Στην προκυμαία της Τήνου όλα έδειχναν να κυλούν φυσιολογικά. Το νησί ήταν για μια ακόμη χρονιά έτοιμο, να υποδεχτεί τους χιλιάδες πιστούς.
Οι μικροπωλητές είχαν στήσει τρεις ημέρες πριν, τους πάγκους τους και διαλαλούσαν δυνατά την πραμάτεια τους. Σταυρουδάκια εικόνες, κομποσκοίνια, Αγιασμένο νερό…Κάποιοι πουλούσαν κουλούρια και ζαχαρωμένους λουκουμάδες. Τα καφενεία είχαν γεμίσει ήδη και τα γκαρσόνια έτρεχαν πάνω κάτω αλαφιασμένα να εξυπηρετήσουν.
Το νησί βούλιαζε στην κυριολεξία από πιστούς. ‘Ανθρωποι κάθε ηλικίας, νέοι, ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά ανέβαιναν τη μικρή ανηφορίτσα προς την εκκλησιά της Μεγαλόχαρης. Κατάνυξη… Πίστη… Κάποιοι στα γόνατα έκλαιγαν και μονολογούσαν μια προσευχή. Ο καθένας κουβαλούσε μυσταγωγικά τον δικό του Σταυρό. Η Παναγιά η Μεγαλόχαρη γιόρταζε. Όλοι ήθελαν τη χάρη Της. Ήδη 2 νέα επιβατηγά ατμόπλοια γεμάτα με κόσμο, βρίσκονταν αρόδου και περίμεναν τις βάρκες να ξεκινήσουν τη μεταφορά των επιβατων. Ένα πολεμικό αεροπλάνο έσκισε γρήγορα τον ουρανό πάνω από το λιμάνι, διέγραψε μερικούς χαμηλούς κύκλους και χάθηκε προς το νησί της Μυκόνου. Το πλήθος άρχισε να χαιρετά και να επευφημεί Ήταν ένα συναρπαστικό θέαμα…
Στην μπούκα του λιμανιού το ελαφρύ καταδρομικό ΕΛΛΗ, υπερήφανο, με τον «μέγα» σημαιοστολισμό του, τραβούσε τα βλέμματα του κόσμου από την προκυμαία. Στο κατάστρωμα, ναύτες και αξιωματικοί ντυμένοι με στολές «εξόδου» ατένιζαν το νησί της Μεγαλόχαρης και περίμεναν πότε θα πατήσουν στεριά σαν τιμητικό άγημα στην εικόνα.
15 Αυγούστου 1940 ώρα 08.23
Το κλίμα κανονικά θα έπρεπε να είναι χαρούμενο, ωστόσο η κατάσταση στην Ευρώπη είναι έτοιμη να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι Γερμανοί έχουν εισβάλει στην Πολωνία. Ο Χίτλερ ξεναγήθηκε σαν κατακτητής στο Παρίσι, η κεντρική Ευρώπη στενάζει κάτω από την μπότα της Βέρμαχτ, ο αητός της Λουφτβάφε, βομβαρδίζει την Αγγλία και η τεράστια γερμανική μηχανή έπαιρνε μπροστά για να κατευθυνθεί Ανατολικά και να κατατροπώσει τους Σοβιετικούς…
Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν πάνε καλύτερα. Την εξουσία έχει καταλάβει πραξικοπηματικά 4 χρόνια πριν, ο «μεγάλος απών του Μικρασιατικού πολέμου», ο άνθρωπος που σαν την Κασσάνδρα προμήνυε καταστροφή αλλά ουδέποτε έκανε κάτι να βοηθήσει, ο Ιωάννης Μεταξάς. Στρατιωτικός με γνώσεις στο αντικείμενο του όσο λίγοι, με Γερμανική Παιδεία, που πολύ θα ήθελε να ακολουθήσει το άρμα του Χίτλερ, τον οποίο θαύμαζε, αλλά σκεπτόμενος σωστά, θεώρησε ότι τα συμφέροντα της χώρας, καλύπτονται περισσότερο με μια συμμαχία με την Αγγλία. Στο εσωτερικό της χώρας κυριαρχεί ένα βαρύ κλίμα τρομοκρατίας και ανελευθερίας που μαζί με την φτώχια που μαστίζει την μεσαία τάξη, πνίγει τους ανθρώπους. Την ίδια στιγμή η «φίλη» Ιταλία δεν χάνει ευκαιρία, και προκλητικά κάθε μέρα δείχνει να μας αντιμετωπίζει σαν τον άμεσο περιφερειακό εχθρό της.
Από το ’22 ονειρευόταν την Μεσόγειο σαν μια δική της λίμνη. Στα τέλη του ’30 είχε αποθρασυνθεί. Στις αρχές του ’40 ο ηγέτης της , ο Μουσσολίνι είχε δώσει σαφέστατες εντολές στους επιτελείς του: «Προκαλέστε με κάθε τρόπο αυτούς τους άθλιους Έλληνες. Κάντε τους με κάθε κόστος να απαντήσουν και μετά τσακίστε τους. Καμία δύναμη δεν μπορεί να αντισταθεί στη Νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μας…»
Και πραγματικά οι Ιταλοί, που αν και ιδεολογικά, βρίσκονταν σχεδόν αδελφικά κοντά, με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν σταμάτησαν να παίζουνε με τα νεύρα μας και να προκαλούν όποτε έβρισκαν ευκαιρία. Οι Μεγάλες δυνάμεις τους είχαν παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα για κάποιο χρονικό διάστημα και εκείνοι δεν τα επέστρεψαν ως όφειλαν μετά το τέλος της συμφωνίας. Ουδείς τους είπε τίποτε, και αυτό τους έκανε να αποθρασυνθούν στο Ανατολικό Αιγαίο. Ο Ιταλός δικτάτορας ονειρευόταν μια Mare Nostrum…
Ο Μεταξάς καθόλη τη διάρκεια των Ιταλικών προκλήσεων δεν απαντούσε. Απλά προετοίμαζε την άμυνα της χώρας. Μια άμυνα που έπρεπε να είναι σκληρή, και έξυπνη, απέναντι σε έναν υπερπολαπλάσιο εχθρό. Δεν απάντησε όταν οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Δεν απάντησε όταν οι Ιταλοί βομβάρδισαν ανεπιτυχώς, έξω από τη Γραμβούσα το πλοίο ΩΡΙΟΝ και το Αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ τον Ιούλιο του 1940. Δεν απάντησε όταν λίγες μέρες μετά, τέσσερα ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από Ιταλικά αεροπλάνα στον κόλπο της Ιτέας. Δεν απάντησε όταν απροκάλυπτα, Ιταλικά αεροπλάνα στα τέλη του Ιούλη έριξαν βόμβες κατά των Α/Τ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ. Δεν απάντησε ακόμη και όταν στις αρχές του Αυγούστου, Λίγες ημέρες πριν τον εορτασμό της Παναγίας, οι Ιταλοί δεν δίστασαν να βομβαρδίσουν την τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 έξω από την Αίγινα.
ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ DELFINO. εν καταδύσει έξω από το λιμάνι της Τήνου. ΩΡΑ 08.24
Ο κυβερνήτης, Αντιπλοίαρχος Aicardi, δεν ξεκολλούσε το πρόσωπο του από το περισκόπιο. Είχε φορέσει το καπέλο του ανάποδα, με το γείσο προς τα πίσω, και το μάτι του παρακολουθούσε συνέχεια την επιφάνεια της θάλασσας. Βρισκόταν στα όρια του βάθους περισκοπικής κατάδυσης… Μέσα στο κύτος δεν ακουγόταν ούτε ανάσα. Κανένας από το πλήρωμα δεν μιλούσε. Είχαν ιδρώσει. Ο σηματωρός σκούπισε τον ιδρώτα του με την ανάστροφη της παλάμης του και συνέχισε να ακούει το σόναρ του. Ο Aicardi περίμενε. Στον σταυρό του περισκοπίου του ένα ελαφρύ καταδρομικό στην επιφάνεια της θάλασσας, ήταν συνέχεια «κλειδωμένο». Στην αρχή της πλώρης του, δίπλα από την άγκυρα, με μικρά γράμματα, έγραφε ΕΛΛΗ…
Την νεκρική σιωπή έσπασε μια φωνή από τον ασύρματο. Ηταν στα ιταλικά και ο βόμβος έδειχνε πως ήταν από κάποιο αναγνωριστικό αεροπλάνο που πετούσε κάπου κοντά κάνοντας κύκλους…
«Όλα είναι εντάξει μπορείτε να πυροδοτήσετε Σενιορε. Τι άνθρωποι είναι αυτοί στην προκυμαία. Πετούσα από πάνω τους και με χαιρετούσαν… Σενιορε επιστρέφω στη Λέρο. Το πλοίο είναι πλέον δικό σας. Τέλος»
Ο κυβερνήτης του Ιταλικού υποβρυχίου DELFINO, είχε πάρει σαφέστατες διαταγές κατευθείαν από τον Διοικητή των Δωδεκανήσων De Vecci ,ανώτατο στέλεχος του Ιταλικού φασιστικού κόμματος. Ξανακοίταξε μέσα από το περισκόπιο του και έδωσε τη διαταγή: “Fuoco”
ΕΥΔΡΟΜΟ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟ ΕΛΛΗ Λιμάνι Τήνου 08.25
Στη Γέφυρα του 98 μέτρων παλαιού σκαριού ο κυβερνήτης, Πλοίαρχος Χατζόπουλος, ενημερωνόταν για τις τελευταίες λεπτομέρειες της απόβασης του τιμητικού αγήματος που θα συνόδευε τη λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας στο νησί. Με το χέρι του ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ, κοίταξε μπροστά την προκυμαία που ήταν γεμάτη κόσμο και χαμογέλασε. Έστρεψε το κεφάλι του στα 2 ατμόπλοια που ξεφόρτωναν κόσμο από τις βάρκες και ρώτησε τον Ύπαρχο του, ποια πλοία είναι αρόδου . « Το ΕΣΠΕΡΟΣ και το ΕΛΣΗ κύριε κυβερνήτα»
Τα λόγια πάγωσαν στον αέρα. Τα αυτιά των ναυτών, των αξιωματικών και του κυβερνήτη στη γέφυρα έκαναν κάποια ώρα να επεξεργαστούν τη φωνή που άκουσαν από τον οπτήρα: «ΤΟΡΠΙΛΗ ακριβώς στη μέση Τορπίλη!!!»
Η φωνή έσβησε. Στη γέφυρα κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και έτρεξαν έξω. Πρόλαβαν να διακρίνουν το λευκό ίχνος του θανάτου καθώς έσκιζε με ταχύτητα τα νερά λίγο κάτω από την επιφάνεια της σκούρας γαλάζιας θάλασσας. Σιγή επικράτησε για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ακουγόταν μόνο το σκίσιμο των υδάτων από το θανατηφόρο φορτίο της 053 whitehead Fiume τορπίλης που πλησίαζε…
ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΝΟΥ 08.25 15 Αυγούστου 1940.
Στην προκυμαία οι μικροπωλητές συνέχιζαν να διαλαλούν την πραμάτεια τους. Οι κουλουρτζήδες φώναζαν για τα σιμίτια τους και στο καφενείο τα γκαρσόνια αλαφιασμένα έτρεχαν να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. Οι πιστοί συνέχιζαν να συσσωρεύονται στο λιμάνι και να ανεβαίνουν την ανηφόρα προς την εκκλησία…Η πρώτη έκρηξη έκανε τους πάντες να γυρίσουν… Κοίταζαν αποσβολωμένοι την ΕΛΛΗ να βγάζει καπνούς από το πλάι. Όλοι προσπαθούσαν να δουν καλύτερα τι έχει συμβεί και ανασήκωναν τους λαιμούς τους. Οι άνδρες έβγαζαν τα καπέλα τους και με τις παλάμες τεντωμένες σαν σκιάστρο μπροστά στα μάτια τους, προσπαθούσαν να διακρίνουν .Τα παιδάκια στις μύτες των ποδιών έδιναν τη δική τους μάχη.
Ένας ψίθυρος από άκρη σε άκρη σε όλο το νησί. Η δεύτερη έκρηξη ήταν ισχυρότερη. Έσκασε το καζάνι, ο λέβητας, κάτω από την ίσαλο γραμμή του πλοίου και μια τρύπα διαμέτρου δύο μέτρων ανάμεσα στα δύο φουγάρα, έγινε ορατή ακόμη και από την ακτή. Καπνός …μαύρος πυκνός καπνός κάλυψε τον ουρανό πάνω από το πλοίο. Οι ναύτες πηδούσαν από το κατάστρωμα να σωθούν. Οι φλόγες έβγαιναν απειλητικές από τα σωθικά του καραβιού. Στην προκυμαία ο κόσμος δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Οι βάρκες που πλησίαζαν τα δύο επιβατηγά ατμόπλοια για να παραλάβουν τους επιβάτες, έμειναν με τα κουπιά όρθια. Η απόλυτη καταστροφή. Μετά τις εκρήξεις μια σιωπή έπεσε στο λιμάνι…ακουγόταν μόνο ο αέρας και από μακριά τα ουρλιαχτά των τραυματισμένων ναυτών…
Ξαφνικά ουρλιαχτά και εκκλήσεις στην Παναγιά έσκισαν τον αέρα. Από τα δυο ατμόπλοια τα γεμάτα προσκυνητές ο κόσμος άρχισε να φωνάζει, να κλαίει και να παρακαλάει… Έβλεπαν τον θάνατο να πλησιάζει… Το ιταλικό υποβρύχιο είχε εξαπολύσει δύο άλλες τορπίλες με στόχο τα καράβια… Ο κόσμος από το κατάστρωμα τις διέκρινε καθαρά να πλησιάζουν. Πανικός. Οι ματιές τους μέσα στην αλλοφροσύνη πότε κοίταζαν τις τορπίλες και πότε την ΕΛΛΗ απέναντι τους που είχε πάρει κλίση και καιγόταν…
Ϊσως η χάρη Της , ίσως απλά από τύχη οι τορπίλες δεν βρήκαν στόχο… Η μία πέρασε δίπλα από την πλώρη του ΕΣΠΕΡΟΥ και η άλλη κάτω από τα ύφαλα της ΕΛΣΗΣ…Οι τορπίλες διέγραψαν την πορεία τους και καρφώθηκαν εκκωφαντικά στον λιμενοβραχίονα. Το νερό, και οι πέτρες σηκωθήκαν σε ύψος 40 μέτρων… Το τσιμέντο στην γεμάτη κόσμο προκυμαία, έτρεμε σαν να γινόταν σεισμός.
Η ΕΛΛΗ το τριπλέλικο σκαρί που είχε πάρει μέρος και στην μικρασιατική εκστρατεία, πήρε κλίση 15 μοιρών και φλεγόμενο άρχισε να βυθίζεται μία ώρα και ένα τέταρτο μετά το πρώτο χτύπημα. Η ψυχραιμία του κυβερνήτη που καθοδήγησε με μαεστρία το πλήρωμα και κατάφερε όχι μόνο να τους σώσει αλλά και να απεγκλωβίσει τους τραυματίες μηχανικούς και θερμαστές από τα αμπάρια, ήταν ουσιαστική. Εβδομήντα λεπτά μετά διέταξε την εγκατάλειψη του πλοίου. Ένας αρχικελευστής, δύο κελευστές, ένας υποκελευστής και έξη ναύτες όλοι τους θερμαστές και βρίσκονταν στο σημείο που χτύπησε η τορπίλη ήταν νεκροί.
Ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση των Ιταλών. Η κυβέρνηση πιστή στη γραμμή που είχε χαράξει, δεν απάντησε. Μάλιστα τονίστηκε με κάθε τρόπο στους εμπειρογνώμονες που βρήκαν τα θραύσματα και αναγνώρισαν τις ιταλικές τορπίλες, να μην μιλήσουν. Έπίσημα γινόταν λόγος για υποβρύχιο άγνωστης εθνικότητας. Ανεπίσημα ο κόσμος έβραζε κατά των Ιταλών…Τρεις μήνες αργότερα στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου οι φασίστες του Ντούτσε θα συναντούσαν τη Νέμεση τους… Σκληρή και αδυσώπητη