Έλεγε ο Πέτροβιτς, όταν τον αποκαλούσαν «γιο του Διαβόλου»: «Αν εγώ είμαι ο γιος του Διαβόλου, τότε ο Γκάλης είναι ο ίδιος ο Διάβολος!». Ο μεγάλος Ντράζεν, “ο Μότσαρτ” του Ευρωπαϊκού basket, άφησε άδοξα την τελευταία του πνοή σε μία «αουτομπάν» της Γερμανίας, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε η αρραβωνιαστικιά του συγκρούστηκε με φορτηγό. Ο δικός μας «γκάνκστερ» της Εθνικής, του Άρη και του Παναθηναϊκού, δεν είχε, ευτυχώς, την τραγική τύχη που συχνά επιφυλάσσει η βάσκανος μοίρα σε πολλούς ταλαντούχους που πεθαίνουν νέοι, καίγοντας πρόωρα το λάδι της ύπαρξης με την ιλιγγιώδη φλόγα της χαρισματικότητας. Ο Νίκος, όμως, ήταν πολύ ξεχωριστός και «δαιμονικά» ταλαντούχος για να τον αφήσει απρόσβλητο η τραγικότητα. Τον Μάιο του 88, λίγο έξω από την Κατερίνη έχασε τη ζωή της σε τροχαίο η εν διαστάσει σύζυγός του Τζένη. Το δυστύχημα είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο.
Οι εποχές ήταν άλλες, πιο ρομαντικές στην ηρωοποίηση των αθλητικών ειδώλων και πιο κίτρινες στην κανιβαλική αποκαθήλωσή τους. Χολερικές φυλλάδες και ικτερικής δημοσιογραφικής χροιάς φερέφωνα τυμβωρυχούσαν –τις μέρες που ακολούθησαν το τραγικό δυστύχημα- στα αναφερόμενα ψυχιατρικά προβλήματα της άτυχης Τζένης και στις οικονομικές λεπτομέρειες του πολύκροτου διαζυγίου της με τον «Νικ», ενώ φτάσανε μέχρι του σημείου να τον κατηγορήσουν και ως ηθικό αυτουργό του δυστυχήματος. Όπως αυτοί οι αξιολύπητοι λεμούριοι που στο όνομα του «οπαδισμού» τους δεν δίστασαν να βεβηλώσουν δις το γκράφιτι του Έλληνα άσσου, τόσο με τη φανέλα του Άρη, όσο και με αυτήν της Εθνικής, την πρώτη φορά μουτζουρώνοντας το πρόσωπό του και τη δεύτερη φορά αντικαθιστώντας το με το πρόσωπο της Τζένης. «Τάχατες πως τον εκμηδένισαν με αυτό….οι γελιωδέστατοι», όπως θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας τον Καβάφη.
Όμως αυτά τα παραπροϊόντα μαύρης οπαδικής συμπεριφοράς, ελάχιστα αγγίζουν τον δικό μας «Νικ» του εθνικού αθλητικού θριάμβου του 87 και της κάθε βραδινής Πέμπτης των παιδικών μας χρόνων, όταν όλα νέκρωναν από άκρη σε άκρη της Ελλάδας για να τον δούμε να αγωνίζεται με τη φανέλα του Άρη. Γιατί, ο αθλητικός θρύλος του Γκάλη, ανέκαθεν περιγελούσε τον νόμο της ψευδο-βαρύτητας των ηκίστων. Η ανωτερότητα της προσωπικής συγκρότησης αυτού του μεγάλου αθλητή θα περπατά ακόμη στον αέρα της συλλογικής μας μνήμης, όταν οι απρέπειες και οι ασχημονίες των κακοηθών και ολιγονόων που προσβάλλουν τον ίδιο και τη μνήμη της Τζένης θα έχουν –προ πολλού- προσγειωθεί άτσαλα στο παρκέ της λήθης.
Βανδαλίζοντας το τοιχογράφημα του Γκάλη, οι ακιδογράφοι της φρίκης, διόλου δεν αλλοίωσαν τη θρυλική του εξεικόνιση στην καρδιά κάθε υγιώς σκεπτόμενου και ευπρεπώς λειτουργούντος φιλάθλου, γιατί, πολύ απλά, «κανείς δεν μπορεί να μουτζουρώσει, αν δεν είναι ο ίδιος λερωμένος μέσα του».
Ο Γκάλης δεν είχε μπορέσει να παρευρεθεί στην κηδεία της Τζένης. Τότε, χωρίς τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, το κακό μαντάτο άργησε να τον βρει, στην Ιταλία όπου είχε ταξιδέψει για αθλητικές υποχρεώσεις. Πήγε μόνος του, την επόμενη αφήνοντας ένα μπουκέτο με λουλούδια. Στην εξόδιο έστειλε ένα στεφάνι με τη λιτή επιγραφή «Στη Τζένη – Νίκος».
Ασχημονώντας με την αντικατάσταση του κεφαλιού του Νίκου με το όμορφο πρόσωπο της Τζένης (μιας τυπικής καλλονής των 80eights), το μόνο που κατάφεραν, οι πιθηκίζοντες βάνδαλοι, είναι να υποστασιοποιήσουν αυτό το «Τζένη – Νίκος» που είχε γράψει ο Γκάλης στο τελευταίο «δώρο» του στη Τζένη. Φτιάξανε, μέσα στη μικρόνοη κακοήθειά τους ένα περίεργο ακιδογράφημα με ανδρικό σώμα και κεφαλή γυναικός, ένα ζωγραφικό συμπίλημα που λες και ξεπήδησε από «Το βιβλίο των φανταστικών όντων» του Μπόρχες. Όμως αυτό το «διπλό φάουλ» δεν αγγίζει τον Έλληνα άσσο που «ελίσσεται σαν αίλουρος» (όπως περιέγραφε γλαφυρά τις διεισδύσεις του ο Φίλιππος Συρίγος), ανάμεσα στις μικρότητες και τις απρέπειες αυτού του τύπου και αυτού του κόσμου που όποτε βλέπει –κυρίως σε αυτή τη χώρα- κάποιον να ξεχωρίζει σε όρους συγκρότησης και επαγγελματισμού, επικαλείται υπαρκτές ή ανύπαρκτες αδυναμίες της προσωπικής του ζωής για να τον αμαυρώσει. Ο σκοτεινός –όσο χρειάζεται για να κερδίζει- άγγελος του ελληνικού μπάσκετ ίπταται πάνω από τις πιθηκοειδείς μουτζούρες του χουλιγκανικού κομπλεξισμού που δεν σέβεται ούτε ζώντες ούτε νεκρούς, ούτε άνδρες ούτε γυναίκες, γιατί ήδη έχει κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της αιώνιας αθλητικής μνήμης και αναγνώρισης.
Στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο ιππότης παίζει –στο τέλος- μια παρτίδα σκάκι με τον Θάνατο, όπου αν κερδίσει θα γλυτώσει τη ζωή του, (αλλά δεν θα γλυτώσει από τις μεταφυσικές ανησυχίες που τον βασανίζουν). Ο -κατά τον αδικοχαμένο Πέτροβιτς- «Διάβολος» Γκάλης –την υπεράγρυπνη και κοινωνικά απωστική εσωστρέφεια του οποίου, θα μπορούσαμε ίσως να την αποδώσουμε σε ανάλογες, αραφινάριστες, ανησυχίες και στάσεις απέναντι στη ματαιότητα αλλά και τη ματαίωση των γηπέδων και της ζωής- ίσως δεν θα δίσταζε, σε ένα ανάλογο μπεργκμανικό σύμπαν, να προκαλέσει σε ένα μπασκετικό «μονό» τον ίδιο τον Θάνατο, προκειμένου να γλίτωνε την –επίσης αδικοχαμένη στην άσφαλτο- Τζένη. Και φυσικά, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, αυτός ο αγώνας θα είχε στο τέλος την υπογραφή του: «Στη Τζένη – Νίκος» και, όπως περιέγραφε τις φάσεις ο Συρίγος όταν είχε τη μπάλα ο «Νίκ», όποιος και αν τον μάρκαρε, «Πάντα Γκάλης».
*Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD, Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr , @Chris_Liapis
Y.Γ. : Έτσι όπως προέκυψε το μπεργκμανικών αναφορών τελείωμα αυτού του άρθρου μου, έφερε στο μυαλό μου το ποίημα «Η Βασίλισσα και ο Άγγελος»: Εχθές το βράδυ ονειρεύτηκα / πως έπαιζα σκάκι μ’ έναν άγγελο…/ κι έχασα τη βασίλισσά μου, / ίσως γιατί άργησα να καταλάβω πως/ άγγελος, βασίλισσα κι απώλεια ήταν ίδιοι,/ ίσως γιατί κι εκείνη δεν με πίστεψε, ότι δεν έπαιζα…./καλά.