Διήμερη παράταση προκειμένου να καταθέσουν το δικό τους πόρισμα για την υπόθεση Novartis ζήτησαν οι κυβερνητικοί βουλευτές, πυροδοτώντας αντιδράσεις στην αντιπολίτευση.
To αίτημα της διήμερης παράτασης απεστάλη από τον πρόεδρο της Προανακριτικής Επιτροπής κ. Θοδωρή Δρίτσα λίγο πριν από τις 10.30 π.μ στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο των βουλευτών της αντιπολίτευσης με το χαρακτηρισμό «επείγον».
Βουλευτές της αντιπολίτευσης κατήγγειλαν την πλειοψηφία ότι προχώρησε σε αυτή την κίνηση προκειμένου να έχει στα χέρια της τα πορίσματα των άλλων κομμάτων, έτσι ώστε να μπορέσει να δώσει απαντήσεις με το δικό της πόρισμα.
Από τη συμπολίτευση απαντούν ότι σήμερα θα κατατεθεί ο βασικός κορμός που αφορά στην αναρμοδιότητα της Επιτροπής και πως την Πέμπτη θα δοθεί το τελικό κείμενο με τις επιπλέον παρατηρήσεις.
Απαντώντας το Γραφείο τύπου του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να περάσει στην αντεπίθεση σημειώνοντας:
«Όσοι ήθελαν να οδηγήσουν την υπόθεση Novartis σε κουκούλωμα και παραγραφή, μιλώντας για σκευωρία, απέτυχαν. Οι ίδιοι κατηγορούν τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δήθεν δεν μπορεί να συγκροτήσει πόρισμα, αγνοώντας υποκριτικά τη σοβαρότητα και την ενδελεχή προσέγγιση όλου του φάσματος των ζητημάτων που γνωρίζουν ότι κάνουν τα μέλη της πλειοψηφίας της Επιτροπής. Αυτό που φοβούνται δηλαδή. Ας μην αγωνιούν και ας μη βιάζονται. Η Βουλή θα διαβιβάσει αρμοδίως το σύνολο του υλικού και το Πόρισμα στη Δικαιοσύνη, μετά την έγκρισή του»
Νέες, θλιβερές μεθοδεύσεις για τη Novartis καταγγέλλει η ΝΔ
Θλιβερές μεθοδεύσεις καταγγέλλει ο Τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας και μέλος της προανακριτικής για την υπόθεση Novartis, Μάκης Βορίδης, με αφορμή την παράταση που ζήτησε η κυβερνητική πλειοψηφία στην προθεσμία κατάθεσης των πορισμάτων των κομμάτων, δίδοντας παράλληλά στη δημοσιότητα το πόρισμα της ΝΔ.
«Συνεχίζονται οι θλιβερές μεθοδεύεις αυτής της υπόθεσης, που υποτίθεται ότι ήταν το μεγαλύτερο σκάνδαλο και κατέληξε να είναι η μεγαλύτερη σκευωρία σπίλωσης και δυσφήμισης πολιτικών αντιπάλων της Κυβέρνησης», σημειώνει ο κ. Βορίδης που περιγράφει ακολούθως τα βασικά συμπεράσματα του πορίσματος της ΝΔ:
-Το πρώτο και βασικό είναι ότι υπάρχει απόλυτη ανυπαρξία, έστω και απλών ενδείξεων, τελέσεως οποιουδήποτε αδικήματος. Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία και επομένως αυτή είναι η μόνη φυσιολογική κατάληξη σε αυτήν την υπόθεση.
-Επίσης, κατέθεσε και την άποψή της για την μεθόδευση που ακολουθήθηκε, προκειμένου να μην εξεταστεί η υπόθεση, παρά τα επίμονα αιτήματά μας, παρά τις έγγραφες αιτήσεις μας, παρά τη θέση όλων των εμπλεκομένων προσώπων και όλων των Κομμάτων της Αντιπολίτευσης, να προχωρήσει η Επιτροπή σε πλήρη και ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως. Η άρνηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας ήταν εκκωφαντική. Το αρνήθηκαν γιατί δήθεν ήθελαν να ελέγξουν την αρμοδιότητα. Μια αρμοδιότητα την οποία τους την είχε διαβιβάσει η Εισαγγελέας Διαφθοράς, αφού έφερε το φάκελο στη Βουλή, κρατώντας, όμως, από την άλλη μεριά τον έλεγχο για το τυχόν αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, την οποία είχαν αποδεχθεί. Διότι έκαναν πρόταση με βάση το άρθρο 86, δηλαδή το νόμο περί ευθύνης Υπουργών, με τις συνταγματικές προβλέψεις για το νόμο περί ευθύνης Υπουργών. Διότι συνέστησαν την επιτροπή με ψηφοφορία, δηλαδή εφάρμοσαν το άρθρο 86. Αλλά κατέληξαν -αφού έχουν εφαρμόσει το άρθρο 86!- ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται.
-Είναι προφανές ότι αυτό έγινε γιατί η κυβερνητική πλειοψηφία αποτέλεσε οργανικό σκέλος της σκευωρίας που είχε εξυφανθεί και είχε προεξαγγελθεί από τον κ. Παπαγγελόπουλο, ήδη από την ημέρα διαβιβάσεως της δικογραφίας στη Βουλή. Ένα σχέδιο σπίλωσης των πολιτικών αντιπάλων της Κυβέρνησης και μάλιστα χωρίς να τους δίδεται η δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να αντικρούσουν τα -ούτως ή άλλως- ισχνά στοιχεία, δηλαδή στη πραγματικότητα ό,τι εισφέρουν -αυτό το ελάχιστο- οι 3 λεγόμενοι προστατευόμενοι μάρτυρες.
-Το πιο αστείο και το πιο κωμικό της υποθέσεως είναι ότι ενώ ετάχθη η προθεσμία αυτή από την κυβερνητική πλειοψηφία για να καταθέσουμε πορίσματα, αφού κατατέθησαν τα πορίσματα των Κομμάτων της Αντιπολίτευσης, η κυβερνητική πλειοψηφία δεν κατάθεσε το πόρισμα της και υπέβαλε και αίτημα 48ωρου παρατάσεως στις 10:20, αφού είχε δει τα πορίσματα των άλλων Κομμάτων, προφανώς αμήχανη και για να απαντήσει. Συνεχίζονται οι θλιβερές μεθοδεύεις αυτής της υπόθεσης, που υποτίθεται ότι ήταν το μεγαλύτερο σκάνδαλο και κατέληξε το μόνο σκάνδαλο που υπάρχει να είναι η μεγαλύτερη σκευωρία σπίλωσης και δυσφήμισης πολιτικών αντιπάλων της Κυβέρνησης».
Το πόρισμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης
Το πόρισμα που θα υποβληθεί στην Ολομέλεια συζητείται σε συνεδρίαση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης για την υπόθεση NOVARTIS, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 17.00 σήμερα.
Αντίθετος με το πόρισμα της πλειοψηφίας, σύμφωνα με το οποίο η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για την υπόθεση είναι αναρμόδια να προχωρήσει σε έρευνα, δηλώνει το μέλος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην Επιτροπή Θεόδωρος Παπαθεόδωρου. Στο πόρισμά του που κατατίθεται σήμερα ο κ. Παπαθεοδώρου κατηγορεί την πλειοψηφία ότι «η σπουδή με την οποία κατέληξε στη δήθεν αναρμοδιότητα εντείνει την εικόνα της σκευωρίας και των κατασκευασμένων κατηγοριών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, εφόσον η πλειοψηφία αρνήθηκε εξαρχής να επιληφθεί ακόμα και της προδικασίας, ώστε αν τελικά οδηγείτο στη διάγνωση της αναρμοδιότητας να είχε ελέγξει πρώτα την εγκυρότητα των καταθέσεων των αποκαλούμενων “ανωνύμων” μαρτύρων, οι οποίοι κατηγορούνται από όλα ανεξαιρέτως τα αναφερόμενα πρόσωπα για απόλυτα ψευδείς, συκοφαντικές και δικονομικά άκυρες μαρτυρικές καταθέσεις».
Ο κ. Παπαθεοδώρου σημειώνει ότι το πόρισμα της πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ των μελών της Επιτροπής βρίσκει απολύτως αντίθετη τη Δημοκρατική Συμπαράταξη από συνταγματικής, ποινικής και πολιτικής πλευράς.
Ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης σπεύδει εκ προοιμίου να επισημάνει ότι «κατά το Σύνταγμα, βασική αποστολή και κύρια αρμοδιότητα αυτής της Επιτροπής δεν είναι μόνο η υποβολή πρότασης προς την Ολομέλεια της Βουλής για άσκηση, ή μη, ποινικής δίωξης κατά των αναφερομένων πολιτικών προσώπων, αλλά, πρωτίστως, η ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης» και συνεπώς η ουσιαστική άσκηση, από την Επιτροπή, του συνόλου των εισαγγελικών αρμοδιοτήτων που αυτή έχει.
«Με την έναρξη των εργασιών της Επιτροπής, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε συστηματικά στον περιορισμό της συζήτησης στην πρόταση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και όχι στην εκτέλεση της εντολής που η Επιτροπή είχε λάβει με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής» περιγράφει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει: «Ενώ η απόφαση της Ολομέλειας της 21ης Φεβρουαρίου όριζε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την ενδεχόμενη τέλεση των αδικημάτων της δωροληψίας και δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε, κατά την πρότασή της, να ερευνηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής να διερευνήσει σε επίπεδο προκαταρκτικής εξέτασης διώξεις για τα προαναφερθέντα αδικήματα και σε περίπτωση αρνητικής απάντησης να επιβεβαιωθεί η αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης, η οποία όμως έχει ήδη κρίνει ότι η αρμοδιότητα ανήκει στη Βουλή προς την οποία διαβίβασε τη δικογραφία, με εξαίρεση την πιθανή τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων, για την οποία και προβαίνει σε ερευνητικές ενέργειες χωρίς να αναμένει οποιοδήποτε πόρισμα της Επιτροπής και οποιαδήποτε απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Η αρμοδιότητα και βεβαίως η δικαιοδοσία της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης δεν κρίνεται από τη Βουλή και τις επιτροπές της, όπως και το αντίστροφο».
Όπως εξάλλου τονίζει, «σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, η πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ των μελών της Επιτροπής αρνήθηκε να επιληφθεί της προδικασίας, να ασκήσει ουσιαστικά τα εισαγγελικά της καθήκοντα, να εξετάσει τους τρεις ανώνυμους και άλλους μάρτυρες σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠΔ και τελικά να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση σε συνθήκες νομιμότητας και διαφάνειας. Λειτούργησε παρελκυστικά ως προς τον προγραμματισμό και την οργάνωση των εργασιών, επαναφέροντας συνεχώς και μονοδιάστατα το ζήτημα της διερεύνησης της αρμοδιότητας της Επιτροπής, υιοθετώντας μια ερμηνεία σκοπιμότητας απολύτως στενή και ευθέως αντίθετη προς τη πάγια νομολογία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86, καθώς και των δικαστικών τους συμβουλίων, όπως και προς την πάγια κοινοβουλευτική πρακτική».
Ως προς τα αδικήματα, ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης αναφέρει ότι «αν τα αδικήματα της δωροδοκίας / δωροληψίας ως αδικήματα περί την υπηρεσία, θεωρηθεί ότι δεν έχουν τελεσθεί κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική υπόσταση των σχετικών αδικημάτων, δηλαδή δεν υπάρχει καν αδίκημα προς διερεύνηση».
«Η εξαρχής μεθόδευση της πρότασης περί διερεύνησης της αρμοδιότητας της Βουλής και συγκρότησης Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης -ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία είχε την παραπάνω θέση-, δεν αποσκοπούσε παρά στην επιχείρηση σπίλωσης των αναφερόμενων στο φάκελο δέκα (10) πολιτικών προσώπων και στη συντήρηση σκιών για ωμούς πολιτικούς λόγους» σημειώνει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει πως «η κοινοβουλευτική πλειοψηφία γνώριζε ότι η Επιτροπή θα εμποδιζόταν από την αρχή να επιληφθεί με συνθήκες διαφάνειας της προδικασίας» και «στην ουσία, για την κυβερνητική πλειοψηφία, η Επιτροπή συνεστήθη όχι για τη διερεύνηση και διαλεύκανση της αλήθειας ως προς την εμπλοκή των αναφερόμενων προσώπων στην υπόθεση Novartis, αλλά για να διενεργηθεί μεταξύ των μελών της ένας δήθεν θεωρητικός- επιστημονικός διάλογος περί του εύρους της αρμοδιότητας της Επιτροπής».
Γι αυτόν τον λόγο, αναφέρει ο βουλευτής, απορρίφθηκε η πρόταση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για πρόσκληση μαρτύρων, εξέταση των ανώνυμων μαρτύρων ενώπιον της Επιτροπής, αναζήτησή και ανάγνωση εγγράφων και διενέργεια επί της ουσίας προανακριτικού χαρακτήρα πράξεων, με το σκεπτικό ότι πρώτα πρέπει «να αποφασίσει η Επιτροπή επί του ζητήματος της αρμοδιότητας».
«Μετά από αυτή την εξέλιξη, η αποχώρησή μας από την Επιτροπή, όπως και όλων των μελών – βουλευτών προερχόμενων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ήταν η μόνη ενδεδειγμένη πολιτική πράξη για την καταγγελία της παραπάνω μεθόδευσης και της προειλημμένης απόφασης της πλειοψηφίας να οδηγήσει τις συνεδριάσεις της Επιτροπής στο αδιέξοδο της αναρμοδιότητας. Η θέση μας αυτή επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι, στη συνέχεια, η πλειοψηφία συνεδριάζουσα “εν ολομελεία συγκυβέρνησης” ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατέληξε σε μία διάγνωση πολιτικής σκοπιμότητας περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής να διερευνήσει την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων από τα αναφερόμενα πρόσωπα» εξηγεί ο κ. Παπαθεοδώρου για την αποχώρηση από την Ειδική Επιτροπή.
«Είχαμε καταγγείλει εξαρχής και σταθερά αυτή τη διαφαινόμενη εξέλιξη σκοπιμότητας και ευτελισμού των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι η παράλειψη ουσιαστικής εξέτασης της υπόθεσης, ενώ είχε συσταθεί η Επιτροπή, θα οδηγούσε αναπόδραστα στη συγκάλυψη της υπόθεσης, στη συντήρηση των αμφιβολιών και των σκιών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στην αποστέρηση από τα αναφερόμενα πρόσωπα του δικαιώματος στο «φυσικό δικαστή», ώστε να λάμψει η αλήθεια. Γι αυτόν τον λόγο είχαμε διεκδικήσει από την πρώτη στιγμή να έρθουν όλα στο φως με την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης και χωρίς επίπλαστα δικονομικά προσκόμματα» αναφέρει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει ότι το αδιέξοδο της αναρμοδιότητας ισοδυναμεί με τη συγκάλυψη της αλήθειας και τον πολιτικά ύποπτο χειρισμό της όλης υπόθεσης.
Επίσης, χαρακτηρίζει λανθασμένη και αποπροσανατολιστική την άποψη ότι η Βουλή είναι αναρμόδια να ελέγξει και αρμόδια είναι η τακτική δικαιοσύνη, διότι το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής ορίζουν ρητά ότι εφόσον συνεστήθη η Επιτροπή με απόφαση της Ολομέλειας, ο μόνος «φυσικός» δικαστής για τα αναφερόμενα πρόσωπα και τη διερεύνηση της ενδεχόμενης τέλεσης των αδικημάτων είναι η Βουλή, το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου και εν τελεί το Ειδικό Δικαστήριο. «Η Δικαιοσύνη απέστειλε τη δικογραφία στη Βουλή θεωρώντας ότι αυτή είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα, όπως το Σύνταγμα ορίζει. Η αναπομπή της δικογραφίας και πάλι στη Δικαιοσύνη για τα διαλαμβανόμενα στο διαβιβαστικό της Εισαγγελέως αδικήματα -όπως λανθασμένα υποστηρίζει η κυβερνητική πλειοψηφία- είναι πράξη αντίθετη στην πάγια νομολογία που έκρινε ότι αρμοδιότητα γι αυτά έχει μόνο η Βουλή» αναφέρει ο κ. Παπαθεοδώρου και δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι στο μείζον αδίκημα της απιστίας που συνδέεται και με ενδεχόμενη ζημία του Δημοσίου, «η πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με μεγάλη άνεση αποδέχθηκε εξαρχής ότι επήλθε εξάλειψη λόγω παρόδου του προβλεπόμενου χρόνου και με τον τρόπο βεβαίως αυτόν προστατευόταν ο Υπουργός Υγείας της πρώτης περιόδου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κ. Π. Κουρουμπλής».
Αναφέρει, εξάλλου, ότι η πλειοψηφία, ενώ ακολουθεί, υποτίθεται, το διαβιβαστικό έγγραφο της εισαγγελίας, διαφοροποιείται ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων και τελικά ενώ γνωρίζει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι αρμόδια για πράξεις ενδεχόμενης δωροδοκίας / δωροληψίας, εισηγείται την εκ νέου διαβίβαση της δικογραφίας για να συγκαλυφθεί η άρνησή της να καλέσει για εξέταση τους περιβόητους ανώνυμους μάρτυρες και «συνεπώς, πρόκειται για απόφαση σκοπιμότητας, συγκάλυψης και πολιτικού χειρισμού της υπόθεσης που κατέληξε σε αυτό που η κοινή γνώμη ήδη αποκαλεί “φιάσκο”, στο βαθμό που πλέον δεν τίθεται θέμα επιστροφής του φακέλου στη Δικαιοσύνη».
«Η Δικαιοσύνη διά των αρμοδίων Εισαγγελέων άρχισε και συνεχίζει να διερευνά ως έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τυχόν άλλα αδικήματα που συσχετίζονται με αυτή, χωρίς να έχει ανάγκη την άδεια της Βουλής. Για τα υπόλοιπα αδικήματα για τα οποία συνεστήθη η Επιτροπή και εμπίπτουν στα αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής, η κυβερνητική πλειοψηφία της Επιτροπής αρνήθηκε να διερευνήσει την ενδεχόμενη τέλεσή τους, να εξετάσει μάρτυρες, να διαγνώσει την αξιοπιστίας τους, να αναζητήσει και να αναγνώσει έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της Novartis ή αλλοδαπών υπηρεσιών και να διενεργήσει πράξεις προανακριτικού χαρακτήρα» αναφέρει ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.