων, ώστε να υπάρξει μια κάποια δέσμευση της επόμενης Βουλής).