Μια πληροφορία που έφτασε την Παρασκευή στα γραφεία της Ασφάλειας σχετικά με την ταυτότητα των υπόπτων για τον ξυλοδαρμό του σταθμάρχη επιτάχυνε την έρευνα οδηγώντας τις αρχές στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη εκδοχή, όπως αναφέρει η Καθημερινή, πληροφοριοδότης επικοινώνησε με υψηλόβαθμο αξιωματικό της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής και του υπέδειξε ως ύποπτα τα δύο αδέλφια.
Φέρεται να του επεσήμανε ότι μετά τη δημοσιοποίηση του βίντεο τα δύο αδέλφια εξαφανίστηκαν καθώς και ότι ο σωματότυπος και το ντύσιμό τους προσομοιάζει με εκείνο των νεαρών που εμφανίζονταν να χτυπούν το σταθμάρχη.
Η πληροφορία φέρεται να διευκόλυνε το έργο των αστυνομικών της Ασφάλειας που πάντως, στο μεταξύ, είχαν προχωρήσει σε διαδικασία άρσης απορρήτου αναζητώντας τα κινητά τηλέφωνα των δραστών.
Γνωρίζοντας με μεγάλη ακρίβεια τις κινήσεις τους από τις κάμερες ασφαλείας του Μετρό προχώρησαν σε σαρώσεις στις κεραίες κινητής τηλεφωνίας και τελικά κατάφεραν να απομονώσουν τα τηλέφωνά τους.
Ήταν καταχωρημένα στο όνομα της μητέρας τους.
Αξιωματικοί της Ασφάλειας πάντως επισημαίνουν ότι οι απαντήσεις από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ήρθαν να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα των δραστών, την οποία είχαν νωρίτερα ανακαλύψει χάρη στη συνδρομή του πληροφοριοδότη.
Προχώρησαν σε άρση απορρήτου στο τηλέφωνο της μητέρας τους και προέκυψε ότι είχε επικοινωνία με 26χρονο ειδικό φρουρό. Τον ενημέρωσε για το τι είχε συμβεί και του ζητούσε βοήθεια προκειμένου τα δύο αγόρια να αποφύγουν τη σύλληψη.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την ΕΛ.ΑΣ., ο 26χρονος που είχε φιλική σχέση με την οικογένεια έδινε πληροφορίες π.χ. για τα χαρακτηριστικά των οχημάτων ασφαλείας που χρησιμοποιεί η ΕΛ.ΑΣ., δίχως φυσικά ποτέ να ενημερώσει την υπηρεσία του.
Τα δύο ανήλικα αδέλφια, 15 και 17 ετών φέρονται να ισχυρίστηκαν ότι επιτέθηκαν στον σταθμάρχη επειδή προκλήθηκαν απ’ αυτόν.
O διάλογος με τους αστυνομικούς
Τα δύο ανήλικα αδέλφια μίλησαν στους αξιωματικούς που τους συνέλαβαν λέγοντας:
«Μας είπε κάτι για το σπίτι μας και θολώσαμε. Κατεβήκαμε και τον χτυπήσαμε γιατί αφού μας έκανε παρατήρηση μετά κάτι μας είπε για το σπίτι μας και θυμώσαμε. Μετά φοβηθήκαμε και γι´αυτό δεν πήγαμε στην αστυνομία και αρχίσαμε να κρυβόμαστε…».
Όταν οι αστυνομικοί τους ρώτησαν γιατί το έκαναν η απάντηση τους ήταν αυτή και μάλιστα περισσότερο άρχισαν να δικαιολογούνται για το φόβο τους μετά το ξυλοδαρμό, καθώς όπως έλεγαν δεν είχαν καταλάβει εκείνη τη στιγμή τι ακριβώς είχαν κάνει και μετά όταν είδαν και τα βίντεο τους κυρίευσε ο φόβος της σύλληψης.
Τα δυο ανήλικα αδέρφια αμέσως μετά τον ξυλοδαρμό του σταθμάρχη μπήκαν σε άλλο τρένο και κατέβηκαν στο Μοναστηράκι. Εκεί πήραν τηλέφωνο τη μητέρα τους και πήγε και τους πήρε με το αυτοκίνητο. Αφού είπαν τι έχει γίνει εκείνη ενημέρωσε ένα στενό της φίλο, τον ειδικό φρουρό που υπηρετεί στη ΔΙΑΣ και τους συμβούλευσε πως να κρύψουν τα ίχνη τους, πως να κρυφτούν και σε περίπτωση που συλληφθούν να ισχυριστούν πως ο σταθμάρχης τους προκάλεσε και ήταν βίαιος απέναντί τους και πως βρέθηκαν σε αυτοάμυνα.